Wednesday 27 August 2008

Ο ΞΑΔΕΡΦΟΣ ΜΟΥ Ο ΝΙΚΟΣ

Ο ξάδερφός μου ο Νίκος (ψευδώνυμο) μένει σε αγροτο-τουριστική παραλιακή περιοχή περίπου 1.30’ από την Αθήνα. Τόσο κοντά κι όμως τόσο μακριά – για να χρησιμοποιήσουμε την στερεότυπη έκφραση. Ο Νίκος κι η γυναίκα του είναι εκπαιδευτικοί της Μέσης Εκπαίδευσης. Ο Νίκος διατηρεί φροντιστήριο ενώ η σύζυγος περιμένει διορισμό ως αναπληρώτρια για τρίτη συνεχή χρονιά. Ο Νίκος ασχολείται και με τα κτήματα που του άφησε ο πατέρας του. Και οι δύο κάνουν αγώνα για να μεγαλώσουν την ωραία τους οικογένεια και τα τρία τους παιδιά, έχοντας βέβαια κατακτήσει ένα αρκετά καλό επίπεδο ζωής.

Τα πράγματα τελευταία έχουν δυσκολέψει αρκετά. Η ακρίβεια δαγκώνει, όπως παντού, η ύφεση έχει αρχίσει να φαίνεται, ενώ στην αγροτική τους κατά βάση περιοχή είναι ορατά και τα αποτελέσματα της γενικότερης δυσπραγίας του αγροτικού κόσμου τα τελευταία χρόνια. Ο Νίκος μου αφηγείται ιστορίες του τύπου, όταν πουλήσω τα πορτοκάλια θα σε πληρώσω και σένα, πληρωμές που έρχονται όταν και όποτε έρχονται, ενώ υπολογίζει ότι το ένα τρίτο των διδάκτρων του φροντιστηρίου δεν θα τα εισπράξει ποτέ. Τα πορτοκάλια του πουλιούνται προς δεκαοκτώ (αριθμητικά: 18) λεπτά το κιλό – τέτοια κέρματα δεν νομίζω ότι έχει κανείς μας στην τσέπη του – και το χωράφι του (που κάποτε ήταν η βάση ενός αγροτικού εισοδήματος) του αποφέρει 1,500-2,000 ευρώ ετήσια με αποκλειστικά προσωπική του εργασία (αν ήταν να βάζει εργάτες δεν θα έβγαινε). Κάποτε στην περιοχή λειτουργούσε εργοστάσιο χυμοποίησης των πορτοκαλιών, που τώρα έχει κλείσει (μειώνοντας ασφαλώς την ζήτηση για το προϊόν).

Η περιοχή τους γνωρίζει ανθηρή οικιστική ανάπτυξη λόγω θάλασσας και γειτνίασης με την Αθήνα και άλλα αστικά κέντρα (η ανάπτυξη αυτή γίνεται εις βάρος των αγροτικών κλήρων που καθίστανται ούτως ή άλλως προβληματικοί). Αλλά η ανάπτυξη είναι «έτσι, χωρίς πρόγραμμα» (όπως παντού δηλαδή). Οι δρόμοι είναι στενοί, υπερτοπικοί δρόμοι μεγάλης κίνησης περνούν μέσα από τα χωριά και τους παραθεριστικούς οικισμούς (νταλίκες και ποδήλατα πλάι-πλάι), ανεξέλεγκτη ηχορύπανση. Στα προβλήματα αυτά έχει προστεθεί πλέον και η έλλειψη νερού, το οποίο αφού μειώθηκε για αγροτική χρήση, τώρα πλέον δεν επαρκεί ούτε καν για οικιακή (και είναι υφάλμυρο).

Ο Νίκος έχει παράπονα, νιώθει αβοήθητος από το κράτος, ξεχασμένος από πολιτικούς και ντόπιους παράγοντες που μοίρασαν κούφιες υποσχέσεις. Η γυναίκα του απορρίφθηκε στην αίτησή της για θέση μόνιμης καθηγήτριας, και πρέπει να τρέχει ώρες με το αυτοκίνητο για να πάει στο σχολείο, όταν βέβαια την ειδοποιήσουν, όποτε την πληρώσουν, και χωρίς καλοκαιρινό μισθό. Όλοι ξέρουμε τις δυσκολίες του να μεγαλώσεις ένα παιδί – το να μεγαλώνεις τρία στην σύγχρονη Ελλάδα είναι νομίζω άθλος. Εάν θέλουμε να ενισχύσουμε με ρεαλιστικούς όρους την δημογραφία της χώρας, οι τρίτεκνοι πρέπει νομίζω να λάβουν αποφασιστική στήριξη, όχι αποσπασματικά με δωρεάν εισιτήρια κλπ, αλλά με στήριξη που κάνει την διαφορά, π.χ. με διορισμό σε αυτήν την περίπτωση. Η σύζυγος παλιότερα εκλήθη να καταλάβει θέση στο Δημόσιο αλλά δεν πήγε – αν είχε πάει θα είχε πάρει συνολικά 3Χ2=6 χρόνια άδεια μητρότητας. Αυτά το Δημόσιο τα έσωσε σ’ αυτήν την περίπτωση. Όλα αυτά, και μαζί η κοινή λογική και ηθική, θα επέβαλλαν τον διορισμό αυτής της μητέρας σε μόνιμη θέση από την οποία θα μπορούσε να βρίσκεται και σχετικά κοντά στην οικογένειά της (όχι να λείπει από το σπίτι της 10 ώρες ημερησίως). Βέβαια, τα ξαδέρφια έχουν χορτάσει από τέτοιου τύπου υποσχέσεις...

Ας μην ξεχνάμε το βασικό, ότι ο Νίκος και η οικογένειά του εξακολουθούν να διατηρούν ένα επίπεδο ζωής που πολλές ελληνικές οικογένειες θα θεωρούσαν τουλάχιστον αξιοπρεπές, μάλλον αρκετά καλό – για να μην μιλήσουμε βέβαια για δισεκατομμύρια άλλων ανθρώπινων υπάρξεων πάνω στον πλανήτη μας που ούτε να ονειρευτούν δεν μπορούν τέτοια ζωή. Από την άλλη μεριά, αναμφισβήτητα βρίσκεται υπό πίεση και δυσκολία – δείγμα τυπικό της ελληνικής μεσαίας τάξης που βλέπει πως δύσκολα πλέον διατηρείται ένα επίπεδο ζωής που μέχρι προ τινός εθεωρείτο κεκτημένο. Στην παθογένεια της οικονομίας προστίθενται και οι πολλαπλές παθογένειες του πολιτικού εποικοδομήματος που εμποδίζουν την λήψη αποφάσεων (ανίκανη διακυβέρνηση, συντεχνιακές μειοψηφίες, συγκρουσιακός ανταγωνισμός των κομμάτων που εμποδίζει την συναίνεση, κλπ – δες σχετικά το Σχέδιο Νέας Διακήρυξης του Σεπτέμβρη). Η ελληνική κοινωνία και η ηγεσία της, με προεξάρχοντα το ΠΑΣΟΚ, επιβάλλεται να σκεφθεί τους λόγους για τους οποίους το επίπεδο ζωής για τους πολλούς βρίσκεται υπό πίεση, και να «χαράξει πορεία». Δεν θα επεκταθούμε πολύ εδώ, καθώς σχετικές αναλύσεις έχουν καταχωρηθεί αλλού (π.χ., στο σημείωμα για την ανταγωνιστικότητα) – επίσης, η πορεία πρέπει να χαραχθεί σε συνεργασία και συνεννόηση με την κοινωνία, μέσα από μία «κινηματικού τύπου» λογική (δες επίσης σχετική καταχώρηση).

Το παράδειγμα του ξάδερφου Νίκου που αναφέρεται εδώ τονίζει κάποιες όψεις της καθημερινότητας της μεγάλης πλειοψηφίας των Ελλήνων και επιβάλλει κάποιες προτεραιότητες. Πρώτον, η οικονομική πρόοδος δεν αγγίζει μεγάλο μέρος, ίσως την πλειοψηφία, της ελληνικής κοινωνίας. Η οικονομία μπορεί να τρέχει με 3% ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης, όμως μεγάλα στρώματα νιώθουν τα πραγματικά τους εισοδήματα να συρρικνώνονται από την ακρίβεια και την «καθισμένη» αγορά. Ανάμεσά τους βέβαια, πιο πιεσμένοι νιώθουν πολλοί αγρότες. Επιβάλλεται λοιπόν η κατά το δυνατόν σταθεροποίηση της οικονομίας, ώστε να αποφεύγεται η αβεβαιότητα. Επίσης επιβάλλεται η ελάφρυνση των ασθενέστερων εισοδηματικά με την επιβολή (πιο) προοδευτικής φορολογίας. Δεύτερη έρχεται η ανάπτυξη, η σε βάθος χρόνου μεθοδική και συστηματική προσπάθεια ώστε να διασφαλίζεται και όσο το δυνατό βελτιώνεται το επίπεδο ζωής. Εδώ η έμφαση πρέπει να είναι στην παραγωγή και την εξωστρέφεια. Πρέπει να μας προβληματίζει το ότι η γεωργία υποχωρεί ραγδαία προς όφελος της οικιστικής ανάπτυξης (αν και σε κάποιο βαθμό ασφαλώς αυτό είναι αναπόφευκτο). Πρέπει επίσης να μας προβληματίζει γιατί μια καλή πρώτη ύλη (όπως τα πορτοκάλια του ξαδέρφου) δεν μπορεί να βρει το δρόμο προς τις αγορές με λογική τιμή. Και γιατί το εργοστάσιο εξαγώγιμου φυσικού χυμού έκλεισε, ενώ οι διεθνείς αγορές κατακλύζονται από χυμούς κάθε προελεύσεως. Ρεαλιστική έμφαση στην παραγωγή, όχι την οικοδομή, τα ακίνητα, ή την κατανάλωση, με προσανατολισμό τις διεθνείς αγορές, αυτά τα χαρακτηριστικά (το ξαναλέμε) πρέπει να ενισχυθούν. Ας προστεθεί το ότι ο υπερβολικός προσανατολισμός της χώρας στις υπηρεσίες δεν βοηθάει, γιατί δεν υπακούει στις παραπάνω αρχές.

Εδώ συγκαταλέγεται και η παραπαιδεία και τα φροντιστήρια – μοναδική στον κόσμο ελληνική ιδιαιτερότητα (έχω ακούσει ότι η Ιαπωνία έχει κάτι ανάλογο και το μεταφέρω με επιφύλαξη, αλλά αλλού δεν πρέπει να υπάρχει τίποτα τέτοιο). Ο τομέας αυτός ασφαλώς συμπληρώνει την εκπαίδευση των νέων και επιπλέον δίνει εργασία και εισόδημα σε πολλές οικογένειες. Από την άλλη όμως είναι δύσκολο να αποκρυβεί το μεγάλο κόστος που αυτή η διαδικασία επιβάλλει στις οικογένειες, και σε τελική ανάλυση το γεγονός ότι η παραπαιδεία ντουμπλάρει ουσιαστικά το σχολείο, απασχολεί έξτρα πόρους για να γίνει ουσιαστικά η ίδια δουλειά που κάνει το σχολείο. Επίσης, η υπηρεσία αυτή δεν είναι εξαγώγιμη. Αυτά βέβαια λέγονται με κάθε σεβασμό προς την σκληρή δουλειά και τον υψηλό επαγγελματισμό που επιδεικνύει η μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων σε φροντιστήρια και ιδιαίτερα μαθήματα. Ούτε και πρόκειται βεβαίως να καταργηθούν τα φροντιστήρια με ένα διάταγμα. Όμως σε βάθος χρόνου, η κοινωνία πρέπει να αναζητήσει τρόπους να διαθέσει πιο παραγωγικά (για το σύνολο) τους διαθέσιμούς της ανθρώπινους πόρους. Αυτό κατά πάσα πιθανότητα γίνεται μόνο με την αύξηση των θέσεων στα πανεπιστήμια, με την ίδρυση (ΙΣΩΣ) ιδιωτικών, ώστε να ικανοποιείται η ζήτηση χωρίς οι νέοι να καταφεύγουν σε προσπάθεια πρόσθετη του σχολείου. Επίσης, το σχολείο πρέπει κατά την γνώμη του γράφοντος να προσανατολιστεί την τελευταία (εξεταστική) χρονιά σε αποκλειστικά προ-πανεπιστημιακού τύπου παιδεία – να κατοχυρώσει δηλαδή θεσμικά αυτό που στην ουσία γίνεται στην πράξη εδώ και πολλά χρόνια. Οι απελευθερωνόμενοι εκπαιδευτικοί από την ιδιωτική παιδεία πρέπει να έχουν ευκαρία απασχόλησης στον δημόσιο τομέα.

Τρίτο, πρέπει να βελτιωθεί η υποδομή της χώρας – συγκοινωνιακή, τηλεπικοινωνιακή, διαχείρισης υδάτινων πόρων, περιβάλλοντος γενικά. Αυτό πρέπει να τεθεί σαν ένας αναβαθμισμένος και συστηματικός στόχος. Τέταρτο, πρέπει να γίνουν ουσιαστικότερες προσπάθειες για να ενισχυθεί η δημογραφία της χώρας – αποφασιστικές και συντονισμένες, κατά τα όσα περιγράφηκαν πιο πάνω. Τέλος, οι παθογένειες του πολιτικού συστήματος πρέπει να αντιμετωπιστούν, ώστε η χώρα να μπορεί να αποφασίζει και θέτει σε εφαρμογή τις λύσεις που είναι προς το συλλογικό συμφέρον, χωρίς να κωλύεται από τις επί μέρους μικρο-επιδιώξεις και συντεχνιακά συμφέροντα.

Ας το ξαναπούμε: Είμαστε σε αρκετά καλή θέση, έτσι που πανικός η αίσθημα να κρίσης (όπως λέω και αλλού) να μην είναι δικαιολογημένο. Από την άλλη μεριά, δεν δικαιολογείται ούτε συναίσθημα εφησυχασμού – αν θέλουμε να εγγυηθούμε την πρόοδο και ευημερία σε βάθος χρόνου.

ΜΙΑ ΒΡΑΔΙΑ ΣΤΗΝ ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΑΘΗΝΑ

Προχτές βράδι, 25/8, παρακολούθησα παράσταση των Ορνίθων του Αριστοφάνη από το Θέατρο Τέχνης στο Θέατρο Βράχων «Μελίνα Μερκούρη» στον Υμηττό. Η σκηνοθεσία ήταν η αρχική του αείμνηστου Κάρολου Κουν και η παράσταση, απ’ όσο μπορώ να κρίνω, υπέροχη. Τέλειο πάντρεμα του κειμένου με στοιχεία λαϊκής παράδοσης, σύγχρονης κουλτούρας, και με αναφορές στην καθημερινότητα. Έξοχος θίασος. Δηλαδή μια λαϊκή, «γήινη» παράσταση – ακριβώς μέσα νομίζω στον χαρακτήρα του αριστοφανικού κειμένου. Το κείμενο είναι επίσης ωραίο, δηκτικό, σαρκαστικό, ουτοπικά οραματικό (τα πουλιά φτιάχνουν μία αιθέρια τέλεια κοινωνία) και αξίζει να εντρυφήσει κανείς σε αυτό και μετά την παράσταση.

Δεν μπορεί όμως να μην σημειώσει κανείς και κάποια πλην στην όλη βραδιά από οργανωτική άποψη. Το βασικό είναι ότι το θέατρο είναι τελείως ανεπαρκές. Πρώτον, ακουστικά: Καθόμουν περίπου στο μέσο με άκρη του κοίλου και ομολογώ ότι το μεγαλύτερο μέρος του κειμένου το έχασα. Δεύτερη μεγάλη έλλειψη οι θέσεις που ήταν ξύλινος πάγκος (οι μέσες άρχισαν να διαμαρτύρονται από νωρίς) και, τρίτο, χωρίς αρίθμηση. Από εδώ προκύπτει και ένα χαρακτηριστικό αλαλούμ. Ο καθένας έπιανε όσο χώρο και θέσεις ήθελε, στο τέλος ο κόσμος δεν χωρούσε και έκατσε στα σκαλιά (είπατε τίποτα για ασφάλεια;). Οι ταξιθέτες (τέσσερις-πέντε για ένα κοινό πόσων άραγε χιλιάδων ανθρώπων;) ήταν απλά διακοσμητικοί.

Συνδεδεμένο με όλα αυτά είναι και το θέμα των «επισήμων», ή, σε πιο απλά ελληνικά, τζαμπατζήδων, στους οποίους επιφυλάσσεται μάλιστα και ιδιαίτερη μεταχείριση και ειδικός περιφραγμένος χώρος στην καρδιά του κοίλου (δηλ., οι καλύτερες θέσεις) – μάλιστα έχει πλάκα, γιατί κάτι τέτοιοι βρίσκονται στο στόχαστρο του Αριστοφάνη. Στον έλεγχο εισιτηρίων, μία κυρία δίπλα μου δήλωσε πως «έχει δώσει όνομα». Η παράσταση άρχισε στις 9.15 (από 9.00) – πάλι καλά. Μετά από λίγο, ένας κύριος, προφανώς από αυτούς που έχουν όνομα (και το δίνουν), κατέφθασε στον χώρο των «επισήμων». Και του επετράπη βέβαια η είσοδος, όπως γενικότερα επετράπη το σούρτα-φέρτα και το κάποιο (όχι πολύ) σούσουρο καθ’ όλη την διάρκεια της παράστασης. Στα θετικά ας αναφέρουμε την αρκετά καλή οργάνωση του πάρκινγκ.

Η πέτρα του σκανδάλου, κατά την γνώμη μου, είναι ή έλλειψη επαρκών και αριθμημένων θέσεων. Αυτό θα έλυνε τα πάντα – την κάποια σωματική ταλαιπωρία και το αλαλούμ (και βέβαια, το θέμα των τζαμπατζήδων «επισήμων» που προκαλούν την νοημοσύνη και αξιοπρέπειά μας - ή τουλάχιστον, αν δεν το έλυνε το θέμα, θα το έκανε λιγότερο εμφανές). Πόσο κοστίζει η εγκατάσταση πλαστικών καθισμάτων σαν και αυτές των γηπέδων σε ένα τέτοιο θέατρο; Δεν μπορώ να φανταστώ ότι το κόστος είναι απαγορευτικό. Δεν υπάρχουν λεφτά; Για τα γήπεδα όμως υπάρχουν! Για να μην πούμε πως τα εισιτήρια αυτά πρέπει να είναι διαθέσιμα στο Ίντερνετ, και ο καθένας/καθεμία να μπορεί να κατοχυρώνει τόσο καλύτερη θέση όσο νωρίτερα κλείνει εισιτήριο – γνωρίζοντας ανά πάσα στιγμή ότι δεν γίνονται παιχνίδια, πράγμα που θα προωθούσε την διαφάνεια.

Γιατί τα λέω όλα αυτά και γίνομαι γκρινιάρης; Η βραδιά ήταν πολύ ωραία και τα αρνητικά δεν αναιρούν τα θετικά. Αλλά και μια σχετικά εύκολη εγκατάσταση (επαρκείς και αριθμημένες θέσεις) θα άλλαζε πολύ τον χαρακτήρα της βραδιάς. Είπαμε, λαϊκή παράσταση, αλλά ο σεβασμός στον παππού Αριστοφάνη επιβάλλει να μην είναι και χύμα η οργάνωση και η όλη διαδικασία. Και κάτι τελευταίο: Παρά τις δυσκολίες της γλώσσας, τέτοιου είδους παραστάσεις θα μπορούσαν και πρέπει να αποτελούν και εξαγώγιμο είδος, αποτελώντας την αιχμή του δόρατος του πολιτιστικού τουρισμού (κ. Σπηλιωτόπουλε) και εξωστρεφούς πολιτισμού (κ. Λιάπη). Αλλά όλα αυτά προϋποθέτουν καλή οργάνωση και διαθεσιμότητα στο Δίκτυο. Έτσι όπως είναι τώρα...

ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΣΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ

(και την εισαγωγή της διδασκαλίας της αρχαίας γραμματείας από μετάφραση)

Το σχολείο βρίσκεται αγκυλωμένο στην λογική της εκμάθησης των αρχαίων. Εδώ ο γράφων οφείλει να δηλώσει την πλήρη αντίθεσή του στην πρακτική αυτή. Ας μου επιτραπεί να αρχίσω από την προσωπική μου εμπειρία. Υπήρξα μαθητής πού έμαθα αρκετά καλά, απόλαυσα τα αρχαία, και θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που διδάχτηκα τέτοια ύλη στο σχολείο. Η ένστασή μου πηγάζει από διαφορετικά σημεία, όμως. Το κόστος σε ώρες διδασκαλίας και κόπο υπήρξε μεγάλο – μάθημα αρχαίων σχεδόν κάθε μέρα επί έξι χρόνια. Και ποιό το όφελος; Μπορεί να έμαθα σε κάποιο βαθμό την γλώσσα, αλλά δεν διδάχθηκα ούτε ένα (αριθμός: ΕΝΑ) ολοκληρωμένο κείμενο της αρχαίας γραμματείας στο πρωτότυπο. Για να υπάρξει μία σύγκριση, η ικανοποίηση από την (κάποια) γνώση της γλώσσας δεν συγκρίνεται με την αγαλλίαση από την γνωριμία με τα ίδια τα κείμενα (μάλλον, κάποια από αυτά) από μετάφραση (που απέκτησα με ίδια πρωτοβουλία, και σε μεγαλύτερη ηλικία ομολογουμένως). Όχι μόνον αυτό, αλλά ο κόπος της εκμάθησης της γλώσσας σίγουρα εκτόπισε άλλη διδασκαλία όπως αρχαία γραμματεία σε μετάφραση, διεθνή και ελληνική μοντέρνα λογοτεχνία, κλπ. Αφήστε δε που η μεγάλη πλειοψηφία της τάξης σιχαινόταν το μάθημα. Νομίζω πως πρέπει να είναι μία βασική αρχή της σύγχρονης παιδαγωγικής ότι δεν μπορείς να κάνεις τίποτα ουσιαστικό όταν το αντικείμενο δεν σε εμπνέει. Μπορεί βέβαια να θέλαμε να είμαστε όλοι Μαρξ, που είχε διαβάσει όλη την αρχαία γραμματεία (και πολλών άλλων γλωσσών) στο πρωτότυπο, όμως πρέπει κάποια στιγμή να αποδεχθούμε το εφικτό και ρεαλιστικό. Τέλος, η διδασκαλία των αρχαίων και (απαραίτητα) των νέων ελληνικών ταυτόχρονα δημιουργεί σύγχυση. Η δική μου γενιά (σημερινοί σαρανταπεντάρηδες) δεν διδάχθηκε συστηματικά τα νέα (αυτό βέβαια δεν οφείλεται μόνο στα αρχαία, ήταν και προϊόν της μετάβασης από την καθαρεύουσα στην δημοτική κατά την δεκαετία του ’70) και αυτό πιστεύω είναι από τους σημαντικούς παράγοντες της παρατηρούμενης αγλωσσίας από την γενιά μου και κάτω. Δεν ξέρω αν έχει κάτι αλλάξει από τότε, αλλά όλα αυτά συνηγορούν στην κατάργηση της διδασκαλίας της αρχαίας ελληνικής. (Από την διδακτική μου εμπειρία πάντως υποπτεύομαι πως αν έχει κάτι αλλάξει είναι προς το χειρότερο, δηλαδή οι αντοχές της μαθητιώσας νεολαίας στην θεωρητική διδασκαλία μάλλον μειώνονται από γενιά σε γενιά.)

Η πρόταση που γίνεται εδώ είναι η κατάργηση του μαθήματος της αρχαίας ελληνικής γλώσσας ως μαθήματος κορμού. Η γλώσσα (ή γλωσσική μορφή) αυτή διδάσκεται μόνο ως μάθημα επιλογής. Οι αποδεσμευόμενες ώρες διδακτικού έργου διοχετεύονται τριπλά: Πρώτον, στην ενίσχυση της εκμάθησης της νέας ελληνικής. Δεύτερον, στην διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής γραμματείας από μετάφραση. Η διδασκαλία αυτή γίνεται σε πλάτος και κριτικό βάθος, έτσι ώστε να γίνουν αντιληπτά τα υπέροχα μηνύματα που εκπέμπουν τα κείμενα αυτά. Τέλος, και επειδή βέβαια το ανθρώπινο πνεύμα δεν σταμάτησε την πορεία του με το τέλος του αρχαίου ελληνικού κόσμου, εισάγονται μαθήματα παγκόσμιας λογοτεχνίας (Σαίξπηρ, Γκαίτε, κλπ), όπως βέβαια και μοντέρνας ελληνικής λογοτεχνίας.

Η πρόταση που γίνεται εδώ είναι ασφαλώς ρηξικέλευθη, ερχόμενη σε πλήρη αντίθεση με πρακτικές και νοοτροπίες βαθιά ριζωμένες στην ελληνική κοινωνία. Αλλά ήδη μία αλλαγή στον τρόπο σκέψης διαφαίνεται με την επανεξέταση της διδασκαλίας των θρησκευτικών στα σχολεία. Αρχή επίσης πολύ καλή έχει γίνει με την μετάφραση της Θείας Λειτουργίας από την Εκκλησία (τουλάχιστον του Ευαγγελίου και των Επιστολών). Βεβαίως η αλλαγή συνεπάγεται και κόστος, με την απαιτούμενη μετεκπαίδευση του διδακτικού προσωπικού. Όμως η πρόταση αυτή βασίζεται σε κοινή λογική και (καλώς εννοούμενη) ανάλυση κόστους-οφέλους: Οι δυνατότητες της νεολαίας στην εκπαίδευση είναι λίγο-πολύ δεδομένες, από εκεί και πέρα το ερώτημα που τίθεται είναι πώς θα χρησιμοποιηθεί το υπάρχον δυναμικό με τον καλύτερο τρόπο. Με βάση τα παραπάνω, πιστεύεται πως η πρόταση που διατυπώνεται εδώ προετοιμάζει κατά τον καλύτερο τρόπο την ελληνική νεολαία να έλθει σε επαφή με τα μηνύματα της αρχαίας ελληνικής και παγκόσμιας γραμματείας, και να αποκτήσει σύγχρονη, κριτική και πολυ-πολιτισμική παιδεία.

Sunday 17 August 2008

ΤΡΟΧΑΙΑ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ

Φανταστείτε το εξής, τελείως υποθετικό, σενάριο. Εχθροπραξίες ξεσπούν στα σύνορα της χώρας με άγνωστη προς το παρόν ξένη δύναμη. Οι πληροφορίες αναφέρουν αρχικά για δύο ή τρεις νεκρούς. Η κοινή γνώμη αναστατώνεται. Τα πατριωτικά κηρύγματα δίνουν και παίρνουν εναντίον του ύπουλου και βάρβαρου εχθρού. Η κυβέρνηση και η ηγεσία των ενόπλων δυνάμεων συσκέπτονται πυρετωδώς για να αξιολογήσουν την κατάσταση. Λαμβάνουν μέτρα τα οποία όμως δείχνουν να μην έχουν αποτέλεσμα: Η κρίση κλιμακώνεται. Οι νεκροί (χτυπάω διαρκώς ξύλο) φθάνουν τους δέκα. Ο αναβρασμός της κοινής γνώμης μεγαλώνει. Η κυβέρνηση κατηγορείται πως αδρανεί και βρίσκεται σε δύσκολη πολιτικά θέση. Κηρύσσεται μερική επιστράτευση (νομίζω πως αυτό πράγματι θα γινόταν με δέκα νεκρούς). Εν τω μεταξύ, οι πληροφορίες αναφέρουν πως η κρίση κλιμακώνεται περαιτέρω, με τους νεκρούς να φτάνουν μέσα σε λίγους μήνες τους εκατό, χίλιους, με ανοδική τάση. Οι τραυματίες ανέρχονται σε περισσότερες χιλιάδες. Επικρατεί ατμόσφαιρα πανικού και πολεμικής εγρήγορσης. Γενική επιστράτευση. Η κοινή γνώμη βρίσκεται σε παραζάλη. Έκτακτα παραρτήματα εφημερίδων εκδίδονται το ένα μετά το άλλο, το Χρηματιστήριο βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση. Η κυβέρνηση πέφτει, η νέα που την διαδέχεται δεν έχει όμως καλύτερη τύχη, καθώς παραιτείται σε μία βδομάδα.

Ώσπου τελικά αποκαλύπτεται η φύση της απειλής. Γίνεται σαφές πως δεν υπάρχει εξωτερικός εχθρός, οι απώλειες σε ανθρώπινες ζωές οφείλονται στα τροχαία ατυχήματα. Α, ώστε αυτό ήταν; Τότε εντάξει! Δεν υπάρχει βάρβαρος επιβουλέας, δεν κινδυνεύουν τα ιερά και όσια της φυλής, ο αναβρασμός και τα κηρύγματα παύουν. Η ζωή επιστρέφει στον κανονικό της ρυθμό. Κανονικό είπατε; Οι απώλειες σε ανθρώπινες ζωές συνεχίζονται και ανέρχονται σε εκατοντάδες ή και χιλιάδες κάθε χρόνο. Αλλά η κυβέρνηση σταθεροποιείται, το Χρηματιστήριο ανακάμπτει, η επιστράτευση ανακαλείται. Φυσικά, κάποια μέτρα λαμβάνονται και για την αντιμετώπιση των τροχαίων, τα οποία όμως αποδεικνύονται οικτρά ατελέσφορα, και σιγά-σιγά ατονούν μέσα στην γενική αδιαφορία. Τα τροχαία ατυχήματα και οι απώλειές τους πνίγονται ως είδηση μέσα σε αυτό που αποκαλείται «τετριμμένο και αδιάφορο κακό νέο» (στα Αγγλικά: banality of evil). (Ο όρος, αν δεν απατώμαι, χρησιμοποιήθηκε από την Αμερικανίδα δημοσιογράφο και διανοούμενη Χάνα Άρεντ για να περιγράψει την αδιαφορία απέναντι στις συνεχείς αποκαλύψεις για τις διαστάσεις του Ολοκαυτώματος.)

Αρκετά όμως. Αγαπητέ αναγνώστη/στρια, ήδη θα το κατάλαβες αυτή η μεταφορά τι σημαίνει (για να παραφράσουμε τον ποιητή). Οποιαδήποτε, έστω και μικρή, ανθρώπινη απώλεια οφειλόμενη σε εξωτερική αιτία θα ήταν ικανή να προκαλέσει εθνικό συναγερμό, όμως τα πολύ πολλαπλάσια σε έκταση (και επαναλαμβανόμενα σε ετήσια βάση) τροχαία ατυχήματα συναντούν γενική αδιαφορία. Όταν συμβεί κάποιο πολύνεκρο δυστύχημα, όπως με πούλμαν, κλπ, τότε η κοινή γνώμη ταράζεται και αγανακτεί με τους υπαίτιους. Η προσοχή όμως αυτή της κοινής γνώμης χαρακτηρίζεται, εκτός από την φυσική συμπάθεια, από υπερβολική συναισθηματική φόρτιση που δεν βοηθάει στην εξαγωγή νηφάλιων συμπερασμάτων, χρήσιμων στην μακροχρόνια αντιμετώπιση του φαινομένου. Συνήθως το ενδιαφέρον ατονεί μετά από λίγες μέρες, και το δυστύχημα ξεχνιέται. Δεν ξεχνιέται βέβαια από τους συγγενείς και οικείους των θυμάτων, οι οποίοι ζουν την τραγωδία και την δυστυχία τους.

Δεν γνωρίζω λεπτομερή στοιχεία για τα τροχαία στην Ελλάδα, αλλά και τι σημασία θα είχαν οι ακριβείς αριθμοί; Σημασία έχει ότι οι νεκροί είναι εκατοντάδες ή και χιλιάδες κάθε χρόνο, οι τραυματίες πολλαπλάσιοι, κάθε μεγάλη έξοδος από τις πόλεις (Πάσχα, Χριστούγεννα) συνοδεύεται από εκατόμβη (ή σίγουρα πενηντόμβη) θυμάτων στην άσφαλτο. Θλιβερή υπόμνηση είναι τα αναρίθμητα εικονοστάσια ένθεν και ένθεν των δρόμων ανά την επικράτεια. Σχετικά με το μέγεθος της χώρας, η συχνότητα των τροχαίων είναι τέτοια που σίγουρα δίνει μακάβριες πρωτιές στην Ελλάδα ανάμεσα στις αναπτυγμένες χώρες, και την κατατάσσει σε επίλεκτη θέση ανάμεσα σε μάλλον τριτοκοσμικές χώρες όπως Τουρκία, Νιγηρία και Μπανγκλαντές. Πέρα από τον βαρύ φόρο σε ανθρώπινο πόνο, υπάρχουν και άλλες πολύ σοβαρές διαστάσεις του προβλήματος, όπως είναι το οικονομικό κόστος (κόστος από την απώλεια ανθρώπινων πόρων και μάλιστα αυτών που βρίσκονται στην νεότητα και την παραγωγική ακμή τους, που αφήνουν πίσω τους οικογένειες, κόστος νοσηλείας και αποκατάστασης, κλπ), αλλά και το δημογραφικό κόστος από την απώλεια νέων ως επί το πλείστον ανθρώπων σε μία μικρή και δημογραφικά αδύνατη χώρα όπως η Ελλάδα.

Οι αιτίες του φαινομένου είναι πολλές και πολύπλοκες, αλλά δεν είναι του παρόντος η πλήρης ανάλυσή τους. Ασφαλώς παίζει σημαντικό ρόλο η κραυγαλέα έλλειψη σε σύγχρονου τύπου οδική υποδομή. Αλλά αυτό είναι ένα δεδομένο που αλλάζει αργά, και που εν τέλει πρέπει να ληφθεί υπ’ όψη ως δεδομένο. Άλλωστε, δρόμους όλων των τύπων έχουν όλες οι χώρες – ακόμα και οι πιο ανεπτυγμένες έχουν κακούς δρόμους, χωρίς όμως να έχουν τόσα (αναλογικά) ατυχήματα. Επομένως, από την σκοπιά που μας ενδιαφέρει, η έλλειψη καλών δρόμων δεν είναι το βασικό στοιχείο: Το πρόβλημα δεν είναι οι κακοί δρόμοι, είναι οι κακοί οδηγοί. Ασφαλώς και πρέπει η οδική υποδομή να συμπληρωθεί τάχιστα. Αλλά το ζητούμενο είναι η αλλαγή του κυρίως ενόχου για το φαινόμενο, δηλαδή της συμπεριφοράς των οδηγών. Η πρόοδος στον τομέα αυτό θα μειώσει (ελπίζεται) τα ατυχήματα τόσο έως ότου βελτιωθεί η υποδομή αλλά βεβαίως και μετά, εφ’ όσον θα υπάρχουν πάντα κακοί δρόμοι.

Η καταπολέμηση του φαινομένου με κινητοποίηση της κοινωνίας σε βάθος και μέσα από κινηματικού τύπου λογική (όπως περιγράφονται σε άλλη καταχώρηση σε αυτή την ιστοσελίδα) είναι από τις προτεραιότητες στην εκσυγχρονιστική πορεία της χώρας. Το ΠΑΣΟΚ οφείλει να αναγάγει το θέμα σε κορυφαίο πολιτικό και προγραμματικό ζήτημα. Όντας στην εξουσία, το ΠΑΣΟΚ εργάζεται συστηματικά στο θέμα αυτό πάνω σε δύο άξονες πολιτικής: Αφ’ ενός με ένταση και συστηματοποίηση των επί μέρους μέτρων, αφ’ ετέρου με συστηματική διαφωτιστική εκστρατεία με στόχο την αλλαγή κατεστημένων νοοτροπιών και πρακτικών. Ιδρύεται υφυπουργείο οδικής ασφάλειας. Η αστυνόμευση εντείνεται και κυρίως γίνεται συστηματικότερη (δεν έχει σημασία να πάρεις ένα μεγάλο πρόστιμο στην χάση και στη φέξη, σημασία έχει να παίρνεις ένα αρκετά τσουχτερό πρόστιμο ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ που κάνεις παράβαση. Έτσι, και οι πιέσεις για σβήσιμο ποινών θα μειωθούν). Επίσης, αντιμετωπίζεται ακριβώς αυτό το ζήτημα, οι πιέσεις για διαγραφή ποινών, με την ψηφιακή ένταξή τους σε βάση δεδομένων, η πρόσβαση στην οποία ρυθμίζεται από τον κανονισμό. Εγκαθίστανται συνεχώς νέες κάμερες για το έλεγχο της κυκλοφορίας και των εντοπισμό των παραβατών. Δημιουργείται τηλεφωνική γραμμή όπου καταγγέλλονται περιστατικά επικίνδυνης οδήγησης. Ασφαλώς, δεν πέφτουν ποινές από μία (ενδεχομένως) κακόβουλη καταγγελία, όμως λαμβάνονται μέτρα όταν υπάρχει πληθώρα καταγγελιών για έναν οδηγό ή αυτοκίνητο. Εδώ βέβαια θα υπάρξουν αντιδράσεις προερχόμενες από πάγιες νοοτροπίες της Ελληνικής κοινωνίας (αποφυγή «καρφώματος», κλπ), όμως η ενημερωτική εκστρατεία (βλ. παρακάτω) αποσκοπεί στο να πείσει την κοινωνία ότι η επικίνδυνη οδήγηση είναι αντικοινωνική συμπεριφορά, και ότι η καταγγελία είναι σε αυτή την περίπτωση νόμιμη και θεμιτή αυτοάμυνα.

Εντείνεται και συστηματοποιείται η ενημερωτική εκστρατεία. Εδώ, ο στόχος είναι ο διαφωτισμός της κοινής γνώμης, ότι, κακά τα ψέματα, ο εχθρός είναι εντός των τειχών, είμαστε δηλαδή εμείς οι ίδιοι. Η αντιμετώπιση των τροχαίων είναι εν τέλει υπόθεση που αφορά όλους μας, και που θα κερδηθεί από όλους μας. Κανείς δεν είναι ούτε αλώβητος ούτε αμέτοχος ευθυνών – όλοι μετέχουμε σε πρακτικές (από μικρο- μέχρι μεγαλο-παραβάσεις) και νοοτροπίες που μπορούν να βελτιωθούν προς όφελος του συνόλου (π.χ., όλοι κάνουμε μικρές ή και μεγάλες παραβάσεις. Προέχει η ευγένεια και συνεργασία στο δρόμο. Αντικοινωνικές συμπεριφορές όπως επίδειξη, ανταγωνισμός ή επιθετικότητα δεν έχουν θέση στον δρόμο (όπως ούτε και αλλού). Ο δρόμος είναι για να κάνουμε την δουλειά μας και για να γυρίζουμε σώοι το βράδυ στο σπίτι μας, δεν είναι πεδίο επίδειξης για επίδοξους ραλίστες ξ’ διαλογής. (Όποιος έχει τέτοιες ικανότητες μπορεί πολύ ωραία να τις εκδηλώνει συμμετέχοντας σε αγώνες.) Προωθείται η λογική και αξία της ήπιας οδήγησης (που φθείρει λιγότερο τα αυτοκίνητα, και τους οδηγούς, καταναλώνει λιγότερη ενέργεια και παράγει λιγότερο θόρυβο), αλλά και της ενεργητικής οδήγησης όσον αφορά την τήρηση των σημάτων και των κανονισμών. Απαιτείται αυτοπειθαρχία, αλλά και πειθαρχία στους κανονισμούς και τα σήματα, τα οποία είναι θεσπισμένα από την ίδια την κοινωνία, προς όφελος και προστασία της ίδιας. Οι Έλληνες καλούμαστε να ακολουθήσουμε το παράδειγμα του Σωκράτη, που ένοιωθε βαθιά περήφανος για την χώρα του και τους νόμους της. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι καλούμαστε να πεθάνουμε για την εφαρμογή των νόμων (τόσος πατριωτισμός είναι μάλλον αδιανόητος). Σημαίνει όμως ότι είμαστε περήφανοι και ακολουθούμε τους νόμους και κανονισμούς που εμείς οι ίδιοι, ελεύθεροι πολίτες όντες και όχι κάτω από ξένο ζυγό, θεσπίσαμε, προς δικό μας όφελος και μόνον. Παράλληλα, αρχίζει δουλειά με κυκλοφοριακή αγωγή από πολύ μικρή ηλικία στο σχολείο, η οποία αποσκοπεί στο να διδάξει τους αυριανούς πολίτες τις αρετές που αναφέρθηκαν παραπάνω – πάνω απ’ όλα, την περηφάνια του ελεύθερου πολίτη που σέβεται και μοχθεί να βελτιώσει την ίδια του/της την κοινωνία.

Στοιχειώδης σεβασμός στην ανθρώπινη ζωή, σοβαροί οικονομικοί και άλλοι λόγοι, αλλά και εθνική περηφάνια και απλή λογική, όλα συνηγορούν, ΦΩΝΑΖΟΥΝ, για να αντιμετωπιστεί επί τέλους η μάστιγα των τροχαίων ατυχημάτων στην χώρα μας. Το ΠΑΣΟΚ αναδεικνύει τα τροχαία ατυχήματα σε εθνικό και πολιτικό ζήτημα πρώτης γραμμής – τους αποδίδει δηλαδή την πραγματική τους διάσταση. Όντας στην εξουσία, εργάζεται συστηματικά και σε βάθος χρόνου για την επίλυση του προβλήματος.