Saturday 26 June 2010

Σοσιαλισμός (II)

Β. ΑΓΩΝΙΕΣ

Τους τελευταίους μήνες γράφονται διάφορα που μαρτυρούν μία σχεδόν υπαρξιακή αγωνία για το μέλλον της χώρας μας (π.χ. Δ. Μητρόπουλος και Ε. Παπαδάκη στις 17/3, Π.Κ. Ιωακειμίδης στις 18/3, όλα στα ΝΕΑ, και άλλα πολλά έκτοτε). Θα προσθέσω εδώ κάποιες σκέψεις πάνω σε ορισμένα ζητήματα κεφαλαιώδους σημασίας:

1. Τα όρια της σύγκλισης. Η ανάπτυξη και η σύγκλιση όχι μόνο ως αποτέλεσμα αλλά και ως διαδικασία είναι κατά την γνώμη μου βασικές βαλβίδες εκτόνωσης των κοινωνικών εντάσεων, με την «φυγή προς τα εμπρός» και την συστράτευση στον στόχο που θέτουν. Το θέμα λοιπόν είναι αν θα επανέλθουμε σε συνθήκες υγιούς ανάπτυξης σε βάθος χρόνου. Με την βιομηχανική εποχή να μετράει πλέον πάνω από δύο αιώνες στις αποκαλούμενες βιομηχανικές χώρες και το μεγαλύτερο μέρος των ελλήνων να έχει πλέον γεννηθεί σε συνθήκες διαρκούς υλικής προόδου, η περαιτέρω ανάπτυξη και η σύγκλιση με χώρες πιο ανεπτυγμένες θεωρείται πλέον ως μία φυσική διαδικασία. Αλλά μήπως υπάρχουν κάποια όρια σε αυτήν την διαδικασία; Οι σκέψεις εδώ έχουν προσωπικό χαρακτήρα. Πρώτ’ απ’ όλα ας πάρουμε την περίφημη σύγκλιση. Όντας στον οικονομικό, ιστορικό, γεωγραφικό, εν πολλοίς πολιτισμικό κύκλο της Ευρώπης, η Ελλάδα κατάφερε να συγκλίνει με το ευρωπαϊκό επίπεδο ζωής, σημειώνοντας υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης (μέχρι και πρόσφατα). Σύγκλιση βέβαια όχι απόλυτη, στο 60% ας πούμε της Ευρώπης. Όταν όμως η δυναμική της σύγκλισης εξαντλείται, τότε οι ρυθμοί ανάπτυξης πέφτουν, και η χώρα απλά ακολουθεί χωρίς να πλησιάζει άλλο. Υπάρχουν εμπειρκά ευρήματα που λένε ότι ο μέσος όρος ανάπτυξης (μεταξύ χωρών, όχι ανθρώπων, δηλαδή η Κίνα μετράει απλώς ως μία μονάδα όπως όλοι) την εικοσαετία 1980-2000 ήταν χαμηλότερος (και με μεγαλύτερη διακύμανση) από αυτόν της εικοσαετίας 1960-80. Σ’ αυτά ας προστεθούν και οι περιορισμοί που θα επιβάλλει το περιβάλλον, το οποίο σε βάθος χρόνου θα απαιτήσει ριζικές αλλαγές. Ο εκ τω σημαντικών οικονομολόγων των πρώτων μεταπολεμικών γενεών Κένεθ Μπούλντινγκ έγραψε πως όποιος πιστεύει ότι μπορεί σταθεροί ρυθμοί ανάπτυξης να συνεχίσουν επ’ άπειρον πάνω σε έναν πεπερασμένο πλανήτη είναι είτε τρελλός είτε οικονομολόγος! Πού καταλήγουν όλ’ αυτά; Στο ότι ίσως (ΙΣΩΣ) η διαρκής ανάπτυξη να μην είναι υποστηρίξιμη σε βάθος χρόνου, ισως απλά επέλθει στασιμότητα του βιοτικού επιπέδου της χώρας, με ό,τι σημαίνει αυτό για την ευημερία και την κοινωνική συνοχή.

2. Ελλάδα και ευρώ(πη). Τριάντα χρόνια στήριξη, όπως έγραψε η Ελίζα Παπαδάκη στα ΝΕΑ της 24/3. Τώρα όμως η στήριξη στερεύει, και γιατί το κλίμα αλλάζει, αλλά και γιατί η Ελλάδα είναι πλέον μία πλούσια χώρα και (θα έπρεπε να) μπορεί να πορευτεί μόνη της. Άλλες χώρες, του πρώην ανατολικού μπλοκ αξίζει τώρα να στηριχτούν περισσότερο. Μάλιστα, έχει υποστηριχτεί (από τον Ιβάν Κράστεβ, σε μία συνέντευξη άκρως απαξιωτική για την Ελλάδα και τις χώρες του ευρωπαϊκού νότου αλλά και που φωτίζει μία άλλη όψη των πραγμάτων, στον Τ. Μίχα, Ελευθεροτυπία 29/3/2010) ότι η Ελλάδα στηρίχτηκε από τις «Βρυξέλλες» πολύ περισσότερο από ό,τι θα είχε στηριχθεί μία χώρα της ανατολικής ευρώπης. Οι εξελίξεις των τελευταίων μηνών, με τα πάρε-δώσε για τα σχέδιο σωτηρίας της Ελλάδας, θέτουν ανάγλυφα το ερώτημα για τον ρόλο της Γερμανίας στην ΕΕ, όπως έχει γράψει και ο Δ. Μητρόπουλος στα ΝΕΑ. Για τους γνωστούς λόγους κυρίως εσωτερικών συσχετισμών, η Γερμανία φαίνεται διατεθειμένη να πάει κόντρα σε όλες τις άλλες χώρες της ευρωζώνης, που είχαν διάθεση να προχωρήσουν γρηγορότερα στην διάσωση αλλά και τώρα σε μέτρα στενότερης οικονομικής διακυβέρνησης ανάμεσα στους 16 της ευρωζώνης, αλλά και ικανή να επιβάλλει τους όρους της. Η αυξημένη βαρύτητα της Γερμανία οφείλεται κατά την γνώμη στον συνδυασμό δύο παραγόντων, πρώτον τον διακυβερνητικό ουσιαστικά χαρακτήρα των ουσιαστικών αποφάσεων στην ΕΕ (όπου όλα γίνονται αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ κυβερνήσεων), και δεύτερον στο γεγονός ότι η Γερμανία είναι πλεονασματική χώρα, πράγμα που της δίνει αφ’ υψηλού θέση σε κάθε διαπραγμάτευση. Ας προστεθεί βέβαια και το αυτονόητο, ότι η Γερμανία είναι που βάζει το χέρι στην τσέπη για να στηρίξει στην πράξη οποιαδήποτε πολιτική.

Εγείρεται πάντως το ερώτημα γιατί η Γερμανία υιοθέτησε τέτοια στενόκαρδη (έως εχθρική και προσβλητική) αντιμετώπιση της ελληνικής κρίσης. Εδώ υπάρχουν πολλές απόψεις. Μία (Τίμοθυ Γκάρτον Ας) λέει πως η Γερμανία κατάφερε να ενσωματωθεί πάλι στην ευρωπαϊκή οικογένεια μετά το τραύμα του πολέμου, και επίσης πέτυχε την επανένωσή της. Ο φόβος του πολέμου απομακρύνθηκε. Έτσι, η Γερμανία αισθάνεται τώρα λιγότερο υπό πίεση και επιρρεπής σε παραχωρήσεις οικονομικής στήριξης. Υπηρετώντας περισσότερο τα στενά της εθνικά συμφέροντα παρά το ευρωπαϊκό ιδεώδες, η Γερμανία ξαναγίνεται πλέον μία «νορμάλ» χώρα (Γιούργκεν Χάμπερμας). Εν συνεχεία, μπορούμε να μιλήσουμε για τους ηγέτες της. Η σημερινή γενιά δεν έχει την άμεση εμπειρία του πολέμου και δεν αισθάνεται δεσμεύσεις όπως οι γενιές των Αντενάουερ και Κολ. Ίσως να μην έχει και την πνοή αυτών. Παραπέρα, έχουν αλλάξει και οι εποχές, ο μέσος Γερμανός εργαζόμενος βρίσκεται τώρα υπό μεγαλύτερη πίεση (απειλή ανεργίας, περισσότερη δουλειά) και δεν έχει διάθεση για κουβαρνταλίκια προς τους νοτιο-ευρωπαίους. Είναι εν τέλει και θέμα κουλτούρας. Η κοινωνία που αντιλαμβάνεται τον εαυτό της και την ζωή την ίδια ως τον μηχανισμό ενός καλοκουρδισμένου ρολογιού δεν αισθάνεται να έχει και πολλά κοινά με μία κοινωνία του ήλιου και της δίψας για ζωή, αλλά και της ασυγχώρητης ανεμελιάς και του ωχ αδερφέ.

Παρενθετικά, το θέμα του αν υπάρχουν σήμερα μεγάλοι ηγέτες, στην Γερμανία, Ευρώπη ή αλλού, μας οδηγεί σε άλλες διακλαδώσεις σκέψεων. Πώς μπορούν να υπάρξουν μεγάλοι ηγέτες σε κοινωνίες που σχεδόν δεν θέλουν να κυβερνηθούν; Όπου κάθε λογής ηχηρές μειοψηφίες (κατά Μανκούρ Όλσον) εμποδίζουν κάθε μεταρρύθμιση; Παραπέρα, θα συμφωνήσω απόλυτα με τον Δ. Μητρόπουλο που έγραψε (ΝΕΑ, 26/6/10) για τον διαφαινόμενο γενικευόμενο κατακερματισμό («φραξιονισμό») των κοινωνιών σε άθροισμα προσωπικών στρατηγικών, ατόμων ή ηλεκτρονίων όλο και λιγότερο δεσμευόμενων από το σύνολο. Το βλέπουμε στην πολιτική, το ποδόσφαιρο (των ημερών) και αλλού. Ίσως είναι αυτό μία εντεινόμενη τάση του ύστερου καπιταλισμού και της ύστερης (ή μήπως μετα-) νεωτερικότητας, με την αυξανόμενη πολυπλοκότητα και βάθος της ζωής σε οποιαδήποτε έκφανσή της, που βυθίζει όλο και περισσότερο τα άτομα στην «γωνιά τους» με όλο και λιγότερη αναφορά στο σύνολο. Έτσι, οι μεγάλες ηγεσίες σπανίζουν, καθώς το έργο της σύνθεσης (που τις κάνει μεγάλες) γίνεται όλο και δυσκολότερο. Άλλωστε, αυτό εξυπερετεί και ενθαρρύνεται από το «σύστημα» που προτιμά να έχει απέναντί του άτομα και όχι πολίτες, κόμματα, συνδικάτα, ή και έθνη. Πέρα από το αν ο κατακερματισμός αυτός εμποδίζει την διεύθυνση των κοινωνιών, έχει και σοβαρές επιπτώσεις για την προοδευτική πολιτική, όπως τις ανέλυσε προ ημερών στον Guardian ο George Monbiot, θεωρητικός της αριστεράς και (κυρίως) της οικολογίας. Ο Μονμπιό συγκρίνει την μαζικότητα του «κινήματος του τσαγιού» στις ΗΠΑ, που είναι χαρακτηριστική περίπτωση «νόθας συνείδησης» (εργατόκοσμος που ουσιαστικά οδηγείται να υποστηρίξει θέσεις κατευθείαν ενάντιες στα συμφέροντά του, όπως μείωση των κρατικών παροχών, κλπ), με την κατάτμηση των αριστερών κινημάτων που ενώ (ή μήπως ακριβώς γι αυτό;) βασίζονται σε ενδελεχή γνώση, κατακερματίζονται και χάνονται σε ατέρμονη αντιπαλότητα. Εάν η πραγματικότητα είναι κατατμημένη, τότε μήπως και η μελέτη της δεν μπορεί παρά να οδηγεί και σε ανάλογη μορφολογία αυτών που την εκπροσωπούν;

Επανέρχομαι στην Γερμανία και ειδικότερα τις σχέσεις της με την Ελλάδα. Συνάδελφος και φίλος (δικός μου αλλά όχι της Ελλάδας) Αυστριακός μου έλεγε τις προάλλες ότι οι Έλληνες δεν αντιλαμβάνονται ότι η αιτία του Γερμανικού θυμού δεν είναι κάποιο λάθος πολιτικής στην Ελλάδα, ούτε καν η τάση να ξοδεύουμε πάνω απ’ τις δυνατότητές μας. Η πραγματική αιτία είναι η απάτη, η δήλωση ψευδών στοιχείων. Αυτό είναι κάτι που η ηθική των Προτεσταντών, που διαχώρισαν την θέση τους από τη Καθολική Εκκλησία θεωρώντας ότι η τελευταία ήταν διεφθαρμένη, δεν ανέχεται. Αυτό δεν μας συγχωρούν. (Βέβαια, δεν είπα στον φίλο για Ζήμενς-Μίζενς – είναι έγκλημα να είσαι διεφθαρμένος αλλά όχι το να διαφθείρεις; - ούτε για ελαττωματικά υποβρύχια – αναρωτιέμαι γιατί.) Ο φίλος αναρωτιέται γιατί βρίζουμε αυτούς που τώρα μας δανείζουν κινδυνεύοντας σοβαρά να χάσουν τα λεφτά τους αντί να λέμε ένα ευχαριστώ. Ένας κάποιος αντίλογος είναι ότι παίρνουν και ένα επιτόκιο – 5% - πάνω από το επιτόκιο της αγοράς. Γενικότερα, υστερούμε στην ανάληψη ευθύνης, που είναι κάτι που η βορειοευρωπαϊκή ιδιοσυγκρασία δεν καταλαβαίνει. (Το είδαμε και στο ποδόσφαιρο. Ενώ οι δικοί μας είχαν κλαδέψει τους Αργεντίνους, στον διαιτητή έκαναν την χαρακτηριστική κίνηση σηκώματος των ώμων – «τι έκανα»; Μα τι έκανα εγώ κυρία; - όπως λέγαμε και στο δημοτικό.) Υπ’ αυτήν την έννοια ήταν σωστό που αμέσως μετά την ανάληψη της εξουσίας ο Γιώργος Παπανδρέου δημοσιοποίησε την πραγματική εικόνα των δημοσίων οικονομικών και μίλησε για διαφθορά. Με την επιφύλαξη ότι έπρεπε να είχε παράλληλα έτοιμο σχέδιο δράσης, και να μην δώσει την εικόνα ότι είμαστε οι μόνοι διεφθαρμένοι σ’ αυτό τον κόσμο ή ότι δεν έχουμε τις δυνάμεις να καταπολεμήσουμε την διαφθορά.

Υπάρχει ένα γενικότερο σημείο εδώ που οδηγεί σε μία πρόταση πολιτικής. Έχει εμπεδωθεί στους διεθνείς κύκλους η πεποίθηση ότι η Ελλάδα έδινε ψευδή στοιχεία από την αρχή της ένταξής της στην ΟΝΕ – ότι δηλαδή εντάχθηκε στην ΟΝΕ με απάτη. Αυτό αντιβαίνει στην γενική πεποίθηση πολλών από μας ότι το 2000 έγινε βέβαια δημιουργική λογιστική αλλά στην τάξη μεγέθους που έκαναν όλες οι χώρες. Το ότι η απάτη δεν ήταν μόνο προϊόν των τελευταίων ετών και μίας κυβέρνησης κάποιας συγκεκριμένης ποιότητας αλλά γενικευμένη οδηγεί να χαρακτηριστούμε συνολικά σαν λαός απατεώνες και αποτελεί βαρύ πλήγμα για το κύρος της χώρας. (Είχα πάντα μία απορία: Ο κοσμοπολίτης, μειλίχιος και άριστος επιστήμονας καθηγητής Αλογοσκούφης, που δίδασκε νύχτα-μέρα θεωρίες της «αξιοπιστίας» στα μαθήματά του, δεν αντιλαμβανόταν όταν έκανε την κακιάς ώρας απογραφή του ότι το πλήγμα θα ήταν συνολικό για την χώρα και όχι μόνο για «τους άλλους»;) Όλ’ αυτά οδηγούν στο εξής: Προτείνεται η σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής της Βουλής (αν δεν υπάρχει ήδη – έχω χάσει τον λογαριασμό) που σκοπό θα έχει ακριβώς αυτόν: Να διακριβώσει έγκυρα και αξιόπιστα την πραγματική εικόνα των δημοσίων οικονομικών από τις παραμονές της εισόδου στην ΟΝΕ και να δώσει τέλος στην πεποίθηση ότι είμαστε σαν λαός παθολογικά ψεύτες. (Αν βέβαια δεν είμαστε!)

Θα διατυπώσω μία προσωπική σκέψη. Ο ρόλος της Γερμανίας στην ευρωζώνη ίσως να ισχυροποιηθεί, η δε διάθεσή της για ευρωπαϊκή αλληλεγγύη διαρκώς θα μειώνεται. Όχι μόνο γιατί η Γερμανία βγήκε ισχυροποιημένη από την κρίση, χωρίς τα βαριά πλήγματα στην υγεία του χρηματοπιστωτικού της συστήματος, στην πραγματική οικονομία, και τα δημοσιονομικά που υπέστησαν άλλες χώρες. Αλλά κυρίως γιατί πλέον έχουν διαμορφωθεί νέοι όροι σ’ αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ιστορικό συμβιβασμό βορρά-νότου της ευρώπης τα τελευταία 30-40 χρόνια. Η αίσθηση του γράφοντος είναι ότι η ευρωπαϊκή ενοποίηση αυτό το διάστημα βασίστηκε σε μία άτυπη συμφωνία, όπου οι χώρες του ευρωπαϊκού νότου εντάχθηκαν στο ευρωπαϊκό περιφερειακό σύστημα, με τους περιορισμούς και τις δυνατότητες που αυτό διέγραφε, και σε αντάλλαγμα άνοιγαν τις αγορές τους στις πιο αναπτυγμένες βορειοευρωπαϊκές βιομηχανίες. Οι βόρειες χώρες, πλεονασματικές εξαγωγικά χώρες στο μεγαλύτερο ποσοστό, κέρδιζαν τις ανερχόμενες αγορές του νότου, με αντάλλαγμα την αλληλεγγύη και τις χορηγίες. Αυτή η άτυπη συμφωνία τώρα έχει εν πολλοίς ξεπεραστεί, καθώς η παγκοσμιοποίηση θα επέβαλλε το άνοιγμα των αγορών του νότου ούτως ή άλλως. Γιατί λοιπόν η Γερμανία που εγκατέλειψε το ισχυρότερο νόμισμα της ευρώπης να δεχτεί τώρα ένα αδύνατο και πληθωριστικό ευρώ ή να κάνει οποιαδήποτε άλλη παραχώρηση προς τις ελλειμματικές χώρες του νότου; Βέβαια, αυτό συνιστά μία στενή και τεχνοκρατική προσέγγιση των πραγμάτων, ενώ μία ευρύτερη προσέγγιση θα αναγνώριζε την αλληλεγγύη ως αυταξία, αλλά και τον στρατηγικό ρόλο του ευρωπαϊκού νότου στα θέματα μετανάστευσης, ενέργειας, ασφάλειας, κλπ. Όμως, ζούμε σε εποχές δύσκολες, όπου ακόμα και η Γερμανία νιώθει την πίεση της Ασίας, και νιώθει ότι πρέπει να φυλάξει τις δυνάμεις της για να ανταπεξέλθει στον ανταγωνισμό σε βάθος χρόνου. Δυστυχώς, σε καιρούς χαλεπούς, η σκέψη ο σώζων εαυτόν σωθήτω αρχίζει να κυριαρχεί.

Αυτή η πρόβλεψη πρέπει βέβαια να αντιπαρατεθεί με εκείνη που υποστηρίζεται ευρέως και θεωρεί πως η κρίση θα οδηγήσει την Ευρώπη σε νέο άλμα ενοποίησης (όπως έκανε και στο παρελθόν), που αναπόφευκτα θα σημάνει στενότερη διεθνική (και όχι δια-κυβερνητική) οικονομική διακυβέρνηση. Πρακτικά, ο μόνος δρόμος για να γίνει αυτό κατά την γνώμη μου είναι με την αναβάθμιση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Σε αυτό το πλαίσιο, η βαρύτητα κάθε χώρας θα περιοριστεί κοντύτερα στο ποσοστό της στον ευρωπαϊκό πληθυσμό. Αυτό βέβαια δεν νομίζω ότι αποτελεί και την ιδανική προοπτική για μία μικρή χώρα όπως η Ελλάδα που, με την κατάργηση του βέτο, θα βρεθεί να παρακάμπτεται σε πολλές αποφάσεις. Τι θα γίνει αν αύριο (λέμε) η Ευρώπη αποφασίσει ο ευρωπαϊκός στρατός (συμπεριλαμβανομένων και ελλήνων στρατιωτών) να πάει να πολεμήσει στο (π.χ.) Ιράκ, που για μας αποτελεί κόκκινη γραμμή; Τι θα γίνει αν η ελληνική γραφειοκρατία μετατοπιστεί βαθμιαία περισσότερο προς Βρυξέλλες (κάτι που αναδύεται ως προοπτική τώρα που κάνουμε ένα βήμα προς το ουσιαστικό προτεκτοράτο); Μαζί με τα πολιτικά μπαγκάζια μεταφέρονται και οικονομικά.

3. ΟΝΕ και ευρώ. Δύσκολα θέματα, υπό το πρίσμα των εξελίξεων. Ήταν λάθος η ένταξη στην ΟΝΕ και το κοινό νόμισμα, ή τι άλλο πήγε στραβά και τα εισοδήματα έχουν χάσει μεγάλο μέρος της αγοραστικής τους αξίας τα τελευταία δέκα χρόνια, και γιατί αυτή η τέτοιας κλίμακας λαίλαπα τώρα; Γιατί κινδυνεύουμε, αν δεν προσέξουμε, να βγούμε εκτός ευρώ με πιθανή μεγάλης κλίμακας υποτίμηση; Η ΟΝΕ και το κοινό νόμισμα φυσικά σημαίνουν απώλεια της δυνατότητας να χρησιμοποιούμε ανεξάρτητη νομισματική πολιτική για να επηρεάζουμε την συναλλαγματική ισοτιμία. Μέσα στην ΟΝΕ, η νομισματική πολιτική είναι μία, και η επιρροή της Ελλάδας σε αυτή και την (κοινή για όλους) ισοτιμία του ευρώ είναι αμελητέα. Τι κόστος έχει αυτό; Η οικονομική θεωρία δεν δίνει σαφή απάντηση. Οι παλιότεροι Κεϋνσιανοί θεωρούσαν ότι η αλλαγή της ισοτιμίας έχει ουσιαστικά αποτελέσματα, και έτσι η υποτίμηση μπορεί να χρησιμοποιηθεί είτε για να βγει η χώρα από την ύφεση ή για να εξουδετερωθεί η απώλεια ανταγωνιστικότητας που οφείλεται σε άλλους λόγους (ακρίβεια, απώλεια ποιότητας). Νεότερες γενιές οικονομολόγων είναι λιγότερο θετικές. Μία υποτίμηση συνοδεύεται πάντα και από πληθωρισμό, καθώς τα εισαγόμενα είδη ακριβαίνουν.

Πιο θεμελιακά, η υποτίμηση είναι εργαλείο που επηρεάζει την ζήτηση, όμως οι μοντέρνες ευρωπαϊκές/βιομηχανικές κοινωνίες (συμπεριλαμβανομένης και της ελληνικής) δεν πάσχουν από ελειμματική ζήτηση – το αντίθετο. Το «πρόβλημα» των (πρώην) βιομηχανικών χωρών της Δύσης είναι στην προσφορά που δεν μπορεί να αντισταθεί στον καινοφανή ανταγωνισμό από την Ανατολή. Περαιτέρω, για να αποδώσει η υποτίμηση πρέπει να ληφθούν και μέτρα μείωσης της εγχώριας ζήτησης (της «απορρόφησης») ώστε να μπορέσει η προσφορά να ικανοποιήσει την ζήτηση για εξαγόμενα - πρακτικά μιλώντας, να γίνει χώρος για τις εξαγωγές. Με άλλα λόγια, σοβαρές ενστάσεις διατυπώθηκαν για την αποτελεσματικότητα της αλλαγής συναλλαγματικής ισοτιμίας (κυρίως της υποτίμησης) να δώσει ουσιαστική ώθηση στο προϊόν και την απασχόληση. Την σοβαρότητα των ενστάσεων αυτών διαπίστωσαν και στην πράξη οι Γάλλοι (Μιτεράν) και Βέλγοι στις αρχές της δεκαετίας του 1980, οπότε και εγκατέλειψαν την επέκταση της ζήτησης μέσω υποτίμησης. Τα τελευταία βέβαια χρόνια η όλη αυτή γενικά παραδεκτή θεώρηση επανεξετάζεται: Κάποια εμπειρικά ευρήματα λένε πως οι χώρες που αναπτύσσονται σε καθεστώς ελευθέρων ισοτιμιών (και άρα με την δυνατότητα υποτίμησης) πάνε καλύτερα από όσες βρίσκονται σε καταστάσεις όπως η ΟΝΕ με «σφραγισμένες» ισοτιμίες. Έτσι, συμπερασματικά, από θεωρητικής πλευράς, θα έλεγε κανείς ότι η υποτίμηση είναι μεν ένα ατελές εργαλείο με πολλά κουσούρια, όμως αν βρεθείς στην ανάγκη μπορείς να το χρησιμοποιήσεις ως μπάλωμα, κυρίως για να αποτρέψεις την απώλεια ανταγωνιστικότητας, όπως διατυπώθηκε παραπάνω.

Υπ’ αυτήν την έννοια, η εισαγωγή του κοινού νομίσματος είχε σίγουρα κάποιο κόστος. Δεν θυμάμαι να έγινε ενδελεχής τεχνική αξιολόγηση του τι θα σήμαινε το ευρώ για την Ελλάδα (ίσως και να έγινε). Αλλά ούτε και υπήρξαν φωνές αντίδρασης από τα δύο μεγάλα κόμματα – υπήρξε μάλλον ομοφωνία. (Η αριστερά ίσως αντιδρούσε, αλλά όπως υποστήριξα και παραπάνω, μέσα στην γλώσσα του «όχι» που μονίμως ομιλεί η αριστερά, χάνει την αξιοπιστία της και σε όσα θέματα έχει ενδεχομένως δίκιο.) Η απόφαση ήταν με την ευρύτερη έννοια πολιτική. Θέλαμε να μην χάσουμε το «τρένο» που μας οδηγούσε στον στενό πυρήνα και τα (υπαρκτά ή φαντασιακά;) οικονομικο-πολιτικο-ψυχολογικά πλεονεκτήματα που αυτό θα έφερνε. Το βλέπαμε ως θεμελιακή επιλογή: Μπορεί η μικρή Ελλάδα να περπατήσει μόνη της στης παγκοσμιοποιημένης οικονομίας την ολόμαυρη ράχη; Αν όχι, τότε ας βαδίσουμε τον δρόμο της ευρωπαϊκής ενοποίησης μέχρι τέλους. Έπειτα, προσβλέπαμε στην σταθερότητα του χαμηλού πληθωρισμού και επιτοκίων και την απαλλαγή πό την μάστιγα των κρίσεων συναλλαγματικής ισοτιμίας. Αυτά όλα ήρθαν, μόνο που είναι τα άμεσα οφέλη. Τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα δεν ήταν από την αρχή ορατά, αλλά και δεν αξιοποιήσαμε τα βραχυπρόθεσμα οφέλη για να ενισχύσουμε την θέση μας στο σύστημα. Αντί για τις επενδύσεις (με βάση το φτηνό χρήμα) και τις διαρθρωτικές αλλαγές που απαιτούνταν για την τόνωση της προσφοράς (εξορθολογικοποίηση του κράτους, άνοδο της παραγωγικότητας στον ιδιωτικό τομέα, μείωση κόστους) είχαμε ραγδαία άνοδο των τιμών, αύξηση της κατανάλωσης με δανεισμό, και των εισαγομένων και των εξωτερικών ελλειμμάτων. Ξαναγυρίζουμε σ’ αυτό που είπε ο Κ. Καραμανλής (ο θείος βέβαια), «εγώ σας έβαλα στην ΕΟΚ, εσείς τώρα κολυμπείστε». Ίσως, με μία αναστροφή του επιχειρήματος, αυτό να ήταν και ένα από τα κίνητρα, δηλαδή ότι η χώρα θα κέρδιζε από τις αλλαγές που ήταν αναγκαίες στο περιβάλλον του ενιαίου νομίσματος, δηλαδή δημοσιονομική σταθερότητα, άνοδο παραγωγικότητας, κλπ. Το μεγάλο πρόβλημα με αυτό το επιχείρημα είναι ότι για να πετύχει χρειάζεται η χώρα να το έχει βάλει με το «μέσα μυαλό» να κάνει τις απαραίτητες αλλαγές. Αλλιώς, αν «εγώ θέλω αλλά δεν το θέλει η θέλησή μου» (πάλι Καραμανλής – θείος), χάνουμε και τα αυγά και τα καλάθια.

Ένα μεγάλο θέμα ήταν επίσης και η ισοτιμία που επελέγη – 345 δραχμές ανά ευρώ. Η αυτή οδήγησε σε πραγματική ανατίμηση (απώλεια ανταγωνιστικότητας – σαν να είχαμε σκληρή δραχμή) με αποτέλεσμα να φτηνήνουν τα εισαγόμενα. Όπως έγραψα πέρσι το καλοκαίρι, ποτέ άλλοτε δεν είχα δει τόσες κουρσάρες στη χώρα μας. Αλλά τα βασικά είδη (τρόφιμα, κλπ) ανατιμήθηκαν (για σύνθετους λόγους που περιλαμβάνουν και την κερδοσκοπία και τα καρτέλ), με αποτέλεσμα να πληγούν οι μικρομεσαίοι που βασίζονται αναλογικά περισσότερο στα είδη αυτά. Ίσως όμως και μια πιο χαμηλή ισοτιμία για την δραχμή να ήταν περισσότερο πληθωριστική καθώς οι τιμές αναπόφευκτα θα έτειναν να εξισωθούν με τις ευρωπαϊκές. Γενικότερα, ο πληθωρισμός που παρατηρήθηκε επί ΟΝΕ στην Ελλάδα, αν και δεν ήταν μόνο ελληνικό φαινόμενο, (όλες οι χώρες κατέγραψαν πληθωρισμό, κυρίως βέβαια οι νότιες, αλλά ακόμα και η Γερμανία!) αποτελεί για μένα ένα ερώτημα. Το σκληρό νόμισμα έπρεπε να οδηγεί σε χαμηλότερο επίπεδο τιμών, όχι υψηλότερο. Αυτό με οδηγεί στο συμπέρασμα πως βαθύτερη αιτία της ακρίβειας και μειωμένης ανταγωνιστικότητας της χώρας δεν είναι το ευρώ αλλά η ασθμαίνουσα παραγωγικότητα (σε σχέση με άλλες οικονομίες), ο υπερτροφικος δημόσιος τομεάς, κλπ.

Εν κατακλείδι, είναι δύσκολο να πει κανείς με κάποια σιγουριά αν η ένταξή μας στο ευρώ ήταν λάθος, όμως είναι πολύ πιο βέβαιο ότι τυχόν έξοδος θα είναι επώδυνη, συνοδευόμενη ταυτόχρονα από ραγδαία υποτίμηση, κρατική χρεοκοπία με την μία ή άλλη μορφή και, το χειρότερο ίσως απ’ όλα, κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος (καθώς όλοι θα ζητάνε να σηκώσουν τα λεφτά τους εν όψει υποτίμησης). Και μετά, πληθωρισμό και νομισματικές κρίσεις σε ...βάθος χρόνου. Έτσι, η μόνη στρατηγική είναι η με νύχια και δόντια παραμονή στο ευρώ. Ευτυχώς που έξοδος δεν προβλέπεται από τις συνθήκες, κι έτσι οι πονηρές σκέψεις κάποιων πέφτουν προς το παρόν στο κενό. Όπως όμως έχει επισημανθεί (Π.Κ. Ιωακειμίδης, Γ. Λακόπουλος), αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κεκτημένο επ’ άπειρο. Ή αλλιώς, κάθε συνθήκη έχει αξία όταν επικυρώνει μία υπαρκτή πραγματικότητα, όχι όταν την αντιστρατεύεται. Έτσι, αν δεν ισχυροποιήσουμε την οικονομία μας, οι πιέσεις για έξοδό μας αναπόφευκτα θα αυξηθούν.

4. Στηρίχθηκε η Γερμανική ευημερία στην ελληνική κατανάλωση; Είναι μία άποψη που υποστηρίζεται αρκετά συχνά από τους οικονομολογούντες ότι δηλαδή η Ελλάδα στηρίζει την Γερμανία αποτελώντας μία καλή αγορά για τις εξαγωγές της, και άρα η Γερμανία μας οφείλει. Όπως και με πολλές απόψεις των οικονομολογούντων, η θέση δεν είναι τελείως άσχετη (αν ήταν δεν θα συζητιόταν καν) αλλά είναι λίγο σαν η ουρά να κουνάει τον σκύλο. Η Γερμανία δουλεύει και η Ελλάδα καταναλώνει και απολαμβάνει, ποιός οφείλει σε ποιόν; Ευρύτερα, που οφείλεται το «Γερμανικό θαύμα»; Στην σκληρή δουλειά του Γερμανικού λαού και μόνο, μαγικό ραβδί δεν υπάρχει. Ο Γερμανός παράγει 10 και καταναλώνει 6, βάζοντας τα άλλα στην άκρη (αποταμίευση), για να μεγαλώνει το κεφάλαιό του στο μέλλον (επένδυση) και για να παράγει αύριο περισσότερο (ανάπτυξη). Εάν ο Έλληνας παράγει 10 καταναλώνει 16, εάν παράγει 4 θέλει κι αυτός να καταναλώσει 6. Βραχυπρόθεσμα οφελείται από την μεγαλύτερη κατανάλωση, αλλά μακροπρόθεσμα υποσκάπτει την ευημερία του. Αυτή είναι μία επιλογή που ανεπηρέαστοι («ορθολογικά», κατά την θεωρία) κάνουμε. Ανεπηρέαστοι; Χμμμμ..... Δελεαζόμενοι από τις χάντρες που μας πουλάνε (εντάξει, όχι χάντρες, ωραία καταναλωτικά αγαθά που όλοι επιθυμούμε), δανειζόμαστε για να αγοράσουμε, υποθηκεύοντας την μακροπρόθεσμη ευημερία προς χάριν της βραχυπρόθεσμης ικανοποίησης.

Η Γερμανία δεν μας οφείλει γιατί θα πούλαγε κι αλλού. Αυτό που ο γράφων θεωρεί ως βασική αδυναμία της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής δεν είναι το ότι η Γερμανία είναι πλεονασματική χώρα (όπως έχει διαμαρτυρηθεί η Γαλλία, για να εισπράξει την δικαιολογημένη απάντηση ότι η Γερμανία γίνεται στόχος λόγω της επιτυχίας της) αλλά το ότι το ευρώ έπρεπε να ακολουθεί μία περισσότερη ενδιάμεση πορεία συμβιβάζοντας τις επιθυμίες των πλεονασματικών χωρών (που το θέλουν «σκληρό»), με τις επιθυμίες των ελλειμματικών χωρών (που θα το ήθελαν πιο αδύνατο για να βοηθηθούν οι εξαγωγές τους), σταθμίζοντας και το μέγεθος της κάθε ομάδας. Ευρύτερα, περίμενε κανείς περισσότερη ηγετική πνοή και Κεϋνσιανή επέκταση από μία χώρα της οποίας το 60% των εξαγωγών πάει προς την ΕΕ, της οποίας η ευρωζώνη αποτελεί προνομιακό πεδίο εξαγωγών. Αν μία τέτοια οικονομία δεν είναι η ατμομηχανή αυτής της ζώνης, τότε ποιός θα είναι;

5. Τέλος, κάτι για τις διαρθρωτικές αλλαγές (πριν αναφωνήσουμε όλοι έλεος!). Τώρα πια που το ζήτημα έχει δρομολογηθεί (26/6/10 - επίκειται η ψήφισή του πακέτου ως (ν)τροπολογία στο Ασφαλιστικό νομοσχέδιο), το πράγμα μοιάζει παρωχημένο αλλά είναι τόσο σημαντικό που δεν γίνεται να μην σχολιαστεί. Η (νεο)φιλελευθεροποίηση της αγοράς εργασίας προτείνεται από πολλούς (εδώ ταιριάζει το "στην αναμπουμπούλα ο λύκος χαίρεται"), χωρίς να σχετίζεται ευθέως με τον στόχο του δημοσιονομικού μαζέματος, χωρίς να περιλμβάνεται στο Μνημόνιο με το ΔΝΤ-ΕΕ που ψηφίστηκε αρχές Μαΐου (αυτό το γράφω με επιφύλαξη), ενώ είναι και αμφίβολης αποτελεσματικότητας ως προς την ανταγωνιστικότητα. Την ίδια ώρα που τα εργασιακά στον ιδιωτικό τομέα βαδίζουν ταχέως προς το Μάντσεστερ του 19ου αιώνα, έρχεται και η επίσημη επικύρωση. Θεωρώ πως κάποιας μορφής ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας είναι χρήσιμη (π.χ., που να διευκολύνει την μερική απασχόληση, την κινητικότητα μεταξύ επαγγελμάτων, κλπ), αλλά ίσως το παρόν νομοσχέδιο το παρακάνει. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ οφείλει να είναι πολύ προσεκτική και επιλεκτική σε διαρθρωτικές αλλαγές (νεο)φιλελεύθερου χαρακτήρα, ακόμα και σε συνθήκες κρίσης.