Wednesday 30 July 2008

ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ (;) ΑΞΙΩΝ

Γίνεται πολύς λόγος τελευταία για κρίση στην Ελληνική πολιτική και κοινωνία. Η κρίση αυτή κατά πάσα πιθανότητα αρθρώνεται σε πολλά επίπεδα, κυβερνητικό, ευρύτερα πολιτικό, κοινωνικό, ηθικό και ψυχολογικό. Στο καθαρά κυβερνητικό επίπεδο, είναι ίσως ευκολότερο να περιγραφούν οι ευθύνες: Η κυβέρνηση Καραμανλή (του νεώτερου) έχει αποδειχθεί ανίκανη να διαχειριστεί με στοιχειώδη αποτελεσματικότητα τα μεγάλα προβλήματα του τόπου. Μεγαλόστομες προεκλογικές (προ-2004) εξαγγελίες διαψεύδονται, μικρο-αλλαγές (όλες σε νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση) βαφτίζονται «μεταρρυθμίσεις», βαριά οσμή σκανδάλων παντού – τα οποία τίθενται ανεξαιρέτως στο αρχείο. (Φυσικά, όλοι αθώοι μέχρι αποδείξεως του εναντίου, και ούτε παριστάνω τον δικαστή, αλλά ο τρόπος με τον οποίο η παρούσα κυβέρνηση εννοεί τις πολυ-εξαγγελμένες διαφάνεια και κάθαρση, με την συνδρομή, προφανώς και δυστυχώς, της ηγεσίας της Δικαιοσύνης, μόνο υποψίες εγείρει.)

Αλλά δυστυχώς η κρίση δείχνει να αγγίζει ευρύτερα την πολιτική, με την δυσπιστία των πολιτών διάχυτη, και με το ΠΑΣΟΚ να μην μπορεί να μετατρέψει προς όφελός του τις προφανείς πολιτικές αδυναμίες της κυβέρνησης. Εδώ ίσως έχουν παίξει ρόλο κάποιες (πόσες πραγματικά;) αδυναμίες της περιόδου Σημίτη, αλλά και το ότι η παρούσα ηγεσία του ΠΑΣΟΚ δεν «τοποθετήθηκε» ποτέ επίσημα απέναντι στην περίοδο Σημίτη. Ο γράφων είχε ανέκαθεν την άποψη ότι ο Γ. Παπανδρέου έπρεπε από την πρώτη στιγμή (μετά το 2004) να σταθεί επαινετικά, αλλά και κριτικά όπου χρειαζόταν, στο έργο των κυβερνήσεων αυτών. Αυτό θα είχε δώσει στο ΠΑΣΟΚ την χαμένη του αυτοπεποίθηση, αλλά και θα του είχε επιτρέψει να έχει σήμερα την απαιτούμενη απόσταση ασφαλείας από τις κακοτοπιές. Επίσης, θα είχε δώσει στον νυν πρόεδρο μία γόνιμη αντζέντα στην πρώτη του, μάλλον αμήχανη, περίοδο. Αντ’ αυτού, το παρελθόν αποσιωπήθηκε πλήρως, δημιουργώντας συνειρμούς γενικευμένης ενοχής γιά την περίοδο Σημίτη. Ίσως αυτοί οι συνειρμοί και οι υποψίες να βρίσκονται πίσω από την τωρινή αδυναμία του ΠΑΣΟΚ να αποκτήσει πολιτική υπεροχή.

Όμως, αυτό ας μην μας εμποδίζει να έχουμε μία αίσθηση του μέτρου. Η κυβερνήσεις Καραμανλή δεν έχουν ουδεμία σχέση με τις κυβερνήσεις Σημίτη, που έβαλαν την χώρα στην ΟΝΕ και την Κύπρο στην ΕΕ, έκαναν μεγάλα έργα και δρομολόγησαν Ολυμπιάδα που ούτε καν να ονειρευτεί δεν μπορούσε μέχρι τότε η Ελλάδα, και γενικότερα επετέλεσαν έργο από την κατάσβεση των πυρκαγιών μέχρι την εξάρθρωση της 17Ν και την αναβάθμιση της Αστυνομίας. (Και επεχείρησαν και άλλα, όπως η λύση του Ασφαλιστικού, η αναμόρφωση του δημόσιου τομέα, μεταρρυθμίσεις στην Παιδεία, κά, με διαφορετικούς βαθμούς επιτυχίας και αποδοχή από την κοινωνία.) Κατ’επέκταση, η απαξίωση της πολιτικής που παρατηρείται είναι πρώτα και κύρια αποτέλεσμα (ή μήπως και συνειδητή επιδίωξη;) της κατώτερης των περιστάσεων κυβέρνησης Καραμανλή, και η αδυναμία του ΠΑΣΟΚ είναι η παράπλευρη απώλεια. Ας μην υπάρχει αμφιβολία ότι, στην παρατηρούμενη πτώση του δικομματισμού, τα «ξερά» είναι η ΝΔ, και μαζί της καίγονται και τα «χλωρά» του ΠΑΣΟΚ.

Δυσλειτουργίες υπάρχουν βέβαια και στο ευρύτερο πολιτικό πεδίο. Εδώ γίνεται λόγος για διαπλοκή, εξάρτηση της πολιτικής από «συμφέροντα» και αθέμιτο χρήμα. Οι αναλύσεις δεν συμφωνούν ως προς τις βαθύτερες αιτίες. Κάποιοι θεωρούν ότι το αθέμιτο χρήμα ρέει για να καλυφθεί επικοινωνιακά η έλλειψη ουσιαστικής διαφοροποίησης μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων (Κ. Τσουκαλάς), κάποιοι ότι γίνεται γιατί το χρήμα εκτός πολιτικής που είναι διαθέσιμο για να «επηρεάσει» είναι τρομακτικό σε ποσότητα (Ν. Μουζέλης) – και όλο και αυξάνει, θα πρόσθετα εγώ, και συγκεντρώνεται σε λίγα χέρια ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί αποτελεσματικά για να «επηρεάσει». Πιθανόν υπάρχει δόση αλήθειας σε όλα αυτά τα επιχειρήματα, αν και προσωπικά θα υποστήριζα ότι η φαυλοποίηση (άραγε είναι η σωστή λέξη;) της δημόσιας ζωής στην Ελλάδα είναι, αν τουλάχιστον πιστέψουμε τις διάχυτες φήμες, πιό έντονη στην Ελλάδα από άλλες χώρες. Αν αυτό είναι αλήθεια, επαναλαμβάνω, τότε οι θεσμοί στην Ελλάδα υφίστανται καταρράκωση πιό έντονη από αλλού, και η βαθύτερη αιτία αυτού του φαινομένου δεν φαίνεται να έχει εντοπιστεί πλήρως. (Δηλαδή, χρήμα υπάρχει και αλλού, γιατί η διαφθορά να είναι τόσο έντονη στην Ελλάδα;) Ίσως έχει να κάνει με το στάδιο ανάπτυξης: Χρήμα που περιβάλλει την πολιτική υπάρχει παντού, το πώς όμως θα ανταποκριθεί η πολιτική εξαρτάται από το επίπεδο ανάπτυξης της κοινωνίας, το βαθμό ωρίμανσης των θεσμών, της ανάπτυξης της κοινωνίας των πολιτών, κλπ.

Παραπέρα βέβαια, η Ελληνική κοινωνία αυτόνομα, και όχι μέσω της πολιτικής, δείχνει να μην είναι και αυτή αμέτοχη της κρίσης. Το μέγιστο παράδειγμα είναι αυτό της διαφθοράς, η οποία φαίνεται να αγγίζει ευρύτερα την κοινωνία. Εδώ μπορεί να αναρωτηθεί κανείς αν η διαφθορά της πολιτικής προκαλεί την διαφθορά στην κοινωνία (με βάση την λογική ότι το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι) ή το αντίθετο (με την λογική ότι η πολιτική είναι ο καθρέφτης της κοινωνίας). Ϊσως και τα δύο, ή με την λογική του αυγού και της κότας, ότι η διαφθορά της πολιτικής και της κοινωνίας είναι δύο όψεις του αυτού φαινομένου. Καταλήγουμε πάλι στο ότι η βαθύτερη αιτία της υποβάθμισης των θεσμών μας διαφεύγει (τουλάχιστον στον γράφοντα).

Τέλος, η κρίση έχει ηθικές και ψυχολογικές διαστάσεις, δείχνει δηλαδή να είναι μία κρίση αξιών. Η Ελληνική κοινωνία φαίνεται να βρίσκεται σε μία, ας πούμε, ηθική/ ψυχολογική κόπωση, γενικευμένη αμφισβήτηση αξιών και ιδεολογιών. Οι αιτίες δεν είναι εύκολο να αναλυθούν – και χρειάζεται προσοχή γιατί εδώ μπαίνουμε σε «πειραματικού τύπου» ανάλυση, όπου και τα όρια μεταξύ της φιλοσοφίας και της αμπελο-φιλοσοφίας είναι δυσδιάκριτα. Μπορεί να σχετίζονται με το ότι η Ελλάδα κατέκτησε σχετικά γρήγορα (σε διάστημα δύο ή τριών γενεών από τον πόλεμο και μετά) ένα αξιόλογο υλικό επίπεδο ζωής και τώρα δείχνει να «μένει» από έλλειψη στόχων – υπάρχει ένα κενό που θα έπρεπε να καλυφθεί από στόχους και ιδανικά ψηλότερα, την ποιοτική αναβάθμιση της δημόσιας και κοινωνικής ζωής, την περιβαλλοντική αφύπνιση, το πλησίασμα της παγκόσμιας κοινωνικής και πολιτιστικής πρωτοπορίας. Αντ’αυτών, σε πολλούς από αυτούς τους τομείς έχουμε πισωγύρισμα. Άλλος λόγος μπορεί να σχετίζεται με την αβεβαιότητα που προκύπτει από το γεγονός ότι η υλική αυτή ευημερία είναι σε μάλλον ρηχή, αποτέλεσμα συγκυρίας (γενική μεταπολεμική σύγκλιση, Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση) που τώρα αίρεται, και ότι πρέπει να επαναβεβαιώνεται διαρκώς, ειδικά σε εποχή παγκοσμιοποίησης. Τέλος, η κόπωση μπορεί να τροφοδοτείται από την σύγκρουση μεταξύ παράδοσης και ανανέωσης και από την ανάγκη προσαρμογής σε μία νεωτερικότητα που προσλαμβάνεται μόνο αποσπασματικά και «διαθλασμένα».

Αλλά το πράγμα δεν μένει εδώ. Δεν μπορεί να μην συσχετίσει κανείς την πτώση του ηθικού που παρατηρείται τώρα στην Ελλάδα με κάποια γενικότερη δυσθυμία. Παραδείγματος χάριν, στην Βρετανία η γκρίνια απέναντι στους Εργατικούς δεν φαίνεται να έχει τέλος (όλοι νομίζαμε ότι έφταιγε ο Μπλαιρ, μέχρι που ο Μπράουν αποδείχτηκε ίσως χειρότερος – ή μήπως έφταιγε πράγματι ο Μπλαιρ αλλά έφυγε πολύ αργά για να «γυρίσει» η κατάσταση;). Οι Συντηρητικοί φαίνεται να είναι σε τροχιά εξουσίας, χωρίς όμως κανείς να γνωρίζει ουσιαστικά ποιά είναι η δική τους πρόταση για τα δύσκολα ζητήματα που αντιμετωπίζει η χώρα. Στη Γαλλία, παρατηρούμε απότομες μεταπτώσεις της διάθεσης του εκλογικού σώματος που παράγουν σχεδόν ακυβερνησία. Πότε ήταν (το 2000?), π.χ., που ο Ζοσπέν και οι Σοσιαλιστές κέρδισαν τις βουλευτικές εκλογές, για να μην καταφέρουν να περάσουν ούτε καν στο δεύτερο γύρο των προεδρικών δύο χρόνια αργότερα; Άλλο παράδειγμα ο Σαρκοζύ, που εξελέγη μετά φανών και λαμπάδων το 2007 αλλά τώρα, ένα χρόνο περίπου μετά, πατώνει στις δημοσκοπήσεις. Και λοιπά. Και για να το συσχετίσω και με τα πορίσματα της επιστημονικής έρευνας, πρέπει να αναφερθεί το διαπιστωμένο εμπειρικό εύρημα ότι η «ευτυχία» του μέσου πολίτη των δυτικών κοινωνιών πολύ λίγο έχει ανέβει τα τελευταία τριάντα χρόνια – παρά την συνεχιζόμενη άνοδο του συνολικού βιοτικού επιπέδου. Γιατί αυτή η διαφαινόμενη έλλειψη προσανατολισμού, αισιοδοξίας και ικανοποίησης στις Ευρωπαϊκές κοινωνίες;

Και εδώ οι πιθανές απαντήσεις ποικίλλουν. Σε ένα κάπως άμεσο επίπεδο, μπορεί να προτείνει κανείς την δυσαρέσκεια από την αυξανόμενη ανισοκατανομή του εισοδήματος και από το γεγονός ότι ο μέσος εργαζόμενος έχει δει πολύ μικρή πραγματική αύξηση των εισοδημάτων του τις τελευταίες δύο-τρεις δεκαετίες στις ΗΠΑ αλλά και την Ευρώπη. (Οι αυξήσεις της υλικής ευημερίας τείνουν να πηγαίνουν στους πολύ πλούσιους.) Απογοήτευση προκαλεί το γεγονός ότι και οι κυβερνήσεις στηριζόμενες από θεωρούμενα αριστερά κόμματα εμφανίζονται αδύναμες ή και τελείως απρόθυμες να κάνουν ο,τιδήποτε μπορεί έστω και κατ’ελάχιστον να απειλήσει αυτή την κατανομή εισοδήματος. Άλλες, όπως η ημετέρα κυβέρνηση της ΝΔ, επιχειρούν ασύστολα να υποβοηθήσουν και επιταχύνουν την αναδιανομή προς όφελος των οικονομικά ισχυροτέρων. Επίσης, αβεβαιότητα προκαλεί η διαφαινόμενη αποσάρθρωση του κοινωνικού ιστού, με τα παρεπόμενα προβλήματα (αλκοολισμός, έγκλημα, παχυσαρκία), στις ώριμες βιομηχανικές («μετα-βιομηχανικές») δυτικές κοινωνίες. Παραπέρα, προσπαθώντας να μην χάσει στην σχετική του θέση στην «κοινωνική σκάλα», ο μέσος εργαζόμενος τρέχει σαν τον Βέγγο μόνο και μόνο για μείνει κατ’ουσίαν ακίνητος – άλλη πηγή δυσαρέσκειας.

Αλλά, όταν όλοι προσπαθούμε να φτάσουμε ή και να ξεπεράσουμε ακόμα τον διπλανό μας (το αγαπημένο μου θέμα στην έρευνα) μήπως αυτό δεν φανερώνει τελικά και κάποια απληστία, που είναι εν τέλει και συστατικό στοιχείο της ανθρώπινης φύσης; Τελειότητα δεν υπάρχει στην ανθρώπινη φύση, όπως ασφαλώς ούτε και πουθενά αλλού. Το ζήτημα είναι τι είδους καταστάσεις τροφοδοτούν οι ατέλειες. Ένας (Έλληνας) φοιτητής σε Βρετανικό Πανεπιστήμιο (όχι το δικό μου) μου έλεγε τις προάλλες το παράπονό του ότι ενώ δίνει ένα σεβαστό ποσό διδάκτρων στο Παν/μιο, κάποιοι (ευτυχώς λίγοι) διδάσκοντες αντιμετωπίζουν την επικοινωνία με τους φοιτητές περίπου ως πάρεργο. Προσπαθούσα να εξηγήσω ότι οι διδάσκοντες οι ίδιοι συνήθως δεν βλέπουν ούτε δραχμή (ή λίρα) από αυτά τα λεφτά. Φυσικά, οι διδάσκοντες απολαμβάνουν ενός σχετικά αξιοπρεπούς μισθού και αυτό τους δημιουργεί την πάγια υποχρέωση να επικοινωνούν τακτικά με τους φοιτητές (πράγμα που ούτως ή άλλως κάνουν, αλλά όχι πάντα όσο οι φοιτητές θα ήθελαν!). Όμως, μία ψύχραιμη ανάλυση της κατάστασης δείχνει την διάσταση μεταξύ του κοινωνικά επιθυμητού στόχου (της επικοινωνίας με τους φοιτητές, και της προσέλκυση μεγαλύτερου αριθμού τους) και του ιδιωτικού κινήτρου (του ιδιωτικού οφέλος του δάσκαλου από αυτές τις δραστηριότητες). Επίσης, πολλές φορές οι διδάσκοντες έχουν οι ίδιοι παράπονα (λιγότερο ή περισσότερο δικαιολογημένα) από τον εργοδότη τους, και (κάποιοι) θα δικαιολογούσαν την στάση τους υποστηρίζοντας πάνω κάτω «τόσο με πληρώνουν τόσο κάνω». Εδώ βλέπουμε μία διάβρωση αυτού που μπορεί να ονομαστεί «κοινωνικό κεφάλαιο» ή πιο απλά καλή θέληση. Ακόμα σημαντικότερα, η επαγγελματική εξέλιξη των Παν/μιακών εξαρτάται σχεδόν απόλυτα από την έρευνα και πολύ λίγο από την ποιότητα της διδασκαλίας τους. Έτσι, αυτή καθορίζεται μόνο από προσωπικό μεράκι. Βλέπουμε δηλαδή ότι το σύστημα κινήτρων που δίνει το Παν/μιο ιεραρχεί τις προτεραιότητες μάλλον υπερβολικά προς την μία πλευρά (έρευνα) – όπως ενδιαφέρει περισσότερο τους ίδιους τους Παν/μιακούς. Διάσταση μεταξύ του κοινωνικά επιθυμητού και ιδιωτικά ωφέλιμου, λάθος ιεράρχηση και σύγχυση ιδιωτικών κινήτρων, κατεστημένα συμφέροντα, διάβρωση του κοινωνικού κεφαλαίου και της καλής θέλησης. Ιδού φαινόμενα (αιτίες ή συμπτώματα;) που διαπερνούν όλα τα επαγγέλματα και τους κοινωνικούς χώρους σε όλες τις χώρες, και που σίγουρα αποτελούν πηγή απογοήτευσης, δυσφορίας και κυνισμού.

Κοινωνική δυσαρέσκει προκύπτει επίσης από την αθρόα (κατά την γνώμη του γράφοντος, που έχει κυρίως στο νου την Βρετανική εμπειρία) γραφειοκρατικοποίηση των δυτικών κοινωνιών. Οι λόγοι δεν είναι του παρόντος, όμως είναι του παρόντος να τονισθεί ότι γραφειοκρατικοποίηση σημαίνει και ιεραρχία, που δημιουργεί νικητές και ηττημένους. Τελικά, ασφαλώς δεν είναι και εύκολο το να διοικείς μία κοινωνία. (Ένας καλός φίλος και συνάδελφος μου έλεγε χτες τις δυσκολίες που έχει για να κατευθύνει μία ομάδα πέντε (!) διοικητικών υπαλλήλων. Φαντάσου να προσπαθείς να διοικήσεις κοινωνίες!!) Οι κοινωνίες θα είναι πάντα ατελείς, και οι ατέλειες τους (πραγματικές ή θεωρούμενες) θα είναι πάντα αιτία προστριβών. Σε εποχές παλιότερα ραγδαίας προόδου, οι ατέλειες αυτές ξεπερνιόνταν από την αισιοδοξία της στιγμής. Τώρα όμως που φτάσαμε σε ένα «οροπέδιο» από το οποίο η παραπέρα πρόοδος δεν είναι τόσο εύκολη, τώρα τελικά που η «ποιότητα» των κοινωνιών (ό,τι σημαίνει αυτό) έφτασε μέχρις εκεί που η ανάπτυξη της συλλογικής συνείδησης επιτρέπει, οι ατέλειες πιάνουν «πρώτο τραπέζι πίστα» και η γκρίνια δεν σταματάει.

Αλλά βαδίζουμε σε πολύ Εγελιανά μονοπάτια. Δεν είναι η πρόθεσή μου να υποστηρίξω πως κάποιες μεταφυσικού τύπου ατέλειες της ανθρώπινης φύσης, είτε της συλλογικής συνείδησης, ευθύνονται για όλα. Οι αιτίες πρέπει πρωτίστως να αναζητηθούν στις κοινωνικές εξελίξεις και καταστάσεις. Όμως η αντιμετώπιση αυτών δυσκολεύεται επειδή το ανθρώπινο ζώον τείνει να βάζει το στενό ατομικό συμφέρον πάνω από το συλλογικό.

Ας τελειώσω όμως (επιτέλους!) με τρεις βασικές επιφυλάξεις. Όπως αναφέρθηκε, το παρόν άρθρο είναι αρκετά «πειραματικό» στον χαρακτήρα του, και προτείνει διάφορες θέσεις ως υποθέσεις για περαιτέρω επεξεργασία και συζήτηση, και όχι φυσικά ως αδιαμφισβήτητες αλήθειες. Δεύτερο, παίρνει σαν δεδομένο ότι υπάρχει στην Ελλάδα, αλλά και αλλού, αυτό που ονομάζεται «κρίση», όμως ακόμα και αυτό σηκώνει συζήτηση: Οι ανησυχίες ή αβεβαιότητες που παρατηρούνται τώρα υπήρχαν πάντα – έχουν τώρα πράγματι πάρει τις διαστάσεις κρίσης; Εάν όχι, τότε βέβαια και το άρθρο στο σύνολό του μένει μάλλον μετέωρο. Τρίτον, η θεωρούμενη «κρίση» μπορεί να γίνει σε μεγάλο βαθμό μία αυτο-εκπληρούμενη προφητεία: Όσο πιο πολύ μιλάς για κρίση, ακόμα και χωρίς να υπάρχει, τόσο πιο πολύ το ηθικό της κοινωνίας πέφτει, και άρα τόσο πιο πολύ η «κρίση» βαθαίνει. Αυτό είναι κάτι που δυστυχώς παρατηρείται κάποιες φορές στον δημόσιο διάλογο. Σ’αυτό πρέπει να προστεθεί η τάση των μίντια, στην προσπάθειά τους να αναδείξουν ειδήσεις, να τονίζουν την «κρίση» ακόμα και όταν αυτή δεν ξεφεύγει από τις συνηθισμένες διαστάσεις. Γι αυτό, «μπαίνει καθήκον», όπως λέγανε και αλλού, να μην μιλάμε για κρίση. Οφείλουμε να αναδεικνύουμε το όραμα, εστιαζόμενοι στα πραγματικά προβλήματα και τις λύσεις τους, να τονώνουμε την αισιοδοξία για το αύριο, και όχι να βουλιάζουμε στον φαύλο κύκλο της απαισιοδοξίας. Γι αυτό, ζητώ ταπεινά συγγνώμη από τον/την αναγνώστη/στρια για την παρέκβαση αυτού του άρθρου, και υπόσχομαι να μην επαναλάβω.


(ΥΓ – 7/9/08): Ξαναδιαβάζοντας τα παραπάνω, θα ηθελα να τονίσω κάτι που ίσως δεν τονίστηκε επαρκώς την πρώτη φορά: Πιστεύω βαθιά ότι η ελληνική κοινωνία ΔΕΝ είναι τόσο διεφθαρμένη, απογοητευμένη, ή κυνική, ώστε πλέον το παιχνίδι της ανασυγκρότησης να είναι χαμένο. Ή μάλλον, είναι απ’ όλ’ αυτά, αλλά μόνον λίγο, επιφανειακά. Πιστεύω ότι η μεγάλη πλειοψηφία των ελλήνων/ελληνίδων εμφορείται από ήθος, αγάπη προς την πατρίδα, και αισιοδοξία, ώστε να μπορεί να κινητοποιηθεί στην σωστή κατεύθυνση ανά πάσα στιγμή (το ποιά είναι η «σωστή κατεύθυνση» φίλε/η αναγνώστη/τρια αναλύεται σε διάφορες καταχωρήσεις σε αυτήν εδώ την ιστοσελίδα), αρκεί να δοθεί το πράσινο φώς. Πιστεύω ότι η κοινωνία θα αντιδράσει θετικά και με ενθουσιασμό σε οποιαδήποτε αξιόπιστη προσπάθεια έλθει «από τα πάνω», γι αυτό και πιστεύω πως στο γαϊτανάκι κοινωνίας-πολιτικής που αναλύεται και αλλού, το πρώτο λόγο στην παρούσα συγκυρία έχει η πολιτική.

Saturday 19 July 2008

ΑΡΙΣΤΕΡΑ Η ΚΕΝΤΡΟ;

Το ερώτημα «Αριστερά ή Κέντρο» όσον αφορά το ΠΑΣΟΚ εμφανίζεται αρκετά συχνά τον τελευταίο καιρό, ειδικά μετά τις εκλογές του Σεπτέμβρη του 2007. (Βλ. π.χ. το άρθρο του Δ. Μητρόπουλου ‘Κλίνατε επ’αριστερά’ στην στήλη Εναλλακτικά των ΝΕΩΝ της 19ης Ιουλίου 2008). Η αριστερή αυτή στροφή του ΠΑΣΟΚ (που εκφράζεται π.χ. στον χώρο της Παιδείας με την άρνηση αναγνώρισης των ιδιωτικών «Πανεπιστημίων», στον χώρο της οικονομικής πολιτικής με την έκφραση επιθυμίας για επαναδιεκδίκηση του ΟΤΕ από το Δημόσιο, κλπ) υποστηρίζεται από την λογική ότι το ΠΑΣΟΚ πρέπει να επιστρέψει στις αριστερές του καταβολές και την κινηματική του λογική αν θέλει να ξαναγίνει πλειοψηφικό ρεύμα στην κοινωνία.

Η συλλογιστική αυτή εντάσσεται σε έναν γενικότερο προβληματισμό για το ποιά πρέπει να είναι η στρατηγική των Κεντροαριστερών/σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων για την κατάκτηση της εξουσίας (βλ. σχετικό άρθρο του Παύλου Τσίμα πάλι στα ΝΕΑ προ καιρού). Πράγματι, τα κόμματα αυτά, τουλάχιστον στην Ευρώπη, δείχνουν να χάνουν αναφανδόν τον τελευταίο καιρό την εξουσία όποια κι άν είναι η στρατηγική τους (με γνωστές και φωτεινές εξαιρέσεις όπως στην Ισπανία). Μερικές φορές μπορεί να υποστηριχθεί ότι δεν επέδειξαν αρκετό «ρεαλισμό» πηγαίνοντας αρκούντως προς το κέντρο, άλλες φορές πως δεν υπήρξαν αρκετά τολμηρά πηγαίνοντας προς τα αριστερά! Δεν νομίζω πως το θέμα έχει λυθεί ομόφωνα μεταξύ των σχολιαστών, αλλά ούτε και πως είναι εύκολο να λυθεί. Όποια θέση και αν υποστηρίξει κανείς, υπάρχει ισχυρός αντίλογος. Προσωπικά θα έτεινα προς την ιδέα ότι η απάντηση είναι σύνθετη και όχι «μονοσήμαντη», τύπου αριστερά ή δεξιά, άσπρο ή μαύρο. Νομίζω πως είναι σημαντικό ένα κόμμα να έχει μεν γνωστές αριστερές ιδεολογικές καταβολές, και κάποιες «αδιαπραγμάτευτες» βασικές επιλογές – αυτή η αίσθηση του βασικού προσανατολισμού είναι απαραίτητη για να κινητοποιηθεί μια σημαντική μερίδα της κοινής γνώμης. Από την άλλη μεριά, χρειάζεται ρεαλισμός στην καθημερινή άσκηση της πολιτικής στην βάση επεξεργασμένων προγραμματικά θέσεων – για να πεισθεί η κοινωνία ότι το πρόγραμμα είναι εφικτό και κινείται στην λογική του συλλογικού, και όχι κάποιου στενά ιδεολογικού, συμφέροντος. Αυτός ο (δύσκολος) συνδυασμός της «ρεαλιστικής ουτοπίας», της αίσθησης ότι είναι εφικτό να βελτιωθούν τα πράγματα προς μιά προοδευτική κατεύθυνση προς όφελος των πολλών είναι εξ ων ουκ άνευ για την κατάκτηση της εξουσίας από τα Κεντροαριστερά κόμματα.

Με δεδομένο αυτό, και με επίσης δεδομένο ότι το ΠΑΣΟΚ έχει γνωστές αριστερές καταβολές (ο μακαρίτης Μιχάλης Ράπτης ή «Πάμπλο» συνήθιζε να λέει, ή να γράφει, ότι το ΠΑΣΟΚ είναι το αριστερότερο από τα κόμματα εξουσίας της Ευρώπης), το ζητούμενο για το ΠΑΣΟΚ είναι ο ρεαλισμός και η προγραμματική επεξεργασία σύγχρονων θέσεων. Με άλλα λόγια, πιστεύω πως το ΠΑΣΟΚ έχει κατακτήσει την αριστερή του ταυτότητα στη συνείδηση μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας, για διάφορους λόγους (που έχουν να κάνουν με το ότι τόσο το ΠΑΣΟΚ έχει να επιδείξει μια αρκετά ριζοσπαστική πορεία μέχρι τώρα, όσο και με το ότι και η ελληνική κοινωνία για λόγους ιστορίας αλλά και σύνθεσης εμφορείται σε μεγάλο βαθμό από ριζοσπαστικά αισθήματα). Αυτό που μένει τώρα είναι να πείσει ότι διαθέτει και τις ανάλογες θέσεις και σύγχρονο πρόγραμμα για να υποστηρίξει αξιόπιστα την προοδευτική μεταρρύθμιση, και να εγγυηθεί την ευημερία και την εν γένει πρόοδο. Με απλά λόγια, το ζητούμενο τώρα για το ΠΑΣΟΚ είναι να προσεγγίσει το Κέντρο στις προγραμματικές του θέσεις.

Υπάρχουν πιό συγκεκριμένα τρία βασικά επιχειρήματα σχετικά με το «γιατί Κέντρο». Ας αρχίσουμε με το πιό πραγματιστικό, αυτό που έχει να κάνει με εκλογικού τύπου λογική. Είναι η θέση ότι το εκλογικό παιχνίδι παίζεται στο κέντρο, και υποστηρίζεται θεωρητικά από το γνωστό θεώρημα του μέσου ψηφοφόρου. Υπάρχουν (απλουστευτικά) δύο κόμματα, και κάθε ψηφηφόρος ψηφίζει το κόμμα που είναι εγγύτερα στις δικές του/της θέσεις (ακόμα και αν δεν ταυτίζονται απόλυτα με τις θέσεις του κόμματος). Έτσι, το «Δεξιό» κόμμα παίρνει όλες τις ψήφους πιό δεξιά του, το «Αριστερό» όλες τις ψήφους αριστερά του, και μοιράζονται τις ψήφους στο ενδιάμεσό τους. Γίνεται λοιπόν φανερό ότι η μόνη συμφέρουσα εκλογικά στρατηγική είναι η σύγκλιση στο κέντρο, υπό την έννοια της προσέγγισης στις προτιμήσεις του μέσου ψηφοφόρου. Το θεώρημα αυτό έχει βέβαια κατακριθεί από πολλές απόψεις (υπάρχουν περισσότερα των δύο κόμματα, τα κόμματα δεν είναι τόσο καιροσκοπικά όσο περιγράφονται αλλά εμφορούνται και από ιδεολογικές προτιμήσεις που μπορεί να τα εμποδίζουν να συγκλίνουν απόλυτα, κλπ), αλλά η βασική του λογική, η προσέγγιση προς το κέντρο, επιβεβαιώνεται απότα πράγματα.

Το δεύτερο επιχείρημα υπέρ του «Κέντρου» είναι ίσως πιό ουσιαστικό. Έχει να κάνει με αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «δεύτερη διάσταση της πολιτικής». Μπορούμε να διακρίνουμε δύο διαστάσεις στην πολιτική: Η πρώτη έχει να κάνει με αναδιανεμητικού τύπου λογική (εξίσωση εισοδημάτων, σπάσιμο κάθε τύπου προνομίων, κλπ). Είναι η διάσταση που κρύβεται πίσω από τις κωδικές λέξεις «κοινωνική δικαιοσύνη», που είναι βέβαια βασική ιδεολογική δέσμευση και στόχος κυρίως των (Κεντρο)αριστερών κομμάτων. (Αν και όχι μόνο, αν πιστέψουμε π.χ. την τωρινή ηγεσία των Βρετανών Συντηρητικών). Το παιχνίδι σε αυτήν την διάσταση της πολιτικής είναι περισσότερο «μηδενικού αθροίσματος» (εσύ χάνεις, εγώ κερδίζω, ή τούμπαλιν). Η δεύτερη διάσταση της πολιτικής είναι αυτή που αποσκοπεί στην άνοδο γενικά του συνόλου. Αυτή συνδέεται κυρίως με διαχειριστικές πρακτικές, και αποσκοπεί στον εκσυγχρονισμό και την σύγκλιση του συνόλου με πιό προοδευμένες χώρες από διάφορες απόψεις (οικονομική, κοινωνική, θεσμική, κά). Εδώ το ζητούμενο είναι η σωστή διαχείριση και η χρηστή διοίκηση έτσι ώστε να λυθούν προβλήματα, να αντιμετωπιστούν κάθε λογής προκλήσεις ή δυσκολίες, και να αξιοποιηθούν όσο το δυνατό καλύτερα οι ευκαιρίες. Το παιχνίδι σε αυτή την διάσταση είναι κατά βάση συνεργατικό. Η άποψη του γράφοντος είναι ότι στην παρούσα φάση, η «δεύτερη διάσταση» της πολιτικής είναι πολύ περισσότερο επείγουσα ως προτεραιότητα για την Ελλάδα. Όχι ότι είμαστε κοντά στον ιδεολογικό στόχο της κοινωνικής δικαιοσύνης – προς Θεού. Αλλά αυτή την ώρα αντιμετωπίζουμε δυσκολίες που χρήζουν επείγουσας αντιμετώπισης. Από το ζητούμενο της σύγκλισης (ή, θα έλεγα, της αποτροπής της απόκλισης) σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης και Ευρωπαϊκής ενοποίησης, οι οποίες δεν συγχωρούν τους βραδυπορούντες, μέχρι την αντιμετώπιση της πληθώρας των εγχωρίων προβλημάτων` από την αντιμετώπιση της κρίσης αξιών στην κοινωνία (διαφθορά, αδιαφορία) μέχρι την αναζωογόνηση και ανασύνταξη της πολιτικής` από την προστασία και ισχυροποίηση των δημοσίων και κοινωνικών υπηρεσιών και αγαθών μέχρι την ταυτόχρονη αναδιάρθρωση και εξυγίανση του κρατικού τομέα` από την ισχυροποίηση σε διεθνές επίπεδο μέχρι την αντιμετώπιση των εθνικών θεμάτων, η Ελλάδα αντιμετωπίζει προκλήσεις που και επείγουν και απαιτούν συνεργατικό και συναινετικό πνεύμα. Αυτό επιβάλλει μετριοπαθείς και συναινετικές προσεγγίσεις σε όλα τα θέματα, δηλαδή μία λογική «Κέντρου». Και κυρίως, ας το επαναλάβουμε, το να αναχθεί η χρηστή διοίκηση και διαχείριση σε κεντρικό αίτημα και ζητούμενο της πολιτικής.

Τέλος, και σε συνέχεια του προηγουμένου, θα διατύπωνα μία άποψη για την φύση της δημοκρατίας. (Εξ όσων – λίγων – γνωρίζω πάνω στο θέμα, δεν έχει διατυπωθεί αλλού.) Η πάγια θέση είναι ότι η δημοκρατία είναι το σύστημα όπου η πλειοψηφία κυβερνάει, με βάση τις προτιμήσεις της και λίγο-πολύ χωρίς περιορισμούς, θεωρητικά τουλάχιστον, επιβαλλόμενους από τις απόψεις της μειοψηφίας. Η θέση που θα διατύπωνα είναι ότι η δημοκρατία είναι ένας τρόπος να επιλύονται οι κοινωνικές αντιθέσεις στο τραπέζι, με διάλογο, και με όσο το δυνατό λιγότερη κοινωνική αναταραχή. Δηλαδή, όχι με κουμπούρια στα οδοφράγματα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η πλειοψηφία μπορεί να κάνει ό,τι νομίζει, καλό ή κακό. Οφείλει να λαμβάνει υπ’όψη τις απόψεις της μειοψηφίας, σε ποσοστό ανάλογο βεβαίως της – εκλογικής – δύναμής της. Οφείλει δηλαδή να συνθέτει απόψεις. Αυτή η άποψη αντιβαίνει ευθέως στην πάγια λογική ότι η πλειοψηφία κυβερνάει ανεμπόδιστη, όμως βοηθάει ώστε να διασφαλίζεται καλύτερα η κοινωνική ειρήνη. Η σύνθεση αυτή απόψεων αναπόφευκτα οδηγεί κοντύτερα στο κέντρο.

Συμπερασματικά, το άρθρο αυτό υποστηρίζει ότι η μεγαλύτερη προτεραιότητα για το ΠΑΣΟΚ, αυτή την ώρα, είναι η διατύπωση σύγχρονων, αξιόπιστων, και ρεαλιστικών προγραμματικών θέσεων, πάντα σε προοδευτική κατεύθυνση, αλλά και τέτοιων ώστε να μπορούν να επιτύχουν όσο το δυνατό ευρύτερες κοινωνικές συναινέσεις. Με βάση το ότι το ΠΑΣΟΚ έχει κατοχυρώσει σε επαρκή βαθμό το «αριστερά», τώρα προέχει να κατοχυρώσει και το «κέντρο».

Friday 11 July 2008

ΓΙΑΤΙ ΓΡΑΦΩ BLOG

Γιατί γράφω blog (Ελληνιστί (;) «ιστολόγιο» – τι αδόκιμος όρος, αυτά γίνονται όταν η μετάφραση ανατίθεται σε μηχανές, ή σε ανθρώπους που μεταφράζουν μηχανικά); Γιατί γράφω λοιπόν; Να ένα ερώτημα που ενστικτωδώς θέτω ανά πάσα στιγμή, και (πρέπει να) απαντάω σχεδόν συνέχεια. Οι απαντήσεις που δίνω δεν είναι πάντα οι ίδιες, ευτυχώς όμως είναι στο ίδιο μήκος κύματος. Ιδού μερικές – η σειρά δεν έχει σημασία:

- Γιατί έχω ανάγκη επικοινωνίας.
- Γιατί ούτως ή άλλως έχω μια σειρά σκέψεων, και αυτές εναγωνίως ζητούν να βγουν στο χαρτί (τρόπος του λέγειν).
- Γιατί όταν αυτές οι σκέψεις αρχίζουν να βγαίνουν στο χαρτί παίρνουν σχήμα, διαμορφώνονται περισσότερο, καμιά φορά αλλάζουν κιόλας κάπως, έτσι ώστε το τελικό αποτέλεσμα να εκπλήσσει λίγο και αυτόν τον ίδιο που γράφει.
- Γιατί θα ήθελα να προωθήσω τον διάλογο πάνω σε συγκεκριμένες προγραμματικά θέσεις.
- Γιατί ψάχνω να βρω ορισμένα πράγματα σχετικά με την Ελληνική πραγματικότητα που να με «καλύπτουν» γραμμένα από άλλους, και αφού δεν τα βρίσκω, πρέπει να τα γράψω εγώ. (Υπάρχουν πάρα πολλά και ενδιαφέροντα που γράφονται, αλλά μένουν να γραφούν κι άλλα.)
- Γιατί φαίνεται ότι η Ελληνική πραγματικότητα έχει πέσει σε έναν βάλτο (κάποιοι θα έλεγαν «κρίση», αλλά για διάφορους λόγους διαφωνώ με τον όρο): Η/οι πολιτική/οί έχει (και έχουν) ατονήσει ως ηγετική δύναμη στην Έλληνική κοινωνία (συνολικά, αλλά με φωτεινές εξαιρέσεις). Η κοινωνία, από την άλλη μεριά, ενώ έχει περιπέσει κι αυτή σε μια δύσθυμη διάθεση (‘όλοι ίδιοι είναι’, ‘όλοι τα πιάνουν’, ‘τίποτα δεν γίνεται’, κλπ.) πιστεύω ότι κρύβει πολλές ζωντανές δυνάμεις. Έτσι, καταλήγω (περισσότερο διαισθητικά παρά «με ακλόνητα επιχειρήματα») στο συμπέρασμα ότι η αναγέννηση και ανανέωση θα έρθει περισσότερο από «τα κάτω», την κοινωνία, παρά «από πάνω», την πολιτική. Δεν είναι εύκολο, ασφαλώς, αλλά οι νέες τεχνολογίες δίνουν και νέες δυνατότητες. Ας ελπίσουμε λοιπόν ότι αυτές οι σκέψεις συμβάλλουν σε αυτή την κατεύθυνση.
- Γιατί τελικά έχω (σε κάποιο βαθμό) την πολυτέλεια λόγω επαγγέλματος να αφιερώνω χρόνο σε διαλογισμό «μακριά από τον θόρυβο της αγοράς». Βεβαίως, η τύχη όλων αυτών που απλά διατυπώνονται εδώ θα κριθεί στον στίβο της μάχιμης πολιτικής. Μπορεί λοιπόν να πει κανείς ότι αυτές οι σκέψεις είναι απλώς όνειρα θερινής νυκτός. Τα όνειρα όμως έχουν και την δύναμη να κινητοποιούν, ιδιαίτερα όταν σκιαγραφούν ένα όραμα με βάση το οποίο, λίγο-πολύ, ο ιστορικός του μέλλοντος θά κρίνει τις επιδόσεις του παρόντος.

Tuesday 8 July 2008

15 ΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΚΡΙΒΕΙΑ, ΤΗΝ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ, ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ

1. Κύμα ΑΚΡΙΒΕΙΑΣ πλήττει την Ελλάδα: Ο πληθωρισμός φέρεται να τρέχει με 5% σε ετήσια βάση τους μήνες Ιούνιο και Ιούλιο 08, με προοπτική το 7% για το φθινόπωρο (π.χ., δες σχετικό δημοσίευμα των ΝΕΩΝ της 2/7/08), σαφώς πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (που είναι περίπου 4%). Η ακρίβεια είναι μεν οδυνηρή για μεγάλα στρώματα του πληθυσμού, κυρίως τα οικονομικά ασθενέστερα, αλλά δεν έχει τίποτα το παράδοξο: Δεν είναι παρά η μείωση των εισοδημάτων σε πραγματικούς όρους: Με τους ονομαστικούς μισθούς καθηλωμένους σε χαμηλά επίπεδα, η «ακρίβεια» δεν είναι παρά η πτώση της πραγματικής αξίας των μισθών και εισοδημάτων. Μια ανάλυση του φαινομένου λοιπόν πρέπει να προσεγγίσει το πρόβλημα κυρίως (όχι αποκλειστικά) από αυτή την σκοπιά.

2. Η κύρια θέση που υποστηρίζεται εδώ είναι ότι η πραγματική μείωση των εισοδημάτων είναι αποτέλεσμα χαμηλής ανταγωνιστικότητας, σε συνδυασμό με την ένταξη στην ΟΝΕ και την παγκοσμιοποιμένη οικονομία. Το πρόβλημα περιπλέκεται με το ότι η μείωση αυτή δεν εμφανίζεται ομοιόμορφη, αλλά πλήττει περισσότερο τα οικονομικά ασθενέστερα στρώματα. Αυτό είναι έκφραση της εντεινόμενης ανισοκατανομής των εισοδημάτων και του πλούτου, το οποίο είναι μία τάση που καταγράφεται γενικά στις χώρες του ύστερου καπιταλισμού, και που καταφθάνει και στην Ελλάδα. Αλλά το κύριο πρόβλημα παραμένει κατά την γνώμη του γράφοντος η (χαμηλή) ανταγωνιστικότητα: Με ψηλότερη ανταγωνιστικότητα, είτε οι μισθοί παρακολουθούν την άνοδο των τιμών, έτσι ώστε αυτή γίνεται λιγότερο επώδυνη, είτε οι επιχειρήσεις εξασφαλίζουν τα απαραίτητα ποσοστά κέρδους τους με μικρότερες τιμές, είτε και τα δύο αυτά σε συνδυασμό.

3. Στην προ-ΟΝΕ εποχή, το πρόβλημα της χαμηλής ανταγωνιστικότητας έβρισκε μια κάποια λύση με τις διαδοχικές υποτιμήσεις του νομίσματος. H λύση αυτή ήταν πολλές φορές επώδυνη (πληθωριστική και αιτία νομισματικών κρίσεων και μείωσης αξιοπιστίας), αλλά ήταν μια κάποια λύση. Η ΟΝΕ μας έχει προσφέρει μεγάλα, και ήδη φανερά πλεονεκτήματα, όπως η απαλλαγή από τις νομισματικές κρίσεις και τα χαμηλά επιτόκια, και η μικρότερη έμφαση στα εξωτερικά ελλείμματα. Το πρόβλημα της ΟΝΕ όμως είναι ότι δεν διαθέτει εύκολη λύση όταν κάποια χώρα ή χώρες εμφανίζουν μεσο/μακροπρόθεσμο πρόβλημα χαμηλής ανταγωνιστικότητας (αυτό που τεχνικά ονομάζεται ανατίμηση σε πραγματικούς όρους). Όταν εμφανιστεί τέτοιο πρόβλημα, τότε η μόνη (και οδυνηρή) διέξοδος είναι η συμπίεση των εισοδημάτων. Αυτού του είδους οι διαδικασίες και τα προβλήματα δεν έχουν τονισθεί και μελετηθεί αναλυτικά στην διεθνή βιβλιογραφία, για διάφορους λόγους, ίσως γιατί αναπτύσσονται σε βάθος χρόνου, ενώ ακόμα δεν έχουμε τόση εμπειρία από την ΟΝΕ (αν και έχουν διατυπωθεί κάποιες ανάλογες επιφυλάξεις). Επομένως, σε συνθήκες ΟΝΕ, η μόνη λύση είναι, πρέπει να είναι, η συνεχής άνοδος της ανταγωνιστικότητας.

4. Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας είναι η μόνη δυνατή στρατηγική για την συνεχή άνοδο των εισοδημάτων σε πραγματικούς όρους, την διαρκή ανάπτυξη και την σύγκλιση με πιό προηγμένες οικονομίες. Είναι επίσης λαϊκή στρατηγική, προς όφελος του γενικού συμφέροντος. Πάντα θα υπάρχουν κάποιοι οι οποίοι θα βελτιώνουν την θέση τους ακόμα και σε συνθήκες στασιμότητας και κρίσης` αυτό όμως δεν μπορεί να ισχύει για πολλούς. Για τους πολλούς, η προόοδος και η ευημερία συνυφαίνονται με την βελτίωση της θέσης της οικονομίας συνολικά και της ανταγωνιστικότητάς της. Γενικότερα, μόνον η ισχυρή οικονομία επιτρέπει άμβλυνση των κοινωνικών αντιθέσεων με ένα γενναιόδωρο κράτος πρόνοιας και κοινωνικές παροχές, όπως δείχνει και η διεθνής εμπειρία.

5. ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ: Μιά έννοια πολυσχιδής. Συναρτάται και περιλαμβάνει έννοιες από την παραγωγικότητα της εργασίας με την πιό στενή έννοια, μέχρι την ποιότητα της παιδείας και την εξειδίκευση του εργατικού δυναμικού` από την τεχνολογία και την οργάνωση μέχρι τη ποιότητα υπηρεσιών του ιδιωτικού τομέα` από την ποιότητα των δημοσίων υπηρεσιών και το μέγεθος του κρατικού τομέα μέχρι την ποιότητα της Δικαιοσύνης και των άλλων θεσμών` από την δημογραφική σύνθεση της χώρας μέχρι το μέγεθος της κοινωνικής ασφάλισης` τέλος από την επιχειρηματικότητα μέχρι την συνεπή δουλειά και τον υψηλό επαγγελματισμό των εργαζομένων. Από εδώ προκύπτει ένας κατάλογος μεσο/μακροπρόθεσμων προτεραιοτήτων για την Ελλάδα, τόσο για τους κυβερνώντες όσο και την ίδια για την κοινωνία γενικά.

6. ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΕΣ: Η πρώτη ενότητα προτεραιοτήτων είναι και οι πιό προφανείς: Έμφαση στην παραγωγικότητα, την εκπαίδευση και εξειδίκευση των εργαζομένων, στις νέες τεχνολογίες, στην ποιότητα των υπηρεσιών, στην επιχειρηματικότητα των νέων (ειδικά στην περιφέρεια). Κίνητρα για συνεχή αναβάθμιση παραδοσιακών δραστηριοτήτων όπως τουρισμός, ναυτιλία, γεωργία, και για εξωστρεφή προσανατολισμό τους. Ανάπτυξη νέων τομέων σχετιζόμενων με τις μεταφορές και την επικοινωνία. Στήριξη των δυναμικών, καινοτόμων, και εξωστρεφών μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Υπάρχουν πολλές τέτοιες, πολλές φορές στηριζόμενες από νέους ανθρώπους, με όρεξη, δυναμισμό, νεωτεριστικό πνεύμα, και υψηλή τεχνολογική κατάρτιση, που όμως βουλιάζουν σε ένα βάλτο γραφειοκρατικής αβελτηρίας, χρηματοδοτικής δυσπραγίας και κοινωνικής αδιαφορίας. Αναδεικνύουμε έμπρακτα και επιβραβεύουμε το καινοτόμο πνεύμα.

7. Στήριξη δραστηριοτήτων όσο το δυνατόν παραγωγικού και εξωστρεφούς χαρακτήρα, και όχι καταναλωτικού. Η Ελλάδα δείχνει χαρακτηριστικά ύστερου καπιταλισμού (υπέρμετρο καταναλωτισμό, εξωτερικά ελλείμματα, εκροή και όχι εισροή επενδύσεων, σχετικά υπερτροφικό χρηματοπιστωτικό τομέα, έμφαση στην αγορά κινήτων) πριν καν ακόμα ωριμάσει – η πολυπόθητη «σύγκλιση» όμως απαιτεί μεγαλύτερη έμφαση στον καθεαυτού παραγωγικό τομέα της οικονομίας, με άνοδο της ανταγωνιστικότητας, αύξηση των επενδύσεων (εισαγομένων και εγχωρίων, αλλά πραγματοποιουμένων εδώ) και εισαγωγή τεχνολογίας. Υπ’ αυτήν την έννοια, η εισροή «ζεστού» χρήματος πρέπει να αποθαρρύνεται, εκτός εάν αυτό έχει σαφή παραγωγικό προσανατολισμό (π.χ., ξένες επενδύσεις). Η εισροή κεφαλαίων που επενδύονται στην αγορά γης, ανεβάζοντας την τιμή των ακινήτων και το κόστος αποτελεί εν τέλει ανασταλτικό παράγοντα. Επιπλέον, οι κοινοτικοί πόροι πρέπει να αξιοποιούνται παραγωγικά στο έπακρον. Η εισροή ζεστού και τελικά αντιπαραγωγικού χρήματος είναι πιθανόν μία από τις κύριες αιτίες του ψηλού πληθωρισμού στην χώρα μας. Στην επιστημονική βιβλιογραφία είναι γνωστή η περίπτωση της «Ολλανδικής ασθένειας»: Η εισροή ζεστού χρήματος στην Ολλανδία από την ανακάλυψη καιτασμάτων πετρελαίου την δεκαετία του 70 επέδρασε τελικά ανασταλτικά, καθώς ανέβασε τις τιμές και μείωσε συνολικά την ανταγωνιστικότητα της χώρας.

8. Έμφαση στους νέους τομείς αιχμής πού σχετίζονται με το περιβάλλον και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Ένα νέο σύμπαν σχετικών δραστηριοτήτων και τεχνολογιών έχει αρχίσει ήδη να ξετυλίγεται διεθνώς και αναμένεται να λάβει συν τω χρόνω διαστάσεις νέας βιομηχανικής επανάστασης, με ανυπολόγιστες δυνατότητες για ανάπτυξη και απασχόληση. Η Ελλάδα διαθέτει όλες τις απαραίτητες προϋποθέσεις (φυσικούς πόρους, ανθρώπινο δυναμικό) ώστε να προλάβει το νέο κύμα πριν οι ήδη πρωτοπόροι αποκτήσουν ακαταμάχητο πλεονέκτημα. ΑΥΤΟ ΤΟ ΤΡΑΙΝΟ ΠΡΕΠΕΙ ΚΑΙ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΤΟ ΠΡΟΛΑΒΟΥΜΕ - ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟ ΝΑ ΧΑΘΕΙ.

9. Μία άλλη ενότητα σχετίζεται με το κράτος και την ποιότητα των δημοσίων υπηρεσιών. Σύγχρονα και βελτωμένης ποιότητας δημόσια αγαθά και υπηρεσίες είναι απαραίτητα σε μία κοινωνία: Για την προστασία (στρατός, δικαιοσύνη, αστυνομία) και ρύθμισή της (διοίκηση); για την παροχή των κοινωνικών αγαθών (παιδεία, υγεία) και την προστασία του «συλλογικού» (περιβάλλον, πολιτισμός); τέλος, για την εθνική και περιφερειακή ανάπτυξη (παιδεία, έργα υποδομής). Όμως, ο κρατικός τομέας στην Ελλάδα είναι υπερτροφικός, με μεγάλες πιθανές επιπτώσεις στο κόστος (λόγω μεγάλων φόρων και ζήτησης), τον πληθωρισμό και τα εξωτερικά ελλείμματα. Εδώ το στοίχημα είναι η ποιοτική αναβάθμιση με ταυτόχρονη μείωση του κράτους. Ο δημόσιος τομέας αναβαθμίζεται με αξιοκρατική επιλογή προσωπικού, διαρκή αξιολόγηση και διά βίου επιμόρφωση. Παράλληλα με την άνοδο της παραγωγικότητας ανεβαίνουν και οι αποδοχές. Οι ανώτερες θέσεις της δημοσιοϋπαλληλικής ιεραρχίας καταλαμβάνονται με λογική βιογραφικού. Κίνητρα για φοίτηση/μετεκπαίδευση στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης. Οι διευθυντές/ντριες μετακινούνται από υπουργείο σε υπουργείο. Παράλληλα εξετάζεται και το ενδεχόμενο της διευκόλυνσης της μεταπήδησης στελεχών από τον δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα και τανάπαλιν, για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Καταργούνται οι θέσεις γενικών γραμματέων και στην θέση τους διορίζονται βοηθοί υφυπουργοί εκ των ένδον της υπηρεσίας, πάλι με αυστηρή λογική βιογραφικού. Εξορθολογικοποιούνται οι δαπάνες με ΔΡΑΣΤΙΚΟ περιορισμό της σπατάλης (κατάργηση ειδικών δαπανών, κά). Η ίδια λογική ισχύει και στην επιλογή των διοικήσεων στις επιχειρήσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Ανάλογα ισχύουν και στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, οι οποίοι εξορθολογικοποιούνται, εξυγιαίνονται και αποκτούν δεσμευτικό προϋπολογισμό. Οι Περιφέρειες μειώνονται σε αριθμό (σε 7-8) και αναβαθμίζονται σε αποκεντρωμένα, στρατηγικά κέντρα δημοσίων υπηρεσιών και περιφερειακής ανάπτυξης. Διοικούνται από τον εκλεγμένο περφερειάρχη, ο οποίος έχει βαθμό υπουργού και παρακάθεται σε διευρυμένα υπουργικά συμβούλια, τον δ/ντή διοικητικού ο οποίος είναι ανώτατος δημόσιος υπάλληλος αποσπασμένος από την κεντρική διοίκηση, και έναν ανώτατο δικαστικό ως γενικό επιθεωρητή. Οι νομαρχίες επανιδρύονται ως τα κατά τόπους παραρτήματα της περιφέρειας, έτσι ώστε η διοίκηση να βρίσκεται κοντά στον πολίτη. Στο πλαίσιο όμως του εξορθολογισμού της δημόσιας διοίκησης, καταργείται ο νομός ως αυτόνομος βαθμός διοίκησης (δηλαδή οι νομάρχες εκλέγονται σε επίπεδο περιφέρειας με συνολικά ψηφοδέλτια; καταργούνται τα νομαρχιακά συμβούλια). Ιδρύονται Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών (ΚΕΠ) σε όλους τους δήμους (ή και πλείονα του ενός σε μεγάλους πληθυσμιακά/γεωγραφικά δήμους) τα οποία διεκπεραιώνουν όλη την επαφή με τον πολίτη. Έτσι, ο πολίτης εξυπηρετείται καλύτερα αλλά και έχει λιγότερες ευκαιρίες για αθέμιτη συναλλαγή με την διοίκηση. Γενικεύεται η χρήση του Διαδικτύου προς όφελος της εξυπηρέτησης του πολίτη. Η παροχή έργων υποδομής εκσυγχρονίζεται και εντείνεται, ιδίως των φιλικών προς το περιβάλλον (σιδηρόδρομος), προς όφελος της ανάπτυξης και γεωγραφικής συνοχής.

10. Στο μέτρο του δυνατού, λαμβάνονται μέτρα για την επίλυση του ασφαλιστικού, έτσι ώστε αυτό να επιβαρύνει κατά το δυνατόν λιγότερο τις ιδιωτικές επιχειρήσεις (παίρνοντας ασφαλώς υπ’ όψη και τα συμφέροντα των εργαζομένων και ασφαλισμένων) και να αποτελεί μικρότερη πηγή αβεβαιότητας. Σε βάθος χρόνου, λαμβάνονται στοχευμένα μέτρα για την ενίσχυση της γεννητικότητας στην Ελλάδα – θέμα το οποίο αναδεικνύεται σε εθνικής σημασίας.

11. Αλλά και η γενικότερη αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης και ευρύτερη ποιότητα των θεσμών όπως η Δικαιοσύνη είναι πολύ σημαντική γιατί μπορεί να (εκ)τρέψει τους πολίτες προς ή από δραστηριότητες παραγωγικές προς ή από δραστηριότητες αναδιανεμητικού χαρακτήρα (θεμιτές ή αθέμιτες). Η πάταξη της διαφθοράς αναδεικνύεται σε μείζονα προτεραιότητα. Προς αυτό τον σκοπό αναβαθμίζεται και η αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης, η οποία χωλαίνει σημαντικά ως προς τον χρόνο περαίωσης των υποθέσεων: Πολλές υποθέσεις χρειάζονται ως και δεκαετία για να τελεσιδικήσουν, και αυτό σημαίνει ακύρωση της δικαιοσύνης στην πράξη. Η νομοθεσία απλοποιείται και κωδικοποιείται, οι διαδικασίες εξορθολογικοποιούνται, ο χρόνος συντομεύεται. Θεσπίζονται διαδικασίες εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών. Αυτά παράλληλα με την κατοχύρωση της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, της θωράκισής της από έξωθεν παρεμβάσεις, αλλά και της κάθαρσης όπου διαπιστώνονται κρούσματα διαφθοράς.

12. Τελευταία ενότητα είναι άνοδος του επιπέδου των υπηρεσιών του ιδιωτικού τομέα. Εδώ, και στα πλαίσια ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου, όπου όλοι οι κοινωνικοί εταίροι καλούνται να αναλάβουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους, ο ιδιωτικός τομέας καλείται να συμβάλει στην κοινή προσπάθεια με ενίσχυση της ποιότητας των προϊόντων και υπηρεσιών του, και με βελτίωση και εξυγίανση των ακολουθουμένων πρακτικών. Ενισχύεται ο ανταγωνισμός και καταπολεμώνται τα κρούσματα κερδοσκοπίας, αθέμιτης συνεννόησης (καρτέλ) και εκμετάλλευσης μονοπωλιακής θέσης. Ασφαλώς καταπολεμάται η αθέμιτη συναλλαγή και διαπλοκή με το δημόσιο. Εδώ αναδεικνύεται ο ρόλος των ελεγκτικών υπηρεσιών του κράτους, των Ανεξαρτήτων Αρχών που στηρίζονται πολιτικά και υλικά, των επαγγελματικών συλλόγων του ίδιου του ιδιωτικού τομέα, αλλά και ευρύτερα της κοινωνίας μέσω μηχανισμών αυτοπροστασίας της (καταναλωτικών οργανώσεων, κά.). Οι επαγγελματικές οργανώσεις (ΣΕΒ, εμπορικοί σύλλογοι), σε συνεργασία με αρμόδιους κρατικούς φορείς και εκπροσώπους των εργαζομένων, καλούνται να θεσπίσουν δεσμευτικούς κώδικες δεοντολογίας βασισμένους σε σύγχρονες αρχές εταιρικής διοίκησης και ευθύνης σε θέματα προστασίας καταναλωτών και περιβάλλοντος, υγείας και ασφαλείας. Ενισχύεται ο ρόλος του Διαδικτύου στην διαφάνεια και τον έλεγχο των τιμών (π.χ., τα σουπερμάρκετ εμφανίζουν κάθε μέρα τις τιμές των 100 βασικότερων ειδών στις ιστοσελίδες τους, εισιτήρια της ακτοπλοϊ΄ας διατίθενται ηλεκτρονικά, κλπ). Παράλληλα λαμβάνονται στοχευμένα μέτρα για την ανακούφιση των ασθενεστέρων τάξεων που πλήττονται από την ακρίβεια.

13. Εδώ πρέπει να αναφερθεί και η εμπέδωση της λογικής ότι η «αρπαχτή» δεν συμφέρει κανέναν μακροπρόθεσμα. Το παιχνίδι στην διεθνοποιημένη αγορά είναι συνολικά συνεργατικό (η δική σου επιτυχία θα έχει θετική αντανάκλαση και σε μένα), και παίζεται σε βάθος χρόνου (η ποιότητα υπηρεσιών που θα προσφέρω θα έχει τις ανάλογες επιπτώσεις στη ζήτηση – τώρα ή στο μέλλον). Για την μακροπρόθεσμη πρόοδο και ευημερία, η συστηματική προσπάθεια ΑΠΟ ΟΛΟΥΣ είναι αναγκαίος, αλλά και ικανός, όρος.

14. ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ: Το στοίχημα της ανταγωνιστικότητας αποκτά πιό επείγοντα χαρακτήρα όταν μεταφερόμαστε από την εθνική ή περιφερειακή κλίμακα στο παγκόσμιο χωριό. Ο λόγος είναι ότι τότε η ανταγωνιστικότητα αποκτά σχετικό χαρακτήρα (συγκρίνεται με την ανταγωνιστικότητα όλων των άλλων). Σε αυτό το περιβάλλον, οι επιπτώσεις της χαμηλής ανταγωνιστικότητας γίνονται επιπλέον οδυνηρές. Πλην όμως, η παγκόσμια οικονομία προσφέρει και τεράστιες δυνατότητες για ανάπτυξη που δεν θα εδικαιολογείτο απο το μικρό μέγεθος της Ελλάδας, λόγω οικονομιών κλίμακας. Προσφέρει επίσης τεράστιες δυνατότητες εκπαίδευσης, τεχνολογικών και πολιτιστικών ανταλλαγών. Τέλος, και για διάφορους λόγους, η ανάπτυξη των άλλων συμπαρασύρει και εμάς. Στην χώρα του Οδυσσέα, που πολλών ανθρώπων είδεν άστεα και νόον έγνω` στην χώρα/κοιτίδα μιάς μεγάλης διασποράς στα πέρατα της γης και σημαντικής πηγής μεταναστευτικού συναλλάγματος που στήριξε μεταπολεμικά την ανόρθωση της χώρας` στην χώρα που οικοδομήθηκε, αλλά και συνεχίζει εν πολλοίς να βασίζεται πάνω στο ναυτιλιακό και τουριστικό συνάλλαγμα` στην χώρα που (φιλοδοξεί να) αποτελεί σταυροδρόμι μεταξύ ανατολής και δύσης και ζωηρό περιφερειακό οικονομικό κέντρο, η παγκοσμιοποίηση διαρκώς ανοίγει νέους ορίζοντες.

15. Η παγκοσμιοποίηση συνιστά μιά μεγάλη πρόκληση αλλά και μία τεράστια ευκαιρία` ο βαθμός κατά τον οποίο θα πραγματωθεί ως ευκαιρία και όχι ως απειλή θα εξαρτηθεί ευθέως από το κατά πόσο θα μπορέσουμε να ανταποκριθούμε στην πρόκληση της ανταγωνιστικότητας που περιγράφηκε πιό πάνω. Όλοι μας: συνολικά η κοινωνία και ειδικότερα η ηγεσία (κυβερνήσεις) της. Το παιχνίδι είναι συνεργατικό και αφορά όλους μας. Η Ελλάδα διαθέτει τις ικανότητες και τον δυναμισμό ώστε να ατενίζει με αισιοδοξία το μέλλον.