Ο ξάδερφός μου ο Νίκος (ψευδώνυμο) μένει σε αγροτο-τουριστική παραλιακή περιοχή περίπου 1.30’ από την Αθήνα. Τόσο κοντά κι όμως τόσο μακριά – για να χρησιμοποιήσουμε την στερεότυπη έκφραση. Ο Νίκος κι η γυναίκα του είναι εκπαιδευτικοί της Μέσης Εκπαίδευσης. Ο Νίκος διατηρεί φροντιστήριο ενώ η σύζυγος περιμένει διορισμό ως αναπληρώτρια για τρίτη συνεχή χρονιά. Ο Νίκος ασχολείται και με τα κτήματα που του άφησε ο πατέρας του. Και οι δύο κάνουν αγώνα για να μεγαλώσουν την ωραία τους οικογένεια και τα τρία τους παιδιά, έχοντας βέβαια κατακτήσει ένα αρκετά καλό επίπεδο ζωής.
Τα πράγματα τελευταία έχουν δυσκολέψει αρκετά. Η ακρίβεια δαγκώνει, όπως παντού, η ύφεση έχει αρχίσει να φαίνεται, ενώ στην αγροτική τους κατά βάση περιοχή είναι ορατά και τα αποτελέσματα της γενικότερης δυσπραγίας του αγροτικού κόσμου τα τελευταία χρόνια. Ο Νίκος μου αφηγείται ιστορίες του τύπου, όταν πουλήσω τα πορτοκάλια θα σε πληρώσω και σένα, πληρωμές που έρχονται όταν και όποτε έρχονται, ενώ υπολογίζει ότι το ένα τρίτο των διδάκτρων του φροντιστηρίου δεν θα τα εισπράξει ποτέ. Τα πορτοκάλια του πουλιούνται προς δεκαοκτώ (αριθμητικά: 18) λεπτά το κιλό – τέτοια κέρματα δεν νομίζω ότι έχει κανείς μας στην τσέπη του – και το χωράφι του (που κάποτε ήταν η βάση ενός αγροτικού εισοδήματος) του αποφέρει 1,500-2,000 ευρώ ετήσια με αποκλειστικά προσωπική του εργασία (αν ήταν να βάζει εργάτες δεν θα έβγαινε). Κάποτε στην περιοχή λειτουργούσε εργοστάσιο χυμοποίησης των πορτοκαλιών, που τώρα έχει κλείσει (μειώνοντας ασφαλώς την ζήτηση για το προϊόν).
Η περιοχή τους γνωρίζει ανθηρή οικιστική ανάπτυξη λόγω θάλασσας και γειτνίασης με την Αθήνα και άλλα αστικά κέντρα (η ανάπτυξη αυτή γίνεται εις βάρος των αγροτικών κλήρων που καθίστανται ούτως ή άλλως προβληματικοί). Αλλά η ανάπτυξη είναι «έτσι, χωρίς πρόγραμμα» (όπως παντού δηλαδή). Οι δρόμοι είναι στενοί, υπερτοπικοί δρόμοι μεγάλης κίνησης περνούν μέσα από τα χωριά και τους παραθεριστικούς οικισμούς (νταλίκες και ποδήλατα πλάι-πλάι), ανεξέλεγκτη ηχορύπανση. Στα προβλήματα αυτά έχει προστεθεί πλέον και η έλλειψη νερού, το οποίο αφού μειώθηκε για αγροτική χρήση, τώρα πλέον δεν επαρκεί ούτε καν για οικιακή (και είναι υφάλμυρο).
Ο Νίκος έχει παράπονα, νιώθει αβοήθητος από το κράτος, ξεχασμένος από πολιτικούς και ντόπιους παράγοντες που μοίρασαν κούφιες υποσχέσεις. Η γυναίκα του απορρίφθηκε στην αίτησή της για θέση μόνιμης καθηγήτριας, και πρέπει να τρέχει ώρες με το αυτοκίνητο για να πάει στο σχολείο, όταν βέβαια την ειδοποιήσουν, όποτε την πληρώσουν, και χωρίς καλοκαιρινό μισθό. Όλοι ξέρουμε τις δυσκολίες του να μεγαλώσεις ένα παιδί – το να μεγαλώνεις τρία στην σύγχρονη Ελλάδα είναι νομίζω άθλος. Εάν θέλουμε να ενισχύσουμε με ρεαλιστικούς όρους την δημογραφία της χώρας, οι τρίτεκνοι πρέπει νομίζω να λάβουν αποφασιστική στήριξη, όχι αποσπασματικά με δωρεάν εισιτήρια κλπ, αλλά με στήριξη που κάνει την διαφορά, π.χ. με διορισμό σε αυτήν την περίπτωση. Η σύζυγος παλιότερα εκλήθη να καταλάβει θέση στο Δημόσιο αλλά δεν πήγε – αν είχε πάει θα είχε πάρει συνολικά 3Χ2=6 χρόνια άδεια μητρότητας. Αυτά το Δημόσιο τα έσωσε σ’ αυτήν την περίπτωση. Όλα αυτά, και μαζί η κοινή λογική και ηθική, θα επέβαλλαν τον διορισμό αυτής της μητέρας σε μόνιμη θέση από την οποία θα μπορούσε να βρίσκεται και σχετικά κοντά στην οικογένειά της (όχι να λείπει από το σπίτι της 10 ώρες ημερησίως). Βέβαια, τα ξαδέρφια έχουν χορτάσει από τέτοιου τύπου υποσχέσεις...
Ας μην ξεχνάμε το βασικό, ότι ο Νίκος και η οικογένειά του εξακολουθούν να διατηρούν ένα επίπεδο ζωής που πολλές ελληνικές οικογένειες θα θεωρούσαν τουλάχιστον αξιοπρεπές, μάλλον αρκετά καλό – για να μην μιλήσουμε βέβαια για δισεκατομμύρια άλλων ανθρώπινων υπάρξεων πάνω στον πλανήτη μας που ούτε να ονειρευτούν δεν μπορούν τέτοια ζωή. Από την άλλη μεριά, αναμφισβήτητα βρίσκεται υπό πίεση και δυσκολία – δείγμα τυπικό της ελληνικής μεσαίας τάξης που βλέπει πως δύσκολα πλέον διατηρείται ένα επίπεδο ζωής που μέχρι προ τινός εθεωρείτο κεκτημένο. Στην παθογένεια της οικονομίας προστίθενται και οι πολλαπλές παθογένειες του πολιτικού εποικοδομήματος που εμποδίζουν την λήψη αποφάσεων (ανίκανη διακυβέρνηση, συντεχνιακές μειοψηφίες, συγκρουσιακός ανταγωνισμός των κομμάτων που εμποδίζει την συναίνεση, κλπ – δες σχετικά το Σχέδιο Νέας Διακήρυξης του Σεπτέμβρη). Η ελληνική κοινωνία και η ηγεσία της, με προεξάρχοντα το ΠΑΣΟΚ, επιβάλλεται να σκεφθεί τους λόγους για τους οποίους το επίπεδο ζωής για τους πολλούς βρίσκεται υπό πίεση, και να «χαράξει πορεία». Δεν θα επεκταθούμε πολύ εδώ, καθώς σχετικές αναλύσεις έχουν καταχωρηθεί αλλού (π.χ., στο σημείωμα για την ανταγωνιστικότητα) – επίσης, η πορεία πρέπει να χαραχθεί σε συνεργασία και συνεννόηση με την κοινωνία, μέσα από μία «κινηματικού τύπου» λογική (δες επίσης σχετική καταχώρηση).
Το παράδειγμα του ξάδερφου Νίκου που αναφέρεται εδώ τονίζει κάποιες όψεις της καθημερινότητας της μεγάλης πλειοψηφίας των Ελλήνων και επιβάλλει κάποιες προτεραιότητες. Πρώτον, η οικονομική πρόοδος δεν αγγίζει μεγάλο μέρος, ίσως την πλειοψηφία, της ελληνικής κοινωνίας. Η οικονομία μπορεί να τρέχει με 3% ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης, όμως μεγάλα στρώματα νιώθουν τα πραγματικά τους εισοδήματα να συρρικνώνονται από την ακρίβεια και την «καθισμένη» αγορά. Ανάμεσά τους βέβαια, πιο πιεσμένοι νιώθουν πολλοί αγρότες. Επιβάλλεται λοιπόν η κατά το δυνατόν σταθεροποίηση της οικονομίας, ώστε να αποφεύγεται η αβεβαιότητα. Επίσης επιβάλλεται η ελάφρυνση των ασθενέστερων εισοδηματικά με την επιβολή (πιο) προοδευτικής φορολογίας. Δεύτερη έρχεται η ανάπτυξη, η σε βάθος χρόνου μεθοδική και συστηματική προσπάθεια ώστε να διασφαλίζεται και όσο το δυνατό βελτιώνεται το επίπεδο ζωής. Εδώ η έμφαση πρέπει να είναι στην παραγωγή και την εξωστρέφεια. Πρέπει να μας προβληματίζει το ότι η γεωργία υποχωρεί ραγδαία προς όφελος της οικιστικής ανάπτυξης (αν και σε κάποιο βαθμό ασφαλώς αυτό είναι αναπόφευκτο). Πρέπει επίσης να μας προβληματίζει γιατί μια καλή πρώτη ύλη (όπως τα πορτοκάλια του ξαδέρφου) δεν μπορεί να βρει το δρόμο προς τις αγορές με λογική τιμή. Και γιατί το εργοστάσιο εξαγώγιμου φυσικού χυμού έκλεισε, ενώ οι διεθνείς αγορές κατακλύζονται από χυμούς κάθε προελεύσεως. Ρεαλιστική έμφαση στην παραγωγή, όχι την οικοδομή, τα ακίνητα, ή την κατανάλωση, με προσανατολισμό τις διεθνείς αγορές, αυτά τα χαρακτηριστικά (το ξαναλέμε) πρέπει να ενισχυθούν. Ας προστεθεί το ότι ο υπερβολικός προσανατολισμός της χώρας στις υπηρεσίες δεν βοηθάει, γιατί δεν υπακούει στις παραπάνω αρχές.
Εδώ συγκαταλέγεται και η παραπαιδεία και τα φροντιστήρια – μοναδική στον κόσμο ελληνική ιδιαιτερότητα (έχω ακούσει ότι η Ιαπωνία έχει κάτι ανάλογο και το μεταφέρω με επιφύλαξη, αλλά αλλού δεν πρέπει να υπάρχει τίποτα τέτοιο). Ο τομέας αυτός ασφαλώς συμπληρώνει την εκπαίδευση των νέων και επιπλέον δίνει εργασία και εισόδημα σε πολλές οικογένειες. Από την άλλη όμως είναι δύσκολο να αποκρυβεί το μεγάλο κόστος που αυτή η διαδικασία επιβάλλει στις οικογένειες, και σε τελική ανάλυση το γεγονός ότι η παραπαιδεία ντουμπλάρει ουσιαστικά το σχολείο, απασχολεί έξτρα πόρους για να γίνει ουσιαστικά η ίδια δουλειά που κάνει το σχολείο. Επίσης, η υπηρεσία αυτή δεν είναι εξαγώγιμη. Αυτά βέβαια λέγονται με κάθε σεβασμό προς την σκληρή δουλειά και τον υψηλό επαγγελματισμό που επιδεικνύει η μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων σε φροντιστήρια και ιδιαίτερα μαθήματα. Ούτε και πρόκειται βεβαίως να καταργηθούν τα φροντιστήρια με ένα διάταγμα. Όμως σε βάθος χρόνου, η κοινωνία πρέπει να αναζητήσει τρόπους να διαθέσει πιο παραγωγικά (για το σύνολο) τους διαθέσιμούς της ανθρώπινους πόρους. Αυτό κατά πάσα πιθανότητα γίνεται μόνο με την αύξηση των θέσεων στα πανεπιστήμια, με την ίδρυση (ΙΣΩΣ) ιδιωτικών, ώστε να ικανοποιείται η ζήτηση χωρίς οι νέοι να καταφεύγουν σε προσπάθεια πρόσθετη του σχολείου. Επίσης, το σχολείο πρέπει κατά την γνώμη του γράφοντος να προσανατολιστεί την τελευταία (εξεταστική) χρονιά σε αποκλειστικά προ-πανεπιστημιακού τύπου παιδεία – να κατοχυρώσει δηλαδή θεσμικά αυτό που στην ουσία γίνεται στην πράξη εδώ και πολλά χρόνια. Οι απελευθερωνόμενοι εκπαιδευτικοί από την ιδιωτική παιδεία πρέπει να έχουν ευκαρία απασχόλησης στον δημόσιο τομέα.
Τρίτο, πρέπει να βελτιωθεί η υποδομή της χώρας – συγκοινωνιακή, τηλεπικοινωνιακή, διαχείρισης υδάτινων πόρων, περιβάλλοντος γενικά. Αυτό πρέπει να τεθεί σαν ένας αναβαθμισμένος και συστηματικός στόχος. Τέταρτο, πρέπει να γίνουν ουσιαστικότερες προσπάθειες για να ενισχυθεί η δημογραφία της χώρας – αποφασιστικές και συντονισμένες, κατά τα όσα περιγράφηκαν πιο πάνω. Τέλος, οι παθογένειες του πολιτικού συστήματος πρέπει να αντιμετωπιστούν, ώστε η χώρα να μπορεί να αποφασίζει και θέτει σε εφαρμογή τις λύσεις που είναι προς το συλλογικό συμφέρον, χωρίς να κωλύεται από τις επί μέρους μικρο-επιδιώξεις και συντεχνιακά συμφέροντα.
Ας το ξαναπούμε: Είμαστε σε αρκετά καλή θέση, έτσι που πανικός η αίσθημα να κρίσης (όπως λέω και αλλού) να μην είναι δικαιολογημένο. Από την άλλη μεριά, δεν δικαιολογείται ούτε συναίσθημα εφησυχασμού – αν θέλουμε να εγγυηθούμε την πρόοδο και ευημερία σε βάθος χρόνου.
Wednesday, 27 August 2008
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment