Wednesday 26 May 2010

Σοσιαλισμός (I)

Την Κυριακή πεθαίνει ο φασισμός
Δευτέρα, σοσιαλισμός!
[Προεκλογικό σύνθημα της δεκαετίας του ‘70]

Είναι κακό στην άμμο να χτίζεις παλάτια,
ο βοριάς θα τα κάνει συντρίμμια, κομμάτια.
[λαϊκό τραγούδι]

Το καράβι που ταξιδεύουμε το λένε Α/Γ ΩΝΙΑ.
[Γιώργος Σεφέρης]

«Οι παππούδες μας γνώρισαν τον εμφύλιο πόλεμο και την πείνα της δεκαετίας του ΄40. Οι γονείς μας έκτισαν τη δημοκρατία. Κι εμείς οι κακομαθημένοι νέοι Ισπανοί, παιδιά της ελευθερίας και του πλούτου, πρέπει να υψώσουμε το ηθικό μας ανάστημα για να αντιμετωπίσουμε τη μεγάλη κρίση».
Χαβιέρ Θέρκας, Ισπανός (Καταλανός) συγγραφέας

Πρόσεχε τις πένες για να έχεις λίρες
[Αγγλική παροιμία]

Ο Θεός έδωσε σε κάθε άνθρωπο ένα στόμα – και δύο χέρια.
[Παλιά παροιμία]

Δουλεύοντας συλλογικά, αποδίδουμε όλοι περισσότερο.
[Αρχιμουσικός – απόδοση κατά προσέγγιση]

Δεν μας τρομάζουν τα νέα μέτρα...
[Λουκιανός Κηλαηδόνης]


Α. ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ
Έγινε αρκετός λόγος πριν λίγο καιρό για το αν τα νέα μέτρα συμβαδίζουν με την φυσιογνωμία του ΠΑΣΟΚ που είναι (λέει) ο σοσιαλισμός. Το παρόν κείμενο έχει σαν σκοπό να συμβάλει σ’ αυτόν τον διάλογο, κατά βάση ανακυκλώνοντας (για να είμαστε και μέσα στην πράσινη ανάπτυξη!) διάφορα που έχουν γραφτεί σε αυτές τις σελίδες, αλλά και προσθέτοντας και μερικές καινούριες σκέψεις. Θα δημοσιευτεί σε τρεις συνέχειες (φίλε/η αναγνώστη/τρια, καλό κουράγιο!)

Δεν είμαι φιλόσοφος ή πολιτικός επιστήμονας για να έχω εμπεριστατωμένη άποψη για το τι είναι σοσιαλισμός. Γι αυτό θα μιλήσω απλά. (Κι ίσως και οι ειδικευμένοι θεωρητικοί να μην έχουν καταλήξει σε μονοκόμματα συμπεράσματα, αλλά τώρα με τέτοια θ’ ασχολούμαστε;) Θα έλεγα ότι το πρακτικό νόημα του σοσιαλισμού συνοψίζεται (κατ’ εμέ) στην έννοια «πλατιά ευημερία». Ευημερία, ώστε το βιοτικό επίπεδο να βελτιώνεται διαρκώς, και να είναι καλό με διεθνείς συγκρίσεις. Πλατιά, ώστε το επίπεδο αυτό ευημερίας να διαχέεται όσο το δυνατόν περισσότερο και πιο ομοιόμορφα σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Ως εδώ ίσως δεν εγείρονται πολλές αντιρρήσεις.

Αλλά: Η πλατιά αυτή ευημερία πρέπει να εδράζεται σε δύο βασικές προϋποθέσεις:

- Να είναι πραγματική και όχι επίπλαστη. Η ευημερία πρέπει να βρίσκεται μέσα στις δυνατότητες και αντοχές της οικονομίας, να συμβαδίζει με, και όχι να αντιστρατεύεται, την ισχυρή οικονομία. Αυτή η αρχή έχει μία σειρά επιπτώσεις: Η ευημερία πρέπει να είναι τέτοια που να αφήνει περιθώρια στην οικονομία να είναι διεθνώς ανταγωνιστική – αυτό σημαίνει κυρίως χαμηλό κόστος και υψηλή ποιότητα προϊόντων και υπηρεσιών. Επίσης, να βρίσκεται μέσα στα όρια που διαγράφουν οι δυνατότητές μας – αυτό σημαίνει να μην βασίζεται σε δανεικά, εσωτερικά (δημόσια ή ιδιωτικά) ή εξωτερικά (εξωτερικό έλλειμμα).

- Να έχει διάρκεια στον χρόνο, εξασφαλίζοντας βιώσιμη ανάπτυξη και ευημερία. Αυτό κυρίως σημαίνει ότι η κατανάλωση, δημόσια και ιδιωτική, δεν πρέπει να γίνεται εις βάρος της αποταμίευσης και της επένδυσης.

Από την Μεταπολίτευση και εδώ, η Ελλάδα έχει κάνει αναμφισβήτητα και σημαντικά βήματα προόδου σε όλα τα επίπεδα, πολιτικής, κοινωνικής, και υλικής. Όμως, έχοντας πλέον μπει στον δεύτερο μεταπολιτευτικό κύκλο, μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε ότι νέες προκλήσεις έχουν αναφυεί που θέτουν υπό πίεση ή ακόμα και υπό αίρεση πολλές από αυτές τις κατακτήσεις. Ειδικότερα στον τομέα της υλικής προόδου, με την κρίση στα δημόσια οικονομικά, με την ύφεση, με τα εξωτερικά ελλείμματα, την αποβιομηχάνιση, την έλλειψη επενδύσεων και φυγή δραστηριοτήτων προς Βαλκάνια και αλλού, με την γενιά των 700 ευρώ (και αν) προ των πυλών, με το μέλλον των νέων γενεών τόσο υποθηκευμένο καθώς θα κληθούν να αποπληρώσουν τα χρέη και τους τόκους των σημερινών, με την ακρίβεια και την πίεση που υφίσταντο οι μεσαίες τάξεις ακόμα και πριν τα πρόσφατα μέτρα, με την προϊούσα ανισοκατανομή του εισοδήματος και την νέα φτώχεια, βλέπουμε πόσο σαθρά ήταν τα θεμέλια της μεταπολιτευτικής ευημερίας. Τα δύο παραπάνω κριτήρια σε μεγάλο βαθμό δεν ικανοποιούνται, κάνοντας την ευημερία να φαντάζει επίπλαστη, και το πισωγύρισμα να φαίνεται σαν πιθανό (το πιθανότερο;) σενάριο. Ο σοσιαλισμός που επικαλέστηκαν κάποιοι στην Βουλή φαντάζει σαν πικρόχολο αστείο.


Η ελληνική κοινωνία και η ευρύτερη ηγεσία της δεν αντιλήφθηκαν ότι η ατζέντα της μεταπολίτευσης βαθμιαία άλλαζε – «ανεπαισθήτως» όπως λέει και ο ποιητής. Νέα ζητήματα προστέθηκαν πλάι στα παλιά: Θεσμικός αλλά και κοινωνικός εκσυγχρονισμός, παραγωγική αναδιάρθρωση, προστασία του περιβάλλοντος, ριζική ανακαίνιση του κράτους, διαχείριση της παγκοσμιοποίησης και της μετανάστευσης. ‘Ετσι, μείναμε πίσω σε όλα αυτά και άλλα, όπως πολύ περιεκτικά τα απαρίθμησε η Ελίζα Παπαδάκη στα ΝΕΑ της 24/3. Σαν επιστέγασμα όλων των παραπάνω, της αναιμικής οικονομίας που πιέζει το κράτος να λύσει όλα της τα προβλήματα, και της φαυλότητας σε όλες της τις εκφάνσεις, έρχεται η κακή κατάσταση των δημοσιονομικών. Το συσσωρευμένο χρέος αποτελεί πολλαπλή αστοχία: Διότι θέτει σε κίνδυνο την βιωσιμότητα τους κράτους και ευρύτερα του οικονομικού συστήματος, γιατί αποστερεί την οικονομία από παραγωγικούς πόρους που θα έπρεπε να πηγαίνουν σε επενδύσεις, γιατί βάζει θηλιά στις μελλοντικές γενιές, γιατί σπαταλάει τους πόρους της χώρας σε τόκους, γιατί αποτελεί όχημα για μεγαλύτερη ανισοκατανομή του πλούτου καθώς οι (ήδη πλούσιοι επενδυτές σε αυτό) εισπράττουν επιπλέον τόκους.

Ειδικά τα τελευταία χρόνια φαίνεται να έγινε ένα τεράστιο βήμα προς τα πίσω, το οποίο εγείρει ανάλογης σημασίας ερωτήματα. Γιατί η ελληνική κοινωνία επέλεξε να την διοικήσει τα προηγούμενα πεντέμισυ χρόνια κάποιος του οποίου το μόνο αποδεδειγμένο προσόν ήταν οι ρητορικές κορώνες εναντίον της διαφθοράς μεταξύ τυρού και τζατζικίου (που έχει αντικαταστήσει το αχλάδι στα ψητοπωλεία); Υπάρχει βέβαια η απάντηση ότι ο ελληνικός λαός εξαπατήθηκε, ότι άλλο ψήφισε το 2004 (τους σταυροφόρους εναντίον της διαφθοράς) και άλλο του βγήκε (οι σταυροφόροι της διαφθοράς). Ϊσως υπάρχει δόση αλήθειας σε αυτό, όμως δεν μου φαίνεται πειστική σαν εξήγηση, δεν νομίζω ότι πάει αρκετά βαθιά στο πρόβλημα – μου φαίνεται πιο φυσικό να υποστηρίξω ότι η ελληνική κοινωνία αφέθηκε (κυρίως) να εξαπατηθεί. Έτσι, ο ερώτημα παραμένει – γιατί εκδιώχθηκε ο ένας άνθρωπος (Κώστας Σημίτης) που πιστεύω πάσχισε πραγματικά για την χώρα, για να έρθει κάποιος αν μη τι άλλο τελείως αδοκίμαστος. Ομολογώ ότι αυτό αποτέλεσε για μένα ένα βασανιστικό ερώτημα επί αρκετό καιρό. Ώσπου κατέληξα σε ένα ερμηνευτικό σχήμα το οποίο προτείνω: Μία εκλογική αλλαγή γίνεται στην βάση δύο γενικά αλλαγών/επιλογών, ιδεολογικής επιλογής και επιλογής ομάδας - οι «απ’ έξω» κάποια στιγμή συνασπίζονται γύρω από τον εναλλακτικό πόλο με την ελπίδα κάποια στιγμή να έρθουν στα πράγματα και να φάνε από την πίτα της εξουσίας. Κάπως κυνική η άποψη, αλλά και η άποξη ότι οι πολίτες διαλέγουν με μόνο αγνά ιδεολογικά κίνητρα φαίνεται πολύ ωραιοπημένη ή και αφελής. Η δημοκρατία έχει αυτές τις ατέλειες, αυτά είναι γνωστά πράγματα. (Σαν είδος «σοβαρού καλαμπουριού», δεν μπορώ να μην αναφέρω το παράδειγμα μίας ομάδας πιθήκων σε κάποιο υψίπεδο της Αφρικής – ξεχνάω όνομα. Για κάποιους λόγους που σχετίζονται με την εξέλιξη της ομάδας, ο γερότερος αρσενικός έχει στην διάθεσή του όλες τις θηλυκές της ομάδας. Οι άλλοι αρσενικοί, γιοκ. Καθώς περνάει ο καιρός, οι «απ’ έξω» συνασπίζονται εναντίον του κυρίαρχου αρσενικού. Ο τελευταίος αποκρούει τις επιβουλές εναντίον του όσο αντέχει, όσο βρίσκεται στην ακμή της δύναμής του, αλλά κάποια στιγμή αδήριτα χάνει. Ο αρχηγός των «ατάκτων» παίρνει αυτός την εξουσία. Αρχικά επιτρέπει πλήρη ελευθερία σε όλους τους άλλους αρσενικούς, μερτικό δηλαδή από την εξουσία, αλλά με τον καιρό επανέρχεται το καθεστώς της πλήρους μονοκρατορίας. Και ούτω καθ’ εξής. Η εξελικτική βιολογία προσφέρει πολλά παραδείγματα που μπορούν να συμβάλλουν στην κατανόηση της συμπεριφοράς του ανθρώπινου ζώου, γι αυτό και μελετάται προσεκτικά από τις άλλες κοινωνικές επιστήμες. Στην παραπάνω περίπτωση, αυτή η συμπεριφορά συμβάλλει ώστε μόνο τα γονίδια του ισχυρότερου αρσενικού να διαιωνίζονται, και αυτό συμβάλλει με την σειρά του στην ισχυροποίηση της ομάδας. Δεν σας θυμίζει όμως κάτι και από τον εκλογικό ανταγωνισμό στις ανθρώπινες κοινωνίες;). Η θέση μου εδώ είναι η εξής: Στην περίπτωση του 2004, πέρα από τις (όποιες) ιδεολογικές διαφορές και τις κομματικές ομαδοποιήσεις, έπαιξε ρόλο και ένας τρίτος παράγοντας, δηλαδή ο Κώστας Σημίτης και οι συν αυτώ καλούσαν την Ελλάδα να αλλάξει για να προχωρήσει, αλλά έβρισκαν αντιδράσεις. Όσοι δεν ήθελαν να αλλάξουν συνασπίσθηκαν εναντίον του υπό το πρόσχημα της πολιτικής αλλαγής, αυτή είναι η πικρή αλήθεια (κατά την άποψή μου). Δεν ήταν μόνο η ιδεολογική ούτε η συνηθισμένη ποδοσφαιρικού τύπου αντιπαράθεση (Πράσινοι-Βένετοι, Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός) μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, αλλά οι επικείμενες αλλαγές σφυρηλάτησαν τους δεσμούς μεταξύ αυτών που αντιδρούσαν.

Στην μέση δε όσων ήθελαν να προχωρήσουν στον εκσυγχρονισμό της χώρας και όσων αντιστάθηκαν, μοιραίο και άβουλο, το «βαθέον ΠΑΣΟΚ» (ή μήπως αβυσσαλέον;) στάθηκε ανίκανο να συλλάβει το στίγμα των καιρών (ή μήπως είχε βολευτεί κιόλας;), υπονόμευσε τις κυβερνήσεις Σημίτη, και έτσι φέρει έμμεσα ευθύνη για την σημερινή κατάσταση. Ο Σημίτης «μετράει» επιτυχίες (ΟΝΕ, Κύπρος στην Ευρώπη, εξάρθρωση της 17Ν, μεγάλα έργα, Ολυμπιακοί) η καθεμία των οποίων από μόνη της θα καθιέρωνε έναν πρωθυπουργό. Σιγά-σιγά δε, αν αφηνόταν, θα προχωρούσε και ασφαλιστικό, αναδιοργάνωση του κράτους, κλπ, που εγκαίρως θα απέτρεπαν τον σημερινό εφιάλτη. Δεν λογάριασε όμως τους ακούραστους θεματοφύλακες του σοσιαλισμού τύπου Άκη Τσοχατζόπουλου, ο οποίος δήλωσε (εκ των υστέρων) για τον ασφαλιστικό νόμο Γιαννίτση (του ‘99 νομίζω, που αποσύρθηκε) πως «τραυμάτισε την σχέση του ΠΑΣΟΚ με την κοινωνία» - και απήλθε νυμφευόμενος εις Παρισίους για να την ξε-τραυματίσει. Τα παιδιά του ΕΑΜ και η γενιά του αντιδικτατορικού αγώνα έφτασαν να υπερασπίζονται την Ελλάδα της υπερφίαλης κατανάλωσης, του υδροκέφαλου κράτους, της συντεχνίας και της διαφθοράς. (Αναφερόμενος στις προκλήσεις του νέου μεταπολιτευτικού κύκλου που λέγαμε παραπάνω, μπορεί κανείς να συνοψίσει λίγο πικρόχολα πως χορτάσαμε, και όλα δυσκόλεψαν.)

Εδώ τώρα δεν μπορούμε να μην σταθούμε και στην Αριστερά, εξίσου παραζαλισμένη όπως όλοι από το κακό που μας βρήκε, και μπροστάρισσα στην σύγχυση που μαστίζει την ελληνική κοινωνία αυτή την δύσκολη ώρα. Μία Αριστερά που βρωμίζει το πηγάδι απ’ όπου όλοι ξεδιψάμε με το νερό της δημοκρατίας (με τις δηλώσεις του εκπροσώπου του ΚΚΕ περί μη σεβασμού του Συντάγματος), που καπηλεύεται μνημεία που η ιστορία και η ανθρωπότητα μας εμπιστεύτηκαν να προστατεύουμε και να σεβόμαστε βάζοντάς τα πάνω από τα δικά μας και τα τωρινά μας, και που κλωτσάει την καρδάρα απ’ όπου πίνουμε όλοι γάλα όταν δυσφημίζει τον ελληνικό τουρισμό. Πάνω απ’ όλα, την αριστερά που δεν αντιλαμβάνεται πως το «πρόβλημα» της Ελλάδας (είτε γενικευμένη φαυλότητα λέγεται αυτό, είτε έλλειμμα ανταγωνισμού) δεν είναι θέμα πέντε-δέκα καρχαριών που «τα έφαγαν» (αν και ασφαλώς υπάρχουν και αυτοί), αλλά διατρέχει οριζοντίως και καθέτως την κοινωνία. Την αριστερά που δεν αντιλαμβάνεται πως έφτασε τέλος εποχής, χρειαζόμαστε γενική αλλαγή συμπεριφοράς προκειμένου να επιβιώσουμε σαν χώρα στις νέες συνθήκες του παγκοσμιοποιημένου ανταγωνισμού. Την αριστερά που δεν αντιλαμβάνεται επίσης ότι από την προϊούσα παρακμή και περιθωριοποίηση της χώρας δεν πρόκειται να βγει κανείς ωφελημένος, και πολύ περισσότερο οι οικονομικά ασθενέστεροι. Την αριστερά που θα έπρεπε να προβάλλει διεκδικήσεις με προοπτική, όχι αδιέξοδες, και παράλληλα με αυτές να εμψυχώνει την κοινωνία, να της εμπνέει κουράγιο και την πεποίθηση ότι έχουμε τις δυνάμεις να βγούμε πέρα, όχι να ενισχύει τον τυφλό θυμό και την απελπισία. Να της εμπνεύσει, πάνω απ’ όλα, πίστη στον εαυτό της.

Θα ρωτήσει κανείς, γιατί τα βάζεις μόνο με την αριστερά, και όχι ας πούμε με τον ΛΑΟΣ ή την ΝΔ. Η ΝΔ του κ. Σαμαρά αρχίζει όντως να αναδεικνύεται σε μεγάλη απογοήτευση, αλλά με τον ΛΑΟΣ πώς να απογοητευτεί κανείς – να απογοητευτείς από την αρκούδα επειδή είναι αρκούδα; Η αριστερά όμως, της οποίες οι μεγάλες αξίες, αλλά και η ιστορία και αυτοθυσία, ενέπνεαν και συνεχίζουν να εμπνέουν ακόμα και όσους από μας δεν υπήρξαμε ποτέ ταγμένοι εκεί, ναι, νομίζω ότι αναδεικνύεται σαφώς κατώτερη των περιστάσεων και των προσδοκιών. Της αναγνωρίζουμε το μεγάλο ελαφρυντικό ότι οι συνθήκες είναι πρωτόγνωρες. Αλλά εδώ είναι που αναδεικνύονται οι πραγματικές ηγεσίες, και η αριστερά με μία κοινωνικά συνειδητοποιημενη αλλά και υπεύθυνη στάση θα μπορούσε μακροπρόθεσμα να αυξήσει την επιρροή της. Και μέσα στην άναρθρη κραυγή που βγαίνει από το σύνολο της αριστεράς (με τις φωτεινές της εξαιρέσεις), χάνεται το ένα αληθινό και βασικό μήνυμα που έπρεπε να εκπέμπεται, πως δηλαδή τα μέτρα είναι άδικα και μονόπλευρα καθώς χτυπούν περισσότερο τους μισθωτούς και τους μικρομεσαίους. Το επισήμανε κατηγορηματικά και ο Κώστας Σημίτης (συνέντευξη στο ΒΗΜΑ της Κυριακής 16 Μαΐου), που η αριστερά τόσο έχει λοιδωρήσει. Το μόνο αριστερό μήνυμα με προοπτική και κατανόηση των συνθηκών είναι ότι τα μέτρα είναι μεν απαραίτητα αλλά πρέπει να συνοδευτούν και από επισταμένη, οργανωμένη προσπάθεια καταστολής της φοροδιαφυγής για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης αλλά και εισπρακτικούς, και περιστολής των δημοσίων δαπανών ώστε να έχουν ουσιαστικό αποτέλεσμα. Εκεί έπρεπε (κατά την άποψή μου) να εστιάζεται η κριτική της αριστεράς.

Ζούμε δύσκολες στιγμές, οι οποίες δεν γίνονται ευκολότερες από την σύγχυση, την έλλειψη κατανόησης των συνθηκών, την άρνηση να δούμε τα πράγματα όπως έχουν χωρίς να εθελοτυφλούμε, και βέβαια τις προσωπικές στρατηγικές, το «κάνουμε όπως βρούμε» μπροστά στον κίνδυνο. Έτσι, η μεγαλύτερη ζημιά ίσως τείνει να προξενείται από τους υποκειμενικούς και όχι τους αντικειμενικούς παράγοντες. Ο παραλληλισμός εδώ είναι με το αυτοκίνητο που χάλασε και μας άφησε στο δρόμο – ο αντικειμενικός παράγοντας. Τι κάνει ο νηφάλιος άνθρωπος; Καταστρώνει ένα πρόγραμμα αντιμετώπισης (τηλέφωνο στην βοήθεια, αναδιάρθρωση του προγράμματος) ώστε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα και ελαχιστοποιήσει την συνολική ζημιά. Τι κάνει ο πανικόβλητος και συγχυσμένος; Κλωτσάει και χτυπάει το αυτοκίνητο (ή απεργεί και διαδηλώνει, αν θέλετε), μεγαλώνοντας το πρόβλημα. Εδώ, η ζημιά μεγεθύνεται από τον υποκειμενικό παράγοντα της σύγχυσης και του πανικού και την έλλειψη οργανωμένης στρατηγικής αντιμετώπισης του προβλήματος. Με το «έλλειψη οργανωμένης στρατηγικής» δεν αναφέρομαι στην κυβέρνηση που προσπαθεί όσο μπορεί (και δυό φορές ακόμα, σε μερικές περιπτώσεις), αναφέρομαι στην κοινωνία της οποίας ναι μεν ένα μεγάλο κομμάτι έχει αποδεχτεί το πρόβλημα και την λύση του, ένα άλλο όμως κομμάτι συμπεριφέρεται αυτοκαταστροφικά.

Το αλαλούμ τέλος συμπληρώνεται από τις κραυγές και τους ψιθύρους μίας κοινωνίας εν βρασμώ ψυχής. Κραυγές ισοπεδωτικής γενίκευσης από την μία μεριά ενάντια στους (θεωρούμενους) συλλήβδην διεφθαρμένους πολιτικούς (και την Βουλή), τους μεγαλο-καρχαρίες, όσους «τα φάγανε» ή τα έπιασαν, γενικά ενάντια σε ό,τι ...κινείται. Κραυγές που ενισχύονται από την χρόνια ατιμωρησία των πάντων. Κραυγές που ζητούν αίμα (μεταφορικά) μέσα από διαδικασίες «παραδειγματικής» τιμωρίας. Ψίθυροι και διαδόσεις που σκοπεύουν, και ίσως αρκούν δυστυχώς, για να κηλιδώσουν υπολήψεις. Όμως η «παραδειγματική» δικαιοσύνη δεν συνιστά δικαιοσύνη, δικαιοσύνη σημαίνει η τιμωρία να είναι αυτή που προβλέπεται, ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο, βασισμένη σε αποδεικτικά στοιχεία, μέσα από αδιάβλητες διαδικασίες που προστατεύουν και το δίκαιο του κατηγορουμένου. Οι δε ψίθυροι οδηγούν σε καταστάσεις σαν αυτές των ρωμαϊκών προγραφών, όπου αρκούσε κάτι να ειπωθεί (χωρίς αποδείξεις) για κάποιον για να τελειώσει εκεί η καριέρα του και πολλές φορές και η ζωή του. Αυτές όμως είναι διαλυτικές καταστάσεις από τις οποίες δεν μένει τίποτα όρθιο, γι αυτό και θεσπίστηκε η αρχή ότι καθένας είναι αθώος μέχρις αποδείξεως του εναντίου. Μία κοινωνία που σέβεται τον εαυτό της οφείλει να σεβαστεί απόλυτα και τις δύο αυτές αρχές, ότι δεν υπάρχει «παραδειγματική δικαιοσύνη» και ότι όλα οφείλουν να αποφασίζονται μέσα από διαφανείς διαδικασίες και με αποδείξεις. Γενικά βρισκόμαστε σε μία δύσκολη συγκυρία (και όσον αφορά αυτό τον τομέα.). Υπερβολική διστακτικότητα στην διερεύνηση και απονομή δικαιοσύνης θα δώσει ώθηση στις γνωστές αμφιβολίες ότι όλα στο τέλος συγκαλύπτονται, όμως και υπερβάλλων ζήλος μπορεί να καταλήξει σε κυνήγι μαγισσών και να δυναμιτίσει την (όποια) διακομματική συναίνεση.

Και μέσα στην φασαρία χάνεται το γεγονός ότι ο ελληνικός έχει δείξει ωριμότητα, ότι έχει κατανοήσει ότι η δύσκολη θέση στην οποία έχουμε περιέλθει είναι προϊόν δικών μας συμπεριφορών και μόνο, και να δεχθεί (παρά τις αντιδράσεις) λύσεις ανήκουστες για τον δυτικό κόσμο. Ίσως (δυστυχώς) αυτές οι λύσεις να ακολουθηθούν και από άλλες χώρες. Όμως η ωριμότητα αυτή του ελληνικού λαού έπρεπε να προβάλλεται περισσότερο και διεθνώς. Και μας κάνει τελικά αισιόδοξους. Νομίζω ότι αυτήν την δύσκολη ώρα επαληθεύεται το κλισέ (δικής μου επινοήσεως) ότι ο ελληνικός λαός είναι στις καλύτερές του όταν δεν υπάρχει πλέον ελπίδα, όταν όλα τα περιθώρια έχουν πλέον εξαντληθεί. (Δυστυχώς κάνουμε ό,τι μπορούμε για να φτάνουμε σε αυτό το «σημείο μηδέν» συμπεριφερόμενοι αυτοκαταστροφικά - βλ. π.χ. εκδίωξη Σημίτη και έλευση Καραμανλή του νεότερου – έτσι, για να αποκτάει και η ζωή λίγο ενδιαφέρον.) Παρ’ όλα’ αυτά, δηλώνω αισιόδοξος. Θα βγούμε πέρα. (Ήδη, η εκτέλεση του προϋπολογισμού πάει πολύ καλά.) Στο κάτω-κάτω της γραφής, η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει! Αυτό δεν είναι σύνθημα για χαλάρωση, είναι σύνθημα για να εντείνουμε τις προσπάθειες στηριζόμενοι στην πεποίθηση ότι μας περιμένει ένα καλύτερο αύριο. Ένα αύριο που εμείς οι ίδιοι φτιάχνουμε.