Sunday 13 February 2011

Ξαναχτίζοντας την οικονομία

...γιατί τελικά αγωγιάτες είμαστε και στο δρόμο βαδίζουμε. Όλοι, και οι σοφοί και οι αδαείς.
Ζοζέ Σαραμάγκου, Κάιν, μτφ. Αθηνά Ψυλλιά, εκδόσεις Καστανιώτη 2010, σ. 43.

-Ποιός τρίτος δρόμος; Δεν έχει τρίτο δρόμο! Δεν έχει ακόμα ανοίξει να γίνει δρόμος. Πρέπει εμείς, μοχτώντας, προχωρώντας, να τον ανοίγουμε , να γίνει δρόμος. Ποιοί εμείς; Ο λαός. Από τον λαό αρχίζει ο δρόμος αυτός, με το λαό προχωράει και στο λαό τελειώνει.
[Νίκου Καζαντζάκη, Οι αδερφοφάδες]

«Πιστεύω ότι θα τα καταφέρουν», λέει ο Αλ Χόλαντ, ψυχολόγος της ΝΑSΑ που βοηθά στην επιχείρηση. «Αυτοί οι άνδρες [Σημ.: οι εγκλωβισμένοι μεταλλωρύχοι στο Σαν Χοζέ της Χιλής] είναι γενναίοι, ανθεκτικοί και έδειξαν ότι μπορούν να οργανωθούν. Κρατούν την τύχη τους στα χέρια τους». [NEA 6-9-10]


Τις προάλλες (10/2) είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω μία συζήτηση με θέμα «ξαναχτίζοντας την Βρετανική οικονομία». Στην συζήτηση, η οποία διεξήχθη σε μία μικρή αίθουσα της Βουλής των Κοινοτήτων, συμμετείχαν ο «σκιώδης υπουργός» των Εργατικών με αρμοδιότητα τις επιχειρήσεις, την καινοτομία και τις δεξιότητες (κάτι δηλαδή σαν τον τομεάρχη Ανάπτυξης της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, εάν μεταφερθούμε στα δικά μας) Τζων Ντέναμ, ο γενικός γραμματέας του TUC (Βρετανική ΓΣΕΕ) Μπρένταν Μπάρμπερ, ένας πανεπιστημιακός, ένας εκπρόσωπος των αυτοκινητοβιομηχανιών, και ο πρόεδρος ενός ινστιτούτου μελετών. (Περισσότερες λεπτομέρειες βρίσκονται στις ιστοσελίδες που παρατίθενται στο τέλος.) Συντονιστής ήταν ο βουλευτής των Εργατικών (της αριστερής πτέρυγας) και πρόεδρος του ινστιτούτου μελετών Compass (Πυξίδα) Τζον Κρούντας. Ο σκοπός αυτού του σημειώματος είναι να μεταφέρει κάποιες από τις κεντρικές θέσεις που αναπτύχθηκαν εκεί.

Έναυσμα για την όλη συζήτηση είναι προφανώς η πρόσφατη κρίση, η ύφεση και ο κίνδυνος για ολική κατάρρευση της οικονομίας που δημιουργήθηκαν. Πιό συγκεκριμένα όμως, όλοι οι ομιλητές φαίνεται πως είχαν σημείο εκκίνησης την θέση πως ότι η Βρετανική οικονομία χρήζει συνολικής αναδιάρθρωσης (κάποιοι μιλάνε για ξαναχτίσιμο, άλλοι για πιο απλό αναπροσανατολισμό): Μέχρι τώρα εδίδετο έμφαση στην ανάπτυξη (δηλαδή μεγέθυνση του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος - ΑΕΠ) με πολύ λίγη ή καθόλου προσοχή στην τομεακή διάρθρωση του προϊόντος. Δηλαδή, δεν ενδιέφερε εάν το ΑΕΠ παράγεται στον τομέα υπηρεσιών, την βιομηχανία, χρημοτοπιστωτικό τομέα ή όπου αλλού, αρκεί το ΑΕΠ να αυξάνει και να δημιουργεί θέσεις εργασίας. Από αυτή την βασική φιλοσοφία διέπονταν όλες οι βρετανικές κυβερνήσεις των τελευταίων τριάντα ετών (τουλάχιστον) ανεξαρτήτως χρώματος. Στη πράξη, η φιλοσοφία αυτή οδήγησε σε (ή μήπως απλά οδηγήθηκε από;) αποβιομηχάνιση. Σημερα, περίπου το 12,5% του βρετανικού ΑΕΠ παράγεται από την βιομηχανία, ποσοστό πολύ κάτω του 20% και πλέον πριν τριάντα χρόνια. Από πλευράς απαχόλησης δε, το ποσοστό είναι ακόμα χαμηλότερο.

Όπως φάνηκε όμως ήδη κατά την διάρκεια της τελευταίας κυβέρνησης των Εργατικών, και θα αναπτυχθεί περισσότερο πιο κάτω, η φιλοσοφία αυτή ανάπτυξης οδηγεί σε αδιέξοδα. Γι αυτό και ο τελευταίος Υπουργός Ανάπτυξης των Εργατικών Πήτερ Μάντελσον είχε βάλει μπρος πρόγραμμα αναζωογόνησης της βιομηχανίας – καθυστερημένα όμως. Η φιλοσοφία αυτή ανάπτυξης, τόσο ως πρόγραμμα αλλά και ως πράξη, είναι κοινή με όλες σχεδόν τις χώρες του «δυτικού κόσμου», και βέβαια με την Ελλάδα. Γι αυτό και τα όσα ελέχθησαν εκεί, και ο γενικότερος συναφής προβληματισμός, έχουν γενικότερο, και ελληνικό, ενδιαφέρον.

Οι ομιλητές λίγο-πολύ συμφώνησαν πως η υπερβολική έμφαση στον τομέα υπηρεσιών και στον χρηματοπιστωτικό τομέα και η συναφής αποβιομηχάνιση δημιουργούν «μία σειρά» στρεβλώσεις και αδιέξοδα: Εξωτερικά ελλείμματα, καθώς ο τομέας υπηρεσιών ανά μονάδα παραγόμενου προϊόντος εξάγει ένα υποπολλαπλάσιο αυτού που εξάγει η βιομηχανία` (προϊούσα) ανισοκατανομή του εισοδήματος σε πολλά επίπεδα, τόσο μεταξύ περιφερειών, όσο και μεταξύ τομέων (ο χρηματοπιστωτικός τομέας αμείβει πολύ γενναιόδωρα σε αντίθεση με την υπόλοιπη οικονομία), μεταξύ ανθρώπων και μεταξύ εργασίας-κεφαλαίου` και βέβαια ανεργία.

Ο πρώτος ομιλητής (πανεπιστημιακός) τόνισε μεταξύ άλλων την ανάγκη για εξειδικευμένες κλαδικές βιομηχανικές πολιτικές, για φορολογικές ελαφρύνσεις και άλλα προγράμματα εξειδικευμένα ανά τομέα, στοχευμένα στους τομείς και τις επιχειρήσεις που δείχνουν πιο ελπιδοφόροι/ες. Ο δεύτερος ομιλητής αναφέρθηκε εκτενώς στα εξωτερικά ελλείμματα, στο γεγονός ότι αυτά αναπόφευκτα πληρώνονται με εισροές κεφαλαίων που αγοράζουν την βιομηχανία. Ανέφερε χαρακτηριστικά πως το 80% της μεγάλης βρετανικής βιομηχανίας ανήκει σε ξένα κεφάλαια. (Από κάποιον αναφέρθηκε, με κάποια δόση υπερβολής ίσως, πως η Βρετανία είναι ουσιαστικά χρεοκοπημένη χώρα – αυτό μάλλον σε σχέση με τα συσσωρευμένα εξωτερικά ελλείμματα.) Ο ομιλητής τόνισε την ανάγκη για ριζική στροφή με έμφαση στην βιομηχανία, και για κατεδάφιση του μύθου (;) περί της Βρετανίας ως «μετα-βιομηχανικής κοινωνίας». Ο γ.γ. των εργατικών συνδικάτων συνέδεσε την έμφαση στην βιομηχανία με ανάπτυξη των ανθρώπινου κεφαλαίου και των δεξιοτήτων (αναφέρθηκε κάπου πως μηχανικούς βρίσκεις αλλά τεχνίτες όχι) και έξυπνες δημόσιες προμήθειες. Επίσης, έθεσε μεγάλο θέμα αλλαγής εταιρικής νοοτροπίας, την ανάγκη να θεσπισθούν σαφέστεροι κανόνες που να προάγουν την εντιμότητα, την διαφάνεια, την συμμετοχή όλων των ενδιαφερομένων πλευρών στην διοίκηση των επιχειρήσεων (διοίκησης, μετόχων, δανειστών, εργαζομένων ακόμα και περιοίκων), και την καταπολέμηση της βραχύβιας νοοτροπίας (βλ. παρακάτω). Τόνισε επίσης την ανάγκη να συνδεθούν οι βιομηχανικές πολιτικές με την καταπολέμηση των ανισοτήτων.

Ο τέταρτος ομιλητής, εκπρόσωπος των αυτοκινητοβιομηχανιών και συναφούς εμπορίου, επίσης τόνισε την ανάγκη για έμφαση στην βιομηχανία και ειδικά την υψηλής τεχνογνωσίας. Τόνισε την ανάγκη για επένδυση στις δεξιότητες (δηλαδή εκπαίδευση αλλά συνοδευόμενη και από θεσμοθετημένη μαθητεία), επενδύσεις, ενίσχυση της τεχνολογικής έρευνας με διάφορους τρόπους συμπεριλαμβανομένης της συνεργασίας μεταξύ εταιριών και πανεπιστημίων. Έδωσε επίσης έμφαση στην αλλαγή νοοτροπίας, από μία κουλτούρα που βασίζεται στην βραχυπρόθεσμη χρηματιστηριακή άνοδο (και που οδηγεί σε αστάθεια και αποδεκάτισμα των επιχειρήσεων παρά σε επενδύσεις) προς μία μακροπρόθεσμη προοπτική βασισμένη στην δημιουργία προστιθέμενης αξίας, και μακροχρόνιας κερδοφορίας. Οι χρηματοπιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να ενθαρρυνθούν να αποκτήσουν αυτή την οπτική γωνία. Έδωσε επίσης έμφαση στην εξειδικευμένη και στοχευμένη βιομηχανική πολιτική προσανατολισμένη σε τομείς-κλειδιά, και πανεπιστημιακή έρευνα προσανατολισμένη στις ανάγκες της βρετανικής οικονομίας. Τέλος, κάλεσε προς μία συσστράτευση για τον επηρεασμό της Ευρωπαϊκής πολιτικής προς αυτές τις κατευθύνσεις, πολιτικής που θεωρεί που κατευθύνεται από το αγροτικό λόμπυ και την ανάγκη προστασίας της γεωργίας.

Ο τελευταίος ομιλητής, σκιώδης Υπουργός των Εργατικών, τόνισε την ανάγκη για ένα βιομηχανικό μοντέλο που δίνει έμφαση στην εξειδικευμένη γνώση και την υψηλή προστιθέμενη αξία. Οι τομείς της πληροφορικής, ψηφιακής οικονομίας και της βιωσιμότητας (ανανεώσιμες πηγές, ανκύκλωση, νέες τεχνολογίες ενέργειας) θεωρεί πως είναι κλάδοι αιχμής. Το κράτος θα πρέπει να παίξει στρατηγικό ρόλο μέσω των δημοσίων προμηθειών (και των προγραμματικών συμφωνιών, θα προσθέταμε εμείς). Ο ομιλητής τόνισε την σημασία της ύπαρξης σταθερών κανόνων ώστε να ενθαρρυνθεί η ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας. Το Εργατικό Κόμμα βρίσκεται σε διαδικασία ευρείας ανασκόπησης και αναθεώρησης της πολιτικής του στον βιομηχανικό τομέα.

Με άλλα λόγια, οι ομιλητές, εκρποσωπώντας ένα αρκετά ευρύ φάσμα οικονομικών και κοινωνικών εταίρων, συνέπεσαν στις βασικές θέσεις σχετικά με το πως θα πρέπει να μοιάζει η οικονομία του αύριο εάν η Βρετανία επιδιώκει να αντιμετωπίσει με αξιώσεις τις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης. Στην συζήτηση με το κοινό που ακολούθησε αναπτύχθηκαν και κάποια άλλα πολύ ενδιαφέροντα θέματα – όπως και κάποιες αναπόφευκτες αδυναμίες. Τονίστηκε η ευτυχής σύμπτωση απόψεων που προαναφέρθηκε, αλλά και και η ανάγκη να σφυρηλατηθεί παραπέρα ευρεία συμμαχία κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων πάνω στις κατευθύνσεις αυτές. Πρέπει να είμαστε αισόδοξοι, τονίστηκε, και να έχουμε την διάθεση να πάρουμε μελετημένα ρίσκα. Ο ρόλος του κράτους είναι κρίσιμος, καθώς δίνει τον τόνο και την κατεύθυνση` το κράτος όμως θα πρέπει να αποφύγει την διττή παγίδα είτε της «σφιχτής» καθοδήγησης είτε της αδράνειας. Το (φυσικό) περιβάλλον και οι απαιτήσεις του αποτελούν πρόκληση αλλά και ευκαιρία. Τέλος, πρέπει να ληφθεί υπ’ όψη το διεθνές περιβάλλον, θεσμικό και άλλο. Η χώρα υπόκειται σε Ευρωπαϊκές και διεθνείς συνθήκες που ρυθμίζουν και περιορίζουν την εθνική πολιτική σε πολλούς τομείς, όπως εμπορίου, βιομηχανικής πολιτικής, κρατικών προμηθειών. Επίσης, μεγάλο τμήμα του πιο δυναμικού κομματιού της βρετανικής βιομηχανίας ανήκει σε ξένους, και άρα υπόκειται στα δικά τους κελεύσματα και τους δικούς τους σχεδιασμούς.

Τέτοιο εγχείρημα ουσιαστικής αναδιάρθρωσης της οικονομίας δεν είναι απλό ούτε εύκολο, ούτε βέβαια η επιτυχία του εγγυημένη. Όπως έχουμε επισημάνει σε αυτές εδώ τις σελίδες, απαιτεί πάνω απ’ όλα θυσίες, διότι οι επενδύσεις και οι άλλοι απαιτούμενοι πόροι θα βρεθούν μόνο με μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης. Οι θυσίες με την σειρά τους απαιτούν καθολικότητα και δικαιοσύνη, και μίνιμουμ συναινέσεις. Εδώ εντοπίζεται μία πρώτη, αλλά θεμελιακή δυσκολία.Η πρόταση που γίνεται εδώ είναι η στρατηγική αυτή να διακηρυχθεί προς πάσα κατεύθυνση, τόσο μέσα στην βουλή όσο και με τους κοινωνικούς εταίρους, με επισημότητα και σε πνεύμα κοινωνικού συμβολαίου. Π.χ., ο πρωθυπουργός απευθύνεται στον ΣΕΒ λέγοντας εμείς σας στηρίζουμε, μηδενίζουμε τον φόρο στα κέρδη που επενδύονται (προσοχή) εντός της χώρας είτε ο,τιδήποτε άλλο, αλλά περιμένουμε και από εσάς αν όχι απτά αποτελέσματα, τουλάχιστον μία διακηρυγμένη στρατηγική αναθέρμασης των εγχώριων επενδύσεων. Γενικά, τονίστηκε η ανάγκη να είμαστε αισιόδοξοι (βασισμένοι και στην αισιοδοξία της γνώσης αλλά και κυρίως στην αισιοδοξία της βούλησης, θα μπορούσαμε να προσθέσουμε, επικαλούμενοι τον Γκράμσι – ξέρουμε ότι δεν είναι εύκολο αλλά θα το παλέψουμε γιατί δεν γίνεται αλλιώς).

Έπειτα, λέμε «βιομηχανία» και θεωρούμε ότι είμαστε σαφείς, όμως στην πράξη δεν είναι έτσι. Αυτό φάνηκε ανάγλυφα όταν κάποια στιγμή ένας ομιλητής είπε χαρακτηριστικά ότι δεν θα πρέπει να κάνουμε διακρίσεις, αν μπορούμε να πουλάμε στην Κίνα ξυλάκια φαγητού, τότε αυτό πρέπει να κάνουμε. Για να τον διορθώσει άλλος ομιλητής (ο εκπόσωπος των αυτοκινητοβιομηχανιών) λέγοντας ότι πρέπει να δοθεί έμφαση μόνο στους τομείς υψηλής τεχνογνωσίας. Επίσης, δεν είναι σαφές σε ποιό βαθμό όλοι συμφωνούν ότι θα πρέπει να υπάρξει μεγαλύτερος βαθμός κοινωνικού ελέγχου στις επιχειρήσεις, είτε περισσότερη μακροπρόθεσμη προοπτική, είτε βέβαια καταπολέμηση των ανισοτήτων. Στην Ελλάδα τώρα, έχουμε τομείς παραδοσιακούς (γεωργία, τουρισμός, ναυτιλία) και σχετικά μεγάλους και με μεγάλο περιθώριο βελτίωσης. Είναι όχι μόνο ουτοπικό αλλά και λάθος να τους περιφρονήσουμε. Νομίζω πως η δική μας στρατηγική θα πρέπει να είναι σύνθετη: Έμφαση στην εξωστρέφεια, την υψηλή ποιότητα των υπηρεσιών, την δημιουργία προστιθέμενης αξίας, απασχόλησης και την μεταφορά τεχνογνωσίας. Αυτό αγκαλιάζει αρκετούς τομείς, τους παραπάνω αλλά και την βιομηχανία και τις ανανεώσιμες πηγές. Εξετάζουμε το συγκριτικό πλεονέκτημα χωρίς να παίρνουμε τίποτα ως θέσφατο. Δημιουργούμε πόλους ανάπτυξης (ενδεχομένως με την ενθάρρυνση εθνικών πρωταθλητών – κάτι που σε κάποιον ομιλητή δεν άρεσε, στον Ντέναμ νομίζω) ελέγχοντας όμως εάν τα επιχειρήματα που καλούν σε στήριξη είναι γνήσια ή απλά τερτίπια των λόμπυ. Παραπέρα, θα πρέπει να τονισθεί ότι αναδιάρθρωση δεν σημαίνει δαιμονοποίηση άλλων τομέων της οικονομίας. Το τίμιο μεροκάματο είναι πάντα αξιέπαινο απ’ όπου κι αν προέρχεται, άλλωστε δεν μπορούν να βρεθούν θέσεις εργασίας μόνο στην βιομηχανία ή σε έναν-δυό άλλους τομείς, απαιτείται προσπάθεια σε όλα τα μέτωπα και όπου αποδώσει. Αλλά σε επίπεδο κρατικής πολιτικής, εκεί που αποφασίζεται στρατηγικά που θα διατεθούν επενδυτικοί ή εκπαιδευτικοί πόροι, οι προτεραιότητες θα πρέπει να είναι σαφείς.


Σχετικές ιστοσελίδες:

http://www.cresc.ac.uk/news/news-from-cresc/house-of-commons-event-rebuilding-the-british-economy
http://www.guardian.co.uk/business/audio/2011/feb/09/business-podcast-future-british-manufacturing
http://www.erafoundation.org/

Tuesday 1 February 2011

Μεσοπρόθεσμο σχέδιο για την οικονομία

Την νύχτα που σκότωσα μέσα μου τις πιο μεγάλες μου αυταπάτες
Μανόλης Αναγνωστάκης


Ήρωά μου, αίνιγμά μου, ανθρωπάκο καθημερινέ!
Σ’ έχω συνεταίρο/ για τα περαιτέρω,/ ένοχε μαζί κι αθώε μου εαυτέ!...
Μανόλη Ρασούλη, τραγούδι Β. Παπακωνσταντίνου

Ήταν παγιδευμένοι στη μικρή πολιτεία και στη μεγάλη αμηχανία τους.
Γιόζεφ Ροθ, Το εμβατήριο Ραντέτσκυ, μτφ. Δ. Δημοκίδης, Εκδόσεις Ροές 2009, σ.141

Οι άνθρωποι που έχουν ευνοηθεί με τέτοιου είδους κατάρα δεν ξέρουν ούτε πόσα έχουν, ούτε πόσα ξοδεύουν. Αντλούν μόνιμα από μιαν αόρατη πηγή. Δεν κάθονται να υπολογίσουν. Έχουν την πεποίθηση ότι η περιουσία τους αποκλείεται να είναι μικρότερη από την μεγαλοψυχία τους.
Στο ίδιο, σ. 392

-Μωρέ κεφαλές του χωριού! Μουρμούρισε ο Μανολιός κι αναστέναξε. Ο ένας ροχαλίζει, ο άλλος μεθοκοπάει, διαβάζει ο άλλος, κι ο γερο-εξηνταβελόνης κάθεται και κλωσάει τα φλουριά του...
Νίκου Καζαντζάκη Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται, εκδόσεις Ελ. Καζαντζάκη 1974, σ. 40


[Δ]ύσκολο δρόμο παίρνουμε, Πέτρο, θα μας ριχτούν οι ανθρώποι, ποιός θέλει τη σωτηρία του; Πότε σηκώθηκε ένας προφήτης να σώσει το λαό κι ο λαός δεν τον λιθοβόλησε; Δύσκολο δρόμο παίρνουμε, κράτα στα δόντια την ψυχή σου, Πέτρο, μη φύγει [.]
Νίκου Καζαντζάκη, Ο τελευταίος πειρασμός, Εκδόσεις Καζαντζάκη 2008, σ. 303

Μια φωνή μου λέει προχώρα,/ δεν τελειώνει εδώ η χώρα.
Τα μεγάλα μου λάθη, μουσική Γ. Σπάθας, στίχοι Λ. Νικολακοπούλου, τραγούδι Β. Λέκκας


Ο παπα-Φώτης έσυρε πάλι φωνή: -Δεν θα χαθούμε! Χιλιάδες χρόνια ζούμε, χιλιάδες ακόμα θα ζήσουμε. ... «Τι καπετάν παπάς και τούτος! Συλλογίστηκε ο καπετάν Φουρτούνας. Τι φωτιά, τι κέφι, τι κουράγιο, ο αφιλότιμος.»
Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται, όπως παραπάνω, σ. 43.


«Πιστεύω ότι θα τα καταφέρουν», λέει ο Αλ Χόλαντ, ψυχολόγος της ΝΑSΑ που βοηθά στην επιχείρηση. «Αυτοί οι άνδρες [Σημ.: οι εγκλωβισμένοι μεταλλωρύχοι στο Σαν Χοζέ της Χιλής] είναι γενναίοι, ανθεκτικοί και έδειξαν ότι μπορούν να οργανωθούν. Κρατούν την τύχη τους στα χέρια τους». [NEA 6-9-10 – Σημ.: Αυτή η πρόβλεψη έγινε περίπου ενάμισυ μήνα πριν την επιτυχή διάσωση των εγκλωβισμένων, όταν η έκβαση της προσπάθειας διάσωσης ήταν ακόμα τελείως αβέβαιη.]


«Τότε ήταν διαφορετικά τα πράγματα», απάντησε ο Σκόβρονεκ. «Ούτε καν ο Κάιζερ φέρει σήμερα την ευθύνη για τη μοναρχία του. Ακόμη κι ο Θεός μοιάζει σήμερα πλέον απρόθυμος να σηκώσει στις πλάτες του την εθύνη για τον κόσμο. Παλιά ήταν πολύ ευκολότερα τα πράγματα! Τα πάντα ηταν εξασφαλισμένα. Το κάθε πετραδάκι βρισκόταν στη θέση του. Οι δρόμοι της ζωής ήταν καλοστρωμένοι. Σήμερα όμως, κύριε Περιφερειακέ, οι πέτρες βρίσκονται πεταμένες εδώ κι εκεί μέσα στο δρόμο, οι σκεπές έχουν τρύπες και μέσα στα σπίτια βρέχει, κι ο καθένας πρέπει να βρει μόνος του τι δρόμο θα τραβήξει και σε ποιό σπίτι θα πάει να μείνει. [...]»
Το εμβατήριο Ραντέτσκυ, όπως παραπάνω, σ. 359

Η καρδιά χτυπάει πάντα αριστερά...
Όσκαρ Λαφονταίν
...μα το μυαλό είναι στο κέντρο.
ΧΤ



16 μήνες μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, η κατάσταση στον οικονομικό τομέα (όπως και συνολικότερα) εμφανίζεται συγκεχυμένη. Έχει επιτευχθεί αδιαμφισβήτητη πρόοδος στα δημόσια οικονομικά. Μέσα σε σχεδόν ένα χρόνο έχει περάσει ένα πακέτο λιτότητας που θα ζήλευαν και οι πιο αποφασισμένες κυβερνήσεις και συνειδητοποιημένες κοινωνίες (ή και οι πιο φανατικοί υπέρμαχοι του νεοφιλελευθερισμού), πράγμα που αναγνωρίζεται και από την μεταστροφή του κλίματος στο εξωτερικό, Το πακέτο διάσωσης βρίσκει μιμητές στην Ιρλανδία και ενδεχομένως και αλλού, οι κεφαλές της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας οικονομικής δικυβέρνησης πηγαινοέρχονται στην Αθήνα, ενώ η κρίση τείνει να εξελιχθεί σε συστημική του ευρώ (με ευθύνη όχι μόνο δική μας). Το κλίμα στο εσωτερικό είναι σχετικά ήπιο, δεδομένων των σκληρών μέτρων, και ο ελληνικός λαός έχει δείξει πρωτοφανή ωριμότητα, όμως ο κίνδυνος γενικευμένης αμφισβήτησης και κοινωνικών εκρήξεων δεν έχει αποσοβηθεί πλήρως (όπως μας θύμισε και το επεισόδιο της Νομικής). Τα επεισόδια στην Βρετανία τα σχετικά με το Πανεπιστήμιο εκεί δείχνουν η νεανική (κυρίως) οργή και βία εξαπλώνονται, σηματοδοτώντας το τέλος των κοινωνιών της συναίνεσης.

Παρά την πρόοδο στα δημόσια οικονομικά όμως, η κατάσταση δεν λέει να ξεκαθαρίσει. Το πρόβλημα είναι διπλό: Πρώτα, όπως εύστοχα έγραψε ο Γιάννης Πρετεντέρης στα ΝΕΑ της 31-1-2011, λύσαμε το πρόβλημα του ελλείμματος αλλά όχι και του χρέους. Δεύτερο, η Ελλάδα σημείωσε το 2010 αρνητική ανάπτυξη της τάξης του -5%, με όλες τις συνέπειες στην ανεργία, κλείσιμο επιχειρήσεων, εισοδήματα, κλπ. Και στα δύο αυτά μείζονα προβλήματα κομβικό εμφανίζεται το ζήτημα της ανάπτυξης. Αυτή τελικά ρυθμίζει και την εξέλιξη του χρέους, ως ποσοστό επί του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ). Δείτε γιατί: Η μεταβολή του λόγου χρέους-ΑΕΠ ισούται με το έλλειμμα (% επί του ΑΕΠ) μείον το γινόμενο χρέος (% επίτου ΑΕΠ) επί τον ρυθμό ανάπτυξης. Η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου κατάφερε με τις προσπάθειές της να μειώσει το έλλειμμα από 15% σε 9% (περίπου) του ΑΕΠ, κέρδος της τάξης του 6%. Παράλληλα όμως, ο ρυθμός ανάπτυξης -5% επί το χρέος (=150% του ΑΕΠ) μας δίνουν μεταβολή του χρέους = 9% - 1.5 χ (-5%) = 16.5%. Δηλαδή το χρέος (% επί του ΑΕΠ) συνεχίζει να ανεβαίνει ραγδαία, όχι μόνο γιατί συνεχίζει να υπάρχει έλλειμμα αλλά και γιατί συρρικνώνεται το ΑΕΠ στη βάση του οποίου υπολογίζεται τελικά ο βαθμός χρέωσης της χώρας. Αλλά όχι μόνο αυτό: Το κέρδος από την μείωση του ελλείμματος ισοφαρίζεται και με το παρπάνω από τον αρνητικό ρυθμό ανάπτυξης. Δηλαδή, θα είμασταν καλύτερα (όσον αφορά το λόγο χρέους-ΑΕΠ) εάν είχαμε π.χ. το παλιό έλλειμμα (15%) με στάσιμο (αλά όχι πτωτικό) ΑΕΠ (15%-1.5χ0=15%). Έτσι, αναδεικνύονται δύο μείζονα θέματα που ήδη καθορίζουν την ατζέντα αλλά και θα την καθορίζουν στον μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, δηλαδή η μεθοδολογία και οι τεχνικές διαχείρισης του χρέους, και η στρατηγική της ανάπτυξης. Το βασικό ερώτημα που αναφύεται είναι τι είδους ανάπτυξη ζητάμε. Το κεντρικό νόημα του παρόντος σημειώματος είναι ότι δεν μπορεί να είναι κρατικοδάιτη ανάπτυξη του τύπου «χρήμα στην αγορά», πρέπει να είναι εξωστρεφής, καινοτόμος, δυναμική, βιώσιμη ανάπτυξη.

Ο σκοπός αυτού του σημειώματος (που γράφεται εδώ και πολύ καιρό) είναι να προτείνει κάποιους βασικούς άξονες προβληματισμού για το πολιτικο/ιδεολογικό υπόβαθρο του Μνημονίου αλλά και του εθνικού σχεδίου ανασυγκρότησης, και να συμβάλει στο μέτρο του δυνατού στον προβληματισμό για το πώς μπορούν τα πράγματα να προχωρήσουν στο εξής.


Ι. ΠΟΛΙΤΙΚΗ/ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑΣ

Έχει γραφτεί επανειλλημμένα πως πολιτικό σχέδιο εξόδου από την κρίση δεν υπάρχει. Το Μνημόνιο δεν αποτελεί ολοκληρωμένο σχέδιο, του λείπει η ιδεολογική και πολιτική κάλυψη. Δύσκολο να διαφωνήσει κανείς: Το Μνημόνιο αποτελεί μόνο το επιχειρησιακό τμήμα του σχεδίου, και μάλιστα θα έλεγε κανείς ότι είναι λιγότερο πειστικό στο καθ’ εαυτού νεοφιλελεύθερο μέρος του – φιλελευθεροποίηση της αγοράς εργασίας, ιδιωτικοποιήσεις (όπως-όπως) – απ’ ό,τι στο σκέλος της δημοσιονομικής εξυγίανσης. Βέβαια, υπάρχει ένα βασικό ελαφρυντικό για το ότι το κυβερνών κόμμα (ούτε κανείς άλλος βέβαια) δεν έχει εκπονήσει ένα τέτοιο σχέδιο, κι αυτό είναι το καινοφανές των συνθηκών. Η βραχύβια πλην ολέθρια διακυβέρνηση Καραμανλή επέτεινε και ανέδειξε όλα τα αδιέξοδα (κυρίως οικονομικά, αλλά και ευρύτερα κοινωνικά) όλης της μεταπολεμικής/μεταπολιτευτικής Ελλάδας: Επίπλαστη ευμάρεια, συρρίκνωση της παραγωγικής/βιομηχανικής βάσης, επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας κυρίως σε σχέση με διεθνείς συγκρίσεις, αδυναμία διαχείρισης της παγκοσμιοποίησης, όλ’ αυτά ενώ η δυναμική της σύγκλισης τείνει να εξαντληθεί και ενώ η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη πνέει τα λοίσθια (όπως έδειξε και η κρίση), δημογραφική κατάρρευση με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την κοινωνική ασφάλιση, υπερδιόγκωση ενός αντιπαραγωγικού κρατικού τομέα, ελλείμματα εσωτερικά και εξωτερικά, προϊούσα ανισοκατανομή εισοδήματος και «οριζόντια» και μεταξύ γενεών, γενικευμένη φαυλότητα, περιβαλλοντική υποβάθμιση. Όλ’ αυτά ανεφύησαν «ξαφνικά» - τι βολικός μύθος. Δεν πήρε είδηση κανείς μας ότι γύρω μας κτίστηκαν καβαφικά (και ασφυκτικά) τείχη. Αλλά τέλος πάντων, η αδυναμία κατανόησης των παραπάνω ασφαλώς φέρνει και αδυναμία εκπόνησης ενός προγράμματος και ιεράρχησης των προτεραιοτήτων.

Νομίζω πως η εκπόνηση σωστού σχεδίου ξεκινάει από την νηφάλια περιγραφή της κρίσης. Η τωρινή κρίση είναι απλά η κορυφή του παγόβουνου, το επιστέγασμα μιάς σειράς άλλων, βαθύτερων αδυναμιών όπως περιγράφτηκαν συνοπτικά πιο πάνω. Όπως ίσως θα πρέπει να αναλυθεί πιο διεξοδικά αλλού, κανένα από τα βαθύτερα αυτά προβλήματα δεν είναι πρόβλημα «ελλείμματος ζήτησης», το οποίο εντόπισε ο Κέυνς ως την βασικη γενεσιουργό αιτία της μεγάλης οικονομικής κρίσης του Μεσοπολέμου, και πάνω στην οποία βασίστηκε η λογική του κεϋνσιανισμού. Στις περισσότερες βιομηχανικές χώρες υπάρχει πλεόνασμα, όχι έλλειμμα, ζήτησης, το οποίο αντανακλάται ευθέως άλλωστε και στο εξωτερικό έλλειμμα (τρεχουσών συναλλαγών). Έτσι, κατά την ταπεινή μου γνώμη που ενδέχεται να γίνει αντικείμενο σφοδρής κριτικής καθώς σπάει ταμπού, ο κεϋνσιανισμός δεν προσφέρει πλέον γενικό οδηγό πλεύσης για τις (μετα-;)βιομηχανικές χώρες του πρώιμου 21ου αιώνα. Ο κεϋνσιανισμός έχει κάτι χρήσιμο να πει για την ύφεση που δημιουργείται από τις περικοπές, αλλά όχι για το πώς βελτιώνονται οι διαρθρωτικές αδυναμίες που αναφέρθηκαν. Ούτε βέβαια ασπάζομαι τους νεοφιλελεύθερους, μονεταριστές ή άλλους. Η αλήθεια είναι (νομίζω) πως δεν υπάρχει «γενική θεωρία» για να μας οδηγήσει σήμερα όχι μόνο για το πώς θα ξεπεραστεί η κρίση αλλά και για το μετά.

Όχι μόνο δεν προσφέρει πυξίδα ο κεϋνσιανισμός, αλλά η κεντρική του λογική (ότι η επεκτατική πολιτική ενεργού ζήτησης αποτελεί το κλειδί για τη επίλυση της ύφεσης) αντιβαίνει στην επίλυση των διαρθρωτικών αδυναμιών. Η βελτίωση των κεντρικών διαρθρωτικών αδυναμιών (η παραγωγική αναδιάρθρωση σε πιο εξωστρεφή και δυναμική κατεύθυνση, η άνοδος της παραγωγικότητας, η μείωση των εσωτερικών και εξωτερικών ελλειμμάτων) απαιτεί (δυστυχώς) περισσότερες αποταμιεύσεις και επενδύσεις, και μείωση της κατανάλωσης, ιδιωτικής και κρατικής. Δεν είναι ικανοί όροι αυτοί, χρειάζονται και πολλά άλλα, όπως μελετημένη και συνεπής κεντρική καθοδήγηση, κινητοποίηση της κοινωνίας, κλπ. Αλλά η μείωση της κατανάλωσης και η αύξηση αυτών «που βάζουμε στην άκρη» (για το μέλλον και για να αυγαταίνει το βιός) είναι αναγκαίος όρος. Δεν γίνεται αλλιώς. Και εδώ λοιπόν έγκειται η ελληνική τραγωδία. Ο κατηραμένος όφις του Μνημονίου δεν είναι καθόλου κατηραμένος, αλλά μας δείχνει τον δρόμο που πρέπει να βαδίσουμε στο μέλλον, από μόνοι μας και όταν ακόμα απαγκιστρωθούμε από την επιτήρηση, εάν βέβαια σαν κοινωνία συνολικά βρούμε το θάρρος να οργανωθούμε ανάλογα, και δεν αφήσουμε τα πράγματα στην τύχη.

(Για να το ελαφρύνουμε και λίγο, ας θυμηθούμε έναν μύθο του Αισώπου. Ήταν ένα αγρόκτημα λοιπόν, όπου κάθε πρωΐ, ο κόκορας λαλούσε στις έξι, και οι κυρά του σπιτιού ξύπναγε τους υπηρέτες για να πάνε στο παζάρι. Κάποια μέρα, οι υπηρέτες απηυδισμένοι σφάξανε τον κόκορα για να γλυτώσουνε το πρωϊνό ξύπνημα. Όμως, η κυρά δεν εφησύχασε. Τώρα πρέπει να έχω μόνη μου το νου μου, σκέφτηκε. Και ξύπναγε τους υπηρέτες τώρα πια από τις πέντε για να μην τους πάρει ο ύπνος και αργήσουν. Λοιπόν βάλτε στη θέση του κόκορα την τρόϊκα, και της κυράς το μυαλωμένο τμήμα του ελληνικού λαού και των υπηρετών το άμυαλο, να δούμε τι βγαίνει. Το «ηθικό δίδαγμα» είναι ότι θα κάνουμε ό,τι χρειαστεί και ακόμα περισσότερο για να διασφαλίσουμε το μέλλον της χώρας.)

Επίσης, η ελληνική κρίση έχει μία ιδιομορφία και ουσιαστική διαφορά από αυτή άλλων χωρών. Το χάλι των δημοσίων οικονομικών δεν έγινε για να τονωθούν οι τράπεζες (οι ελληνικές τράπεζες δεν είχαν τις αδυναμίες των ξένων τραπεζών) αλλά ως αποτέλεσμα χρόνιας κακοδιαχείρισης με ολέθριο βέβαια επιστέγασμα την πενταετία 2004-9. Επίσης, η κατάσταση των ελληνικών δημοσίων οικονομικών δεν περιγράφεται ως απλά κρίση, αλλά ως οριακό σημείο. Έτσι, ενώ στην υπόλοιπη Ευρώπη και στις ΗΠΑ υπάρχει η ηθική, πολιτική και οικονομική δυνατότητα για κεϋνσιανου τύπου αντιμετώπιση της ύφεσης (όπως πρεσβεύει π.χ. ο Πωλ Κρούγκμαν), τέτοια δυνατότητα στην Ελλάδα απλά απουσιάζει εντελώς. Δυστυχώς, δεν υπάρχει «Σχέδιο Γ» (όπως αναζητούσε ο Δ. Μητρόπουλος στα ΝΕΑ της 30/9 πάλι), δεν υπάρχει μαγικό ραβδί ούτε βασιλική οδός. Ο δρόμος της δημοσιονομικής εξυγίανσης ειναι μονόδρομος - η πτώχευση θα έχει πολλαπλώς οδυνηρότερα αποτελέσματα.

Πρέπει τέλος να κατεδαφίσουμε το επιχείρημα ότι με το Μνημόνιο ευημερούν οι αριθμοί αλλά πάσχουν οι άνθρωποι. Αυτή η ρήση (του γερο-Παπανδρέου) υπήρξε ίσως εύστοχη στην εποχή της όταν πράγματι η οικονομική πρόοδος δεν έβρισκε αντανάκλαση στο βιοτικό επίπεδο του μέσου ανθρώπου. Όμως, η ρήση δεν έχει καθολική εφαρμογή, και στην ακραία της μορφή, είναι λαϊκισμός. Τι είναι οι «αριθμοί»; Οι αριθμοί (εάν είναι αξιόπιστοι βέβαια!) εκφράζουν το σύνολο. Το σύνολο δεν ισούται (όπως φαίνεται εκ πρώτης όψεως) με το άθροισμα των μερών. Ένα συν ένα κάνει όχι δύο αλλά ζευγάρι, ρούχα μαζί που πλύθηκαν κι έχουν γίνει ροζ, για να θυμηθούμε και το τραγούδι. Δέκα εκατομμύρια κάνουν μία κοινωνία με διαφορετικά χαρακτηριστικά από μία άλλη φαινομενικά ομοειδή. Και, τι είν’ η πατρίδα μας; - αναρωτιέται ο ποιητής. Μην είναι οι κάμποι της και τ’άσπρα της ψηλά βουνά, κλπ.; Όλα πατρίδα μας, κι αυτά κι εκείνα, και (εδώ είναι το σημαντικό) κάτι πούχουμε μες την καρδιά. Το σύνολο λοιπόν διέπεται από χαρακτηριστικά, θεσμούς, κουλτούρα, εθιμικά εμπεδωμένους κανόνες (και βέβαια ψυχολογία και ιδεολογία, όπως στο ποίημα) που κάνουν ένα σύνολο ενδεχομένως να διαφέρει από ένα άλλο ακόμα και εάν έχουν κοινά άλλα χαρακτηριστικά όπως μέγεθος, παραγωγικότητα, ανθρώπινο κεφάλαιο, κλπ. Η θεωρία λέει πως το σύνολο είναι μία ισορροπία κατά Νας (για την οποία ο αναγνώστης μπορεί να δει άλλη καταχώρηση), η οποία διαφέρει από το άθροισμα των μερών. Αυτές οι διαφορές φυσικά αποτυπώνονται και στο οικονομικό πεδίο. Οι «αριθμοί» λοιπόν εμφανίζουν την εικόνα του συνόλου που διαφέρει από το άθροισμα των εμπειριών (και το ατομικό βιοτικό επίπεδο) των «ανθρώπων». Π.χ. το σύνολο (και η αποτυπωμένη εικόνα του στους αριθμούς) μπορεί να είναι τέτοιο που να μπορεί βάσιμα να κάνει τους ανθρώπους να προσδοκούν ένα καλύτερο μέλλον. Ή, σε μία άλλη οικονομία με το ίδιο ατομικό βιοτικό επίπεδο των ανθρώπων, το σύνολο μπορεί να είναι τέτοιο που να ωθεί τα άτομα προς τα κάτω. Όπως έχουμε πει κι αλλού, η ευημερία των ατόμων πρέπει να εδράζεται πάνω και να περνάει μέσα από την ευημερία του συνόλου, και όχι να πηγαίνει ενάντια σ’ αυτήν. Είκοσι χρόνια μετά τη ρήση του Γεωργίου Παπανδρέου, άρχισαν να ευημερούν και οι άνθρωποι (επί Ανδρέα Παπανδρέου). Σε σημείο μάλιστα που να αρχίσουν να υποφέρουν οι αριθμοί. Το τι σημαίνει αυτό για την ευημερία τελικά των ανθρώπων χρειάστηκε άλλα είκοσι χρόνια για να το διαπιστώσουμε (επί Γιώργου Παπανδρέου, στον οποίο έλαχε ο κλήρος να βγάλει τα κάστανα από την φωτιά).

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτό που ζει σήμερα η Ελλάδα είναι πολύ οδυνηρό, ένας καφκικός εφιάλτης. Ένα ξαφνικό τσουνάμι αλλαγών σε όλο το φάσμα της οικονομικής ζωής, στα δημόσια οικονομικά, σφαλιστικό, εργασιακά, διάρθρωση του δημόσιου τομέα, αλλά και ύφεση, ανεργία, συμπαρασύρει μαζί του και το ηθικό της κοινωνίας, την εμπιστοσύνη της στους θεσμούς, στην ηγεσία της, στον εαυτό της τον ίδιο. Οι ηγεσίες (εκτός της κυβέρνησης σε ρόλο πεισματάρη, γενναίου αλλά κάπως απρόθυμου διαχειριστή) εμφανίζονται ανίκανες να εξηγήσουν γιατί, να περιγράψουν και να εμπνεύσουν λύσεις. Και πολλοί, αγνοώντας και περιφρονώντας τα τεράστια επιτεύγματα των μεταπολεμιικών γενεών τα οποία δεν είναι εν πολλοίς αναστρέψιμα, κάνουν ό,τι μπορούν για να εμφυσήσουν στην κοινωνία ψυχολογία ήττας, ειδικά στους νεότερους.

Ασφαλώς είναι πολύ δύσκολο να αποδεχθεί κανείς με ενθουσιασμό αυτό που συμβαίνει τώρα. Όμως, ακόμα και ένα τμήμα της Αριστεράς (το πιο «πεφωτισμένο») βάζει θέμα αναδιάρθρωσης της παραγωγικής βάσης της χώρας, ως θεμελιακό όρο για να προχωρήσει η χώρα στη νέα εποχή και να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της κρίσης και της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Δεν είναι εύκολη υπόθεση. Απαιτεί οργανωμένο σχέδιο, κοινωνικό συμβόλαιο με καθολική και δίκαιη κατανομή των βαρών, και εθνική συναίνεση. Από την αριστερά, δίκαια ως ένα βαθμό αγανακτισμένη από την κρίση, απαιτεί μία διάθεση ιστορικού συμβιβασμού σε βάθος μιάς γενιάς, διάθεση να γίνουν υποχωρήσεις προκειμένου να αποσοβηθούν τώρα τα χειρότερα, και προκειμένου να μπορέσει αργότερα η χώρα να προσφέρει στα παιδιά μας ό,τι πρόσφερε και σε μας.


ΙΙ. ΜΕΣΟΠΡΟΘΕΣΜΟ ΣΧΕΔΙΟ

Η δημοσιονομική εξυγίανση ξεκίνησε το 2010 ελπιδοφόρα, με το έλλειμμα κατεβασμένο στο 9% (αν δεν κάνω λάθος) από το 15,6% (τελικά στοιχεία) του 2009, επίτευγμα ουκ αμελητέο. Τα προβλήματα όμως παραμένουν: Τα έσοδα εμφανίζουν υστέρηση (όπως δηλώνει και το μέτρο πανικού της «περαίωσης»), με αδυναμία πάταξης της φοροδιαφυγής και μείωση εσόδων λόγω ύφεσης. Στο σκέλος των εξόδων, επικρατεί η ίδια ή και μεγαλύτερη δυστοκία, καθώς εκεί ουσιαστική πρόοδος συναρτάται με την (ουσιαστική και επώδυνη) επανίδρυση του κράτους. Υπό το κράτος της ανάγκης για μείωση των εξόδων αλλά και κάτω από την πίεση της τρόικας, η κυβέρνηση επιχειρεί δραστικές παρεμβάσεις στις ΔΕΚΟ που θα είναι βέβαια πολύ οδυνηρές αλλά που (για να πούμε την ωμή αλήθεια) απλά αποσκοπούν στα αυτονόητα. Η ύφεση βαθαίνει με ό,τι αυτό συνεπάγεται (κλείσιμο επιχειρήσεων, απολύσεις, ανεργία), μείωση φορολογικών εσόδων και αύξηση επισφαλειών στις τράπεζες. Όλοι οι τομείς της οικονομικής δρστηριότητας έχουν «καθίσει» με ρυθμό της τάξης του -5% για το 2010. Παράλληλα, και παρά την γενική αναγνώριση (και στο εξωτερικό) ότι η Ελλάδα έχει προχωρήσει σε πολύ γενναία μέτρα δημοσιονομικής εξυγίανσης, τα επιτόκια των ομολόγων του δημοσίου παραμένουν σε ιδιαίτερα ψηλά επίπεδα (γύρω στο 10%). Και αυτό γίνεται για μία σειρά λόγους, όχι μόνο γιατί οι αγορές δεν αναγνωρίζουν θυσίες και προσπάθειες (που κι αυτό συμβαίνει, εφ’ όσον ο μόνος θεός που γνωρίζουν είναι το χρήμα), αλλά και και λόγω της ψυχολογίας τους που δίνει στα πράγματα μία δυναμική χιονοστιβάδας (λόγω αυτοεκπληρούμενης προφητείας, κλπ.), αλλά και γιατί θεμελιακά δεν ενδιαφέρονται απλά για μείωση του ελλείμματος αλλά για πρωτογενή πλεονάσματα.

Η αδήριτη αριθμητική του χρέους λέει ότι στο τέλος της τριετίας του Μνημονίου, το κρατικό χρέος θα βρίσκεται γύρω στο 150% του ΑΕΠ (υπολογίζοντας και την μείωση του παρονομαστή του κλάσματος, δηλαδή του ΑΕΠ, που θα επέλθει με την ύφεση), καθιστώντας ιδιαίτερα προβληματική έως αδύνατη την αυτοδύναμη εξυπηρέτησή του και την επιστροφή του ελληνικού δημόσιου τομέα στις διεθνείς χρηματαγορές χωρίς τα δεκανίκια της τρόικας. Πιστοποιώντας λοιπόν την πανθομολογούμενη αυτή δύσκολη κατάσταση, η τρόικα συζητά εδώ και καιρό το ενδεχόμενο να βοηθήσει την Ελλάδα και πέραν της τριετίας. Στην προοπτική αυτή φαίνεται ότι αντιδρούν οι Γερμανοί, ίσως όχι επί της αρχής αλλά γιατί δεν θέλουν να δεσμευτούν από τώρα. Φοβούνται (και μεταξύ μας: εύλογα) πως θα ισχύσει ο περίφημος «ηθικός κίνδυνος» της οικονομικής θεωρίας, δηλαδή ότι όταν η απειλή απομακρυνθεί, θα το ρίξουμε πάλι στο σορολόπ. Ή αλλιώς, ότι θα επαληθευτεί η παλιά ρήση δια στόματος Ντίνου Ηλιόπουλου το «στρίβειν δια του αρραβώνος» (Μνημονίου), ή αλλιώς «θα το παίξουμε Αλέκος» (κι έχουμε αρκετούς από αυτούς, αλλά πάει περίφημα και το «Αντώνης»!), ή αλλιώς δανεικά κι αγύριστα. Η αναβλητικότηα και δυστοκία γύρω από την ελληνική προσπάθεια έχουν τέλος να κάνουν και με τις αμφιταλαντεύσεις σχετικά μα την εξεύρεση συνολικής οικονομικής αρχιτεκτονικής για την Ευρώπη και το ευρώ.

Ίσως γι αυτούς τους λόγους δεν έχουμε πάρει μέχρι σιγμής σαφή δέσμευση επιμήκυνσης του Μνημονίου και της περιόδου αποπληρωμής του χρέους των 110 δις ευρώ. Από την άλλη, όλοι αναγνωρίζουν τις γενναιες προσπάθειες της κυβέρνησης και του ελληνικού λαού, βλέπουν και τα στοιχεία, και όταν έρθει «εκείνη η ώρα», πολύ δύσκολα θ αρνηθούν μία συντεταγμένη, οργανωμένη παράταση των χρονικών ορίων αποπληρωμής. Επίσης, κανείς δεν έχει συμφέρον να αποτύχει η ελληνική δημοσιονομική εξυγίανση, η πρώτη και πιο γενναία τέτοια προσπάθεια – αν αποτύχει, τι μήνυμα θα πάρουν όσες άλλες χώρες τυχόν βρεθούν σε ανάλογες δυσκολίες; Και ακόμα και σε σχέση με τις αγορές και τους ιδιώτες επενδυτές/κερδοσκόπους, αλλιώς θα διαπραγματευτείς επιμήκυνση εάν κάνεις μία γενναία και συστηματική προσπάθεια, και αλλιώς όταν μισο-κοροϊδεύεις. ‘Ετσι λοιπόν, ακόμα και αν έχει δίκιο ο διορατικός οικονομολόγος (αλλά και λάτρης της δημοσιότητας και γνωστή «Κασσάνδρα») Νουριέλ Ρουμπίνι, έχουμε τους όρους να προβούμε σε ελεγχόμενη αναδιάρθρωση του χρέους όταν και αν και σε όποιο επίπεδο αυτό χρειαστεί, έτσι ώστε να μην φαλκιδευτεί η όλη προσπάθεια. Αν αυτό λοιπόν είναι αλήθεια, τότε το όλο πλαίσιο αναφοράς της προσπάθειας ανασυγκρότησης αλλάζει, το άγχος απομακρύνεται, και ο ορίζοντας γίνεται μεσο-μακροπρόθεσμος και όχι μέχρι το 2013.

Η διαπίστωση αυτή δημιουργεί μία σειρά νέα δεδομένα. Στη συνέντευξή του στο ΒΗΜΑ της Κυριακής 19 Σεπτεμβρίου, ο Γερμανός μακροοικονομολόγος Γκούσταβ Χορν μίλησε για την ανάγκη εκπόνησης ενός μεσοπρόθεσμου σχεδίου εξόδου από την κρίση (χωρίς να είναι ιδιαίτερα διεξοδικός). Σε ανάλογο μήκος κύματος ο επίσης Γερμανός (και επιφανές μέλος κάποιου από τα ινστιτούτα οικονομικής πολιτικής που ασκούν σημαντική επιρρροή στη Γερμανία) Χανς Βέρνερ Σιν, και ο (άγνωστος σε εμένα), Γαλλο-αμερικανός «οικονομολόγος-φιλόσοφος» Γκυ Σορμάν («δείτε ποιά Ελλάδα θέλετε να έχετε σε 10 ή 20 χρόνια»). Κατά την γνώμη μου, η έμφαση που δίδουν στον μεσοπρόθεσμο ορίζοντα είναι ιδιαίτερα σημαντική, τοποθετεί τα πράγματα στο σωστό τους πλαίσιο. Βρίσκεται σε αντίθεση με την σιωπηρή αλλά γενική παραδοχή που επικρατεί σήμερα ότι όλα πρέπει να έχουν τελειώσει αισίως μέχρι το 2013, πράγμα που δημιουργεί άγχος και επιβάλλει βεβιασμένους και λανθασμένους προσανατολισμούς. Με βάση τον μεσοπρόθεσμο ορίζοντα μπορεί να σχεδιαστεί πιο αποτελεσματικά και νηφάλια η ανασυγκρότηση της οικονομίας. Αλλά επίσης, όλ’ αυτά σημαίνου ότι η λιτότητα αλλά ίσως και ο οικονομικός έλεγχος παρατείνονται, το πιθανότερο μακράν πέραν της τριετίας. Ακόμα πιο πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι οι ισχνές αγελάδες θα διαρκέσουν ίσως και δεκαετία, όπως επεσήμανε και ο εκλιπών κυβερνητικός σύμβουλος Τομάσο Παντόα-Σκιόπα.

Κατά την ταπεινή μου άποψη, οι άξονες πολιτικής σε αυτή την κατεύθυνση είναι:


Μεσοπρόθεσμος ορίζοντας

Συνεχίζουμε αμείωτη την προσπάθεια δημοσιονομικής εξυγίανσης σαν να πρόκειται να αποπληρώσουμε το δάνειο των 110 δις ευρώ στην ώρα του. Ουδεμία χαλάρωση της προσπάθειας, ουδεμία απόκλιση από τον στόχο. Και θα πρέπει να αποφεύγονται μισο-υποσχέσεις του είδους ότι θα δοθεί κοινωνικό μέρισμα σε ένα ή δύο χρόνια. Ασφαλώς και θα δοθεί εάν και όταν υπάρξει η άνετη δυνατότητα, αλλά εάν αρχίσουν τώρα τέτοιες υποσχέσεις, οι ανάλογες προσδοκίες θα έχουν λάβει μορφή χιονοστιβάδας μέχρι το 2013 (που θα είναι και εκλογική χρονιά), καθιστώντας την τήρηση των υπεσχημένων αδύνατη.

Όμως παρασκηνιακά διαπραγματευόμαστε την αναδιάρθρωση του χρέους και των 110 δις αλλά και του ιδιωτικού. Αυτό όχι γιατι δεν μπορούμε να αποπληρώσουμε αλλά για να κερδίσουμε έξτρα ανάσα από την μείωση των τόκων από την επιμήκυνση της περιόδου αποπληρωμής. Και νομίζω πως μπορούμε βάσιμα να ελπίζουμε πως και επιμήκυνση θα δοθεί από την τρόικα και θα μπορέσουμε να αναδιαρθρώσουμε ελεγχόμενα το χρέος που είναι σε ιδιωτικά χέρια. Δεν είναι ανάλγητοι οι ευρωπαίοι, εκτιμούν την προσπάθεια, απλά θέλουν να σιγουρέψουν ότι δεν θα υπάρξει εκτροχιασμός. Και με τις αγορές διαφορετικά θα διαπραγματευτείς όταν έχεις πραγματικά προσπαθήσει απ’ ότι αν έχεις αμελήσει.

Εξηγείται νηφάλια αλλά πειστικά στον ελληνικό λαό ότι οι θυσίες έχουν ορίζοντα δεκαετίας, και πριν την παρέλευσή της τα εισοδήματα (σε πραγματικούς όρους) δεν μπορούν να αποκατασταθούν στα προ της κρίσης επίπεδα. Η οδυνηρή αλλά απλή αλήθεια είναι ότι η άνοδος του βιοτικού επιπέδου τα τελευταία χρόνια ήταν πλασματική και δεν θα έπρεπε να έχει υπάρξει καν (για να μην βάλει την οικονομία σε κίνδυνο). Φυσικά, δεν θα έπρεπε να υπάρξει ούτε η ρεμούλα, η σπατάλη και γενική κακοδιαχείριση, αυτό είναι αυτονόητο. Το βασικό όμως είναι ότι η μητέρα όλων των μαχών από εδώ και μπρος είναι να κρατηθούμε στα τρέχοντα επίπεδα και να μην υπάρξει άλλο πισωγύρισμα. Για να γίνει αυτό, πρέπει να υπάρξει αυτοσυγκράτηση όπως περιγράφηκε πιο πάνω (μαζί με τους όρους της καθολικότητας και συλλογικότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης που έχουν αναλυθεί σε άλλα σημειώματα). Εάν αποδεχτούμε αυτόν τον ορίζοντα ως πλαίσιο αναφοράς, μπορούμε να σχεδιάσουμε την οικονομική ανασυγκρότηση χωρίς άγχος, έτσι ώστε όταν τα πράγματα τελικά επανέλθουν σε ανοδική φάση, να μιλάμε για μια οικονομία ισχυροποιημένη, χωίς τον κίνδυνο πισωγυρίσματος.


Αναδιοργάνωση του κράτους

Γίνονται ήδη πολλά, αλλά νομίζω πως πρέπει να γίνουν περισσότερα για την κινητοποίηση σε βάθος της κρατικής μηχανής (όπως και της κοινωνίας – αλλά αυτό είναι άλλο θέμα). Η σε βάθος αναδιοργάνωση του κρατικού τομέα εξυπηρετεί διττό στόχο, και την δημοσιονομική εξυγίανση, αλλά και την ανάδειξη της κρατικής μηχανής σε δύναμη προόδου και όχι τροχοπέδη της Ελλάδας. Εάν φαντασθούμε ποιά Ελλάδα θέλουμε σε 10 ή 20 χρόνια, όπως μας προτρέπει ο Γκυ Σορμάν, τότε θα έλεγα πως η ουσιαστική επανίδρυση του κράτους είναι μακράν η πρώτη προτεραιότητα (εκτός από την αποτροπή της πτώχευσης βέβαια). Η προσπάθεια αυτή θα πρέπει να συνεχισθεί με προγραμματική συνέπεια και βάθος, όχι μόνο για να βελτιωθούν τα δημόσια οικονομικά. Έτσι, ακόμα και στην απευκταία περίπτωση της πτώχευσης, θα έχει υπάρξει ουσιαστικό μακροπρόθεσμο κέρδος για την Ελλάδα.

Η αναδιοργάνωση του κράτους έχει βέβαια δύο όψεις: την ανάδειξη του κράτους σε επιτελικό όργανο της κοινωνίας, με προσφορά υψηλού επιπέδου υπηρεσιών που να προσάδει προς ένα σύγχρονο κράτος, με στήριξη αλλά και ρύθμιση και έλεγχο της κοινωνίας μέσα σε ένα λογικό πλαίσιο κόστους` και την πάταξη της φοροδιοφυγής, τόσο για λόγους εισπρακτικούς αλλά και για λόγους ευρύτερης κοινωνικής πολιτικής, διότι με εκτεταμένη φοροδιαφυγη δεν ξέρεις ποιός δικαιούται κοινωνικής στήριξης.

Η φορολογική πολιτική και πρακτική αποτελεί κομβικό θέμα εδώ, διότι συνδυάζει τις οπτικές γωνίες (και αδυναμίες) τόσο της αναδιοργάνωσης του κράτους όσο και της σχέσης πολιτικής με την δημόσια διοίκηση. Δεν γίνεται φορολογική πολιτική μόνο με το ΣΔΟΕ και την Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων, όσο σημαντικός και άν είναι ο ρόλος αυτών των μηχανισμών μέσα σε ένα ολοκληρωμένο φοροεισπρακτικό σύστημα. Οι πληροφορίες λένε ότι οι εφορίες είναι (τουλάχιστον, ήταν στις αρχές του φθινοπώρου) παράλυτες, οι παλαιοί προϊστάμενοι είναι ακόμα στις θέσεις τους, αλλά το κυριότερο, χωρίς αξιολόγηση, σωρίς σαφείς στόχους και εντολές. Το προσωπικό τελεί υπό διαρκή αβεβαιότητα μετάθεσης που όμως δεν πραγματοποιείται. Οι προϊστάμενοι των εφοριών και οι επιθεωρήσεις θα έπρεπε να είχαν αξιολογηθεί, τοποθετηθεί, κινητοποιηθεί με εγκυκλίους και σεμινάρια καιρό τώρα, και ριχτεί στην μάχη πάταξης της φοροδιαφυγής.

Νομίζω μπορούμε, και οφείλουμε, να το πούμε. Η κυβέρνηση φαίνεται πως πάσχει από κάποια περιφρόνηση προς την διοίκηση και τους υπηρεσιακούς παράγοντες, μία αίσθηση (που οι πολιτικοί σε γενικές γραμμές ίσως πάντα είχαν) ότι ο υπουργός και δύο σύμβουλοι-καπέλο στην υπηρεσία μπορούν να τα ρυθμίσουν όλα ενώ οι υπηρεσιακοί παράγοντες είναι ενοχλητικοί κομπάρσοι, αντίληψη που οδηγεί τελικά σε άγνοια των θεμάτων σε βάθος. Δεν λέμε, το ανθρώπινο κεφάλαιο στην διοίκηση στην Ελλάδα έχει γενικά αφεθεί να ξεπέσει σε χαμηλά επίπεδα, σε σημείο που δεν υπάρχει διοίκηση για να εφαρμόσει την κυβερνητική πολιτική, όμως υπάρχουν πάρα πολλοί φιλότιμοι, εργατικοί, γνώστες των θεμάτων, τελικά επαρκείς δημόσιοι υπάλληλοι. Και τέλος πάντων, αυτούς έχουμε, ο στρατηγικός στόχος είναι να ανεβάσουμε το ποιόν της διοίκησης, αλλά τώρα με αυτό που έχουμε θα προχωρήσουμε. Τα θέματα χρήζουν τεχνικής μελέτης που ξεπερνούν τους ορίζοντες και τις δυνατότητες μεμονωμένων κυβερνήσεων, γι αυτό είναι ανάγκη η ανάδειξη αυτόνομης και αυτόφωτης δημόσιας διοίκησης. Είναι επιτακτική ανάγκη να αλλάξει νοοτροπία και στα δύο αυτά μέτωπα σε όλο το μήκος και πλάτος της κυβερνητικής πυραμίδας αν θέλουμε να έχουμε ουσιαστική ελπίδα εξόδου από την κρίση. Χωρίς μέθοδο και χωρίς κινητοποίηση όλης της κρατικής μηχανής δεν μπορούμε να προσδοκούμε ανασυγκρότηση.

Οι προτάσεις που (ξανα)γίνονται εδώ είναι να θεσπισθούν θέσεις υπηρεσιακών (δηλαδή εκ των ενόντων της υπηρεσίας) υφυπουργών (β’, αν προτιμάτε), που θα γνωρίζουν τα θέματα σε περισσότερο βάθος (όπως οι πάλαι ποτέ 29 κατασκευαστές πλυντηρίων: Αυτοί ξέρουν!) και θα (πρέπει να) συμπληρώνουν το προϊστάμενο πολιτικό προσωπικό που δίνει τις πολιτικές κατευθύνσεις. Αλλά οι πολιτικές πρέπει να ετοιμάζονται από μεικτές επιτροπές πολιτικών-υπηρεσιακών παραγόντων. Οι υφυπουργοί β΄ θα εμφανίζονται περιοδικά ενώπιον των αρμοδίων επιτροπών της Βουλής.


Ανάπτυξη - Έμφαση στην υγιή, δυναμική, μη κρατικοδίαιτη, εξωστρεφή ανάπτυξη. Οι βασικές κατευθύνσεις μπορούν να είναι οι εξής:

- Έμφαση στους τομείς όπου έχουμε συγκριτικό πλεονέκτημα (όπως μου θυμίζει και ο καλός φίλος και συνάδελφος Μανόλης Πικουλάκης αλλά και διάφοροι ξένοι συνάδελφοι), αλλιώς είναι σαν να χτυπάμε το κεφάλι μας στον τοίχο. Πρακτικά μιλώντας, ενισχύουμε με αποτελεσματικές δράσεις την γεωργία και αγροτο-βιομηχανία (ο αγρότης είναι και δημιουργός και επιχειρηματίας που κερδίζει καθημερινά την μάχη ποιότητας-κόστους-αγορών), την σύγχρονη, ήπια κτηνοτροφία, τον αναβαθμισμένο τουρισμό (τομείς που κάποτε είχαν λοιδορηθεί – «κηπουροί και γκαρσόνια της Ευρώπης» - μόνο που όπως έγραψε προ καιρού και η Άννα Δαμιανίδου, το να είσαι σωστό γκαρσόνι κατακτιέται δύσκολα), την ναυτιλία (ο Πειραιάς παγκόσμιο ναυτιλιακό κέντρο), και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και τους συναφείς βιομηχανικούς τομείς.
- Κύριος μοχλός πρέπει να είναι νέου τύπου ενώσεις αγροτών στον αγροτικό τομέα (οι γνωστοί Συνεταιρισμοί μάλλον πνέουν τα λοίσθια), και επενδυτικά-αναπτυξιακά κεφάλαια σε συνεργασία του δημοσίου με ιδιώτες τράπεζες και επενδυτές. Με άλλα λόγια, επανασυστήνεται η ΕΤΒΑ σε σύγχρονη βάση που μπορεί να μπαίνει συνεταίρος επιλεκτικά σε αξιόλογα νέα επιχειρηματικά σχήματα διαφόρων χαρακτηριστικών (τεχνολογικής αιχμής, περιφερειακό, νέων, γυναικών, κλπ).
- Πιστεύω πως πρέπει να ξαναμπεί στο τραπέζι η παλιά ιδέα του Νίκου Χριστοδουλάκη (γιατί λείπει ο ΝΧ από την προσπάθεια ανασυγκρότησης της χώρας;) περί στήριξης επιχειρήσεων- εθνικών πρωταθλητών (στο μέτρο του επιτρεπτού βέβαια). Ναι μεν στηρίζουμε εκεί που έχουμε πλεονέκτημα, αλλά δεν μπορούμε να αφεθούμε να μας οδηγήσει μόνο η αγορά – χρειάζεται παρέμβαση με κρατική πολιτική. Το θέμα είναι και λεπτό και βαθύ. Η οικονομική θεωρία του εμπορίου παίρνει αρκετά σαφή θέση ενάντια σε τέτοια πολιτική (που θα οδηγήσει ενδεχομένως σε σπατάλη πόρων σε τομείς όπου δεν έχουμε πλεονέκτημα άρα καταδικασμένους, που θα γίνει βορά συμφερόντων, κλπ) αλλά από την άλλη κάποιες επιχειρήσεις μπορούν να γίνουν μοχλός και πόλος ανάπτυξης και για άλλες. Τις χρειαζόμαστε, ειδικά στον βιομηχανικό τομέα.
- Υποδομή. Μπορούμε και πρέπει να διαπραγματευτούμε με την Ευρώπη την ειδική ενίσχυση των επενδύσεων που θα αποτελέσουν έναν βασικό μοχλό. Επιτακτική ανάγκη (έγραψε σχετικα και ο Α. Καρακούσης στο Βήμα προ ημερών).
- Εκμετάλλευση της γεω-οικονομικής θέσης της χώρας (ΝΑ πύλη της Ευρώπης). Αυτό όμως δεν γίνεται με ελλιπή και προβληματική υποδομή, με τον σιδηρόδρομο-μουτζούρη και γέφυρες που (προς το παρόν τουλάχιστον) δεν οδηγούν πουθενά. Έτσι, ξαναγυρνάμε στις επενδύσεις υποδομής. Μία μακρόπνοη και γενναία στρατηγική είναι η αναβάθμιση των σιδηροδρομικών συνδέσεων με βόρεια και βορειοανατολική Ευρώπη, με ευρωπαϊκά κεφάλαια βέβαια. Πρέπει να τα διεκδικήσουμε.
- Και φτάνουμε αισίως στον ΟΣΕ. Δυστυχώς, ο σιδηρόδρομος δεν βρέθηκε ποτέ ψηλά στην ατζέντα (για να το πούμε ευγενικά) της πολιτικής ηγεσίας της χώρας, ανεξαρτήτως χρώματος – αλλά ίσως ούτε και της κοινωνίας. Όμως, σε καιρούς που ο σιδηρόδρομος αναβαθμίζεται εκ νέου στην Ευρώπη, σχεδιάζοντας να ανταγωνιστεί σοβαρά το αεροπλάνο στις μικρο-μεσαίες αποστάσεις, εμείς πρέπει να «προκάνουμε» να αναβαθμίσουμε τον μουτζούρη. Νομίζω πως τα παραδοσιακά σχήματα έχουν πλέον ξεπεραστεί, και πρέπει να γυρίσουμε σελίδα. Προτείνεται η πλήρης ιδιωτικοποίηση του μεταφορικού έργου (ΤΡΑΙΝΟΣΕ) με παράλληλη ανάπτυξη-βελτίωση της υποδομής με ΣΔΙΤ. Η υποδομή θα ανήκει σε κοινοπραξία του υπό δημόσιο έλεγχο ΟΣΕ και των μεταφορικών και κατασκευαστικών εταιρειών, με προσαρμογή των μεριδίων καθώς θα βελτιώνεται η υποδομή.
- Ξένες επενδύσεις. Ακούγεται ωραίο και επικοινωνιακό (το λες και μπουκώνει το στόμα σου, όπως θάλεγε κι ο Καραγκιόζης). Το θέμα είναι τι γίνεται στην πράξη, και αν οι επενδύσεις που θα έρθουν (εάν...) θα είναι προς το μακροπρόθεσμο συμφέρον της χώρας (με μεταφορά κεφαλαίων, τεχνογνωσίας, δημιουργία θέσεων εργασίας) ή θα είναι νεοαποικιακού τύπου (καζίνα και ξενοδοχεία στα καμένα για ποιός ξέρει τι καρυδιάς καρύδια). Σε γενικό επίπεδο είναι σαφές τι εμποδίζει τις ξένες επενδύσεις: η δυσανάλογη σχέση κόστους-παραγωγικότητας, το μικρό μέγεθος της χώρας, η γραφειοκρατία, η διαφθορά, η απελπιστικά αργή Δικαιοσύνη, ίσως και άλλα όπως η υψηλή φορολογία (σε σχέση ειδικά με τους γείτονες, μερικοί πό τους οποίους έχουν φορολογία επιχειρήσεων της τάξης του 15%). Κάποιοι από αυτούς τους παράγοντες αλλάζουν, δύσκολα αλλά αλλάζουν, κάποιοι όχι. Το ουσιαστικό ερώτημα λοιπόν δεν είναι πως θα «προσελκύσουμε» επενδύσεις, είναι τι κάνουμε στα παραπάνω μέτωπα. Αν θέλετε, τι κάνουμε για να κρατήσουμε τις υπάρχουσες επιχειρήσεις σε μία εποχή ραγδαίας αποβιομηχάνισης. Γι αυτό, θα πρότεινα στον κ. Παμπούκη να αναλάβει τις εξής δράσεις (και αρμοδιότητες!). Να αναλάβει να διερευνήσει σε βάθος τι συνέβη με τα υδροπλάνα του ελληνοκαναδού κ. Πατέλλη, ο οποίος επιχείρησε (και επένδυσε) να φέρει την εκ πρώτης όψεως άριστη ιδέα του στην γενέθλια γη, αποσπώντας πολλούς επαίνους από «αρμοδίους» υπουργούς της ΝΔ (που χωρίς άλλο είχαν στόχο την προσέλκυση επενδύσεων) και συναντώντας απαγορευτικά προσκόμματα στην πράξη. Ομοίως, να αναλάβει να διερευνήσει σε βάθος τι γίνεται με την Κινεζική Cosco, που βλέπει απηυδισμένη να μην τηρούνται όσα συμφωνήθηκαν και έγιναν νόμος του κράτους πριν λίγους μήνες (δηλαδή, χθές!) και να απειλεί να αποχωρήσει σύσσωμη από την Ελλάδα. Θα μπορούσε περαιτέρω ο κ. Παμπούκης να συντάξει λεπτομερή σχετική έκθεση (με ορίζοντα π.χ. έξι μηνών) που να υποβάλει στην Βουλή προς συζήτηση, με εξειδικευμένες προτάσεις για το τι πρέπει να αλλάξει και πως (που καθυστέρησαν οι υπηρεσίες, που διαφώνησαν, πως μπορεί να επιταχυνθεί η διυπουργική συνεργασία, κλπ). Έγκριτος νομικός ο κ. Παμπούκης θα βρει ασφαλώς ενδιαφέρον σε ένα τέτοιο πόνημα, το οποίο θα απαιτήσει χωρίς αμφιβολία κόπο. Αλλά είναι σίγουρο ότι μια τέτοια εργασία θα έχει πολλή περισσότερη ουσία και αξία για την γενικότερη επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένων των ξένων επενδύσεων, από τα ταξίδια για «προσέλκυση επενδύσεων».
- Συγχαρητήρια σε Βενιζέλο-Μπεγλίτη-υπηρεσιακούς παράγοντες του ΥΠΕΘΑ για την επιτυχή κατάληξη των διαπραγματεύσεων με την ThyssenKrupp/HDW και την Abu Dabi Mar για το μέλλον των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά και των εκκρεμουσών παραγγελιών του Πολεμικού Ναυτικού. Φαίνεται πως με σκληρή και μεθοδική δουλειά, επίπονες διαπραγματεύσεις, και σε βάθος γνώση του θέματος, οδηγηθήκαμε σε μία συμφωνία που διασφαλίζει κατά τον καλύτερο τρόπο το ελληνικό δημόσιο συμφέρον. Μία συμφωνία που δείχνει τον δρόμο για το πώς γίνεται η προσέλκυση (ουσιαστικών) επενδύσεων και που προετοιμάζει το έδαφος για μία ισχυρότερη βιομηχανικά, παραγωγικά Ελλάδα της επόμενης μέρας.


Πολιτιστική επανάσταση

Ναι, πολιτιστική επανάσταση. Το άκουσμά της προκαλεί ρίγος, αλλά εδώ υπάρχει μπόλικο και μακροπρόθεσμο διακύβευμα. Εάν αναρωτηθεί κανείς εάν φταίει η πολιτική για το χάλι της οικονομίας/κοινωνιας ή το αντίστοροφο, ίσως η καλύτερη απάντηση είναι ότι ισχύουν και τα δύο. Το γαϊτανάκι οικονομίας/κοινωνίας και πολιτικής (όπως το έχουμε ονομάσει - ή αλλιώς βάσης και εποικοδομήματος) μπορεί να δίδει πλέον της μίας ισορροπίες κατά Νας (δηλαδή, όπως έχουμε γράψει, παγιωμένες καταστάσεις από όπου κανένα άτομο – είτε ιδιώτης είτε επιχείρηση, είτε πολιτικός – δεν έχει ατομικό συμφέρον να παρεκκλίνει), μία εκ των οποίων είναι και η γνώριμή μας ισορροπία της βαλκανικού τύπου υπανάπτυξής μας. Όπου η γνωστής ποιότητης πολιτική (του θα-θα-θα, της μίζας, κλπ) αφήνει την οικονομία και κοινωνία στην στασιμότητά της, και η αναιμική οικονομία και αχειραφέτητη κοινωνία διαιωνίζουν την πολιτική της μετριότητας. Και το χειρότερο, εθιζόμαστε σε αυτήν την κατάσταση γιατί αυτήν μαθαίνουμε από τα γεννοφάσκια μας, χωρίς να προσφέρεται άλλο πρότυπο. Έτσι, η βαλκάνιά μας ισορροπία «κλειδώνει» διπλά. Η υπανάπτυξη είναι πάνω απ’ όλα στο μυαλό μας, όπως εκεί είναι και η πατρίδα μας κατά τον ποιητή. (Άλλωστε και ο ποιητής αναφέρεται σε μία πατρίδα κάποιας ανώτερης ποιότητας, άρα προσβλέπει σε μία ισορροπία κατά Νας υψηλότερου επιπέδου!) Γι αυτό χρειαζόμαστε αλλαγή νοοτροπίας και μοντέλου συμπεριφοράς, προς κατεύθυνση πιο συνεργατική, συναινετική και λιγότερο συγκρουσιακή (είμαστε όλοι μαζί στην ίδια βάρκα, και εάν τραβάμε προς διαφορετικές κατευθύνσεις η βάρκα θα βουλιάξει – αυτό βέβαια χωρίς να παραγνωρίζουμε τις υπαρκτές και σημαντικές αντιθέσεις), σε κατεύθυνση υψηλού επαγγελματισμού και μακροπρόθεσμης προοπτικής (και όχι λαμογιάς – που δυστυχως κυριαρχεί και, ή μήπως κυρίως;, στον ιδιωτικό τομέα), σε κατεύθυνση εν τέλει εμπέδωσης θεσμών, κανόνων και καταστατικών διαδικασιών μέσα στις οποίες όλοι λειτουργούμε (και δεν κάνουμε όπως βρούμε). Λειτουργούμε σαν ομάδα, βάζοντας το σύνολο πάνω από το άτομο (ασφαλέστατα διαφυλάσσοντας τις ατομικές ελευθερίες), αυτό θα πρέπει να είναι το κεντρικό σύνθημα για την επιβίωση της Ελλάδας στις νέες συνθήκες.



ΙΙΙ. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΠΟΦΕΥΧΘΕΙ
Τέλος, ας κάνουμε τέσσερις «αρνητικές» προτάσεις, τέσσερα πράγματα που «δεν» πρέπει να γίνουν:
- Ας μην αποδειχθεί η κρίση η κερκόπορτα του νεοφιλελευθερισμού. Π.χ., βλέπε την επιστολή στις αρχές του φθινοπώρου των επιφανών οικονομολόγων, του (νομπελίστα πλέον) Χριστόφορου Πισσαρίδη και των Κώστα Αζαριάδη και Γιάννη Ιωαννίδη στην Καθημερινή, όπου σε μεγάλο βαθμό τα αναπτυξιακά (ή μήπως «αναπτυξιακά»;) μέτρα έχουν νεοφιλελεύθερη πνοή. (Δεν μπορεί να διαφωνήσει βέβαια κανείς με πολλές από τις προτάσεις που κάνουν, όπως αυτές που βρίσκονται στην κατεύθυνση της πάταξης της φοροδιαφυγής και της διαφθοράς, εξορθολογισμού του κράτους και της κοινωνικής ασφάλισης, ανάπτυξης υποδομής.)
- Μην ατονήσουν οι ουσιαστικές δημόσιες και κοινωνικές υπηρεσίες υπό το βάρος (ή το πρόσχημα) της συρρίκνωσης του δημόσιου τομέα όπως έγραψε και ο Γεράσιμος Μοσχονάς προ καιρού στα ΝΕΑ (12-10-10).
- Μην αυξηθεί η ανισοκατανομή του εισοδήματος, τάση που παρατηρείται και διεθνώς αλλά και εντείνεται με την κρίση.
- Μην ξεπουληθεί η Ελλάδα σε εμίρηδες που θα την κάνουν (κακόγουστα και τερατώδη) ξενοδοχεία και καζίνα. Παράκληση/προτροπή: Όχι άλλα καζίνα. Όχι μόνο γιατί είναι νεοαποικιακού τύπου «επενδύσεις», αλλά και για λόγους κοινωνικής ευαισθησίας. Ας ρίξει μια ματιά ο/οι κ. Υπουργός/οί τι γίνεται π.χ. στην Κορινθία που «στέγνωσε» καθώς τα «ακούμπησε» όλα στο καζίνο (διεπόμενη ασφαλώς και από άγνοια και από την αφελή αντίληψη ότι το καζίνο είναι εκεί για να μοιράζει χρήμα). Τέτοια «ανάπτυξη» ας λείπει. Επίσης, θα έλεγα να έχουμε όσο το δυνατό λιγότερα με κάποιον συνταγματάρχη που άμα του δώσεις χειραψία, το χέρι σου μετά θα όζει για πολύ καιρό.

Φυσικά, δεν είμεθα αιθεροβάμονες. Αυτά όλα σε κάποιο βαθμό θα συμβούν (διατί να το κρύψωμεν άλλωστε...). Θα συμβούν για αντικειμενικούς λόγους (γιατί συμβαίνουν παντού, γιατί οι άμεσες προτεραιότητες είναι τώρα διαφορετικές, γιατί σε τελική ανάλυση τι μπορεί να κάνει η κυβέρνηση/δημόσιος τομέας, πόσο μπορεί να ανασχέσει τάσεις που ίσως είναι αδήριτες) αλλά και υποκειμενικές αδυναμίες (σαν κι αυτές που περιγράφηκαν παραπάνω). Είναι και οι θεμελιώδεις αδυναμίες της δημοκρατίας που παίζουν ρόλο (παρ’ ότι είναι μακράν το καλύτερο πολίτευμα, ας μην παρεξηγηθούμε): Μία κυβέρνηση που θα παλέψει για την επιβίωσή της το αργότερο σε τρία χρόνια, πόσο ορίζοντα μπορεί να έχει; Δεν θα πρέπει ως τότε να έχει περαιώσει (για να χρησιμοποιήσουμε τρέχουσα ορολογία!) την δημοσιονομική εξυγίανση έστω και με μεθόδους που αντιβαίνουν εν μέρει στο μακροπρόθεσμο δημόσιο συμφέρον; Και πόσο γενναία μπορεί να είναι, ειδικά όταν απέναντί της έχει μία τελείως ακατάληπτη αλλά και κυνική αξιωματική αντιπολίτευση; Έτσι λοιπόν τα παραπάνω θα συμβούν σε κάποιο βαθμό. Είναι το τίμημα της κρίσης, γι αυτό και (πρέπει να) είναι κυρίαρχος ο στόχος να μην ξαναφτάσουμε σε αυτό το σημείο. Η γενναιότητα και ψυχραιμία της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ και του Γιώργου Παπανδρέου προσωπικά δεν αμφισβητούνται. Τώρα που ο φόβος του γκολ (το όντως εφιαλτικό σενάριο της πτώχευσης) δείχνει κάπως να αποσοβείται, χωρίς να χαλαρώνει την δημοσιονομική προσπάθεια, πρέπει να παλέψει, έστω και μέσα στην καταιγίδα, για να βρει η επόμενη μέρα την Ελλάδα μία πράγματι καλύτερη χώρα.