Wednesday, 30 July 2008

ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ (;) ΑΞΙΩΝ

Γίνεται πολύς λόγος τελευταία για κρίση στην Ελληνική πολιτική και κοινωνία. Η κρίση αυτή κατά πάσα πιθανότητα αρθρώνεται σε πολλά επίπεδα, κυβερνητικό, ευρύτερα πολιτικό, κοινωνικό, ηθικό και ψυχολογικό. Στο καθαρά κυβερνητικό επίπεδο, είναι ίσως ευκολότερο να περιγραφούν οι ευθύνες: Η κυβέρνηση Καραμανλή (του νεώτερου) έχει αποδειχθεί ανίκανη να διαχειριστεί με στοιχειώδη αποτελεσματικότητα τα μεγάλα προβλήματα του τόπου. Μεγαλόστομες προεκλογικές (προ-2004) εξαγγελίες διαψεύδονται, μικρο-αλλαγές (όλες σε νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση) βαφτίζονται «μεταρρυθμίσεις», βαριά οσμή σκανδάλων παντού – τα οποία τίθενται ανεξαιρέτως στο αρχείο. (Φυσικά, όλοι αθώοι μέχρι αποδείξεως του εναντίου, και ούτε παριστάνω τον δικαστή, αλλά ο τρόπος με τον οποίο η παρούσα κυβέρνηση εννοεί τις πολυ-εξαγγελμένες διαφάνεια και κάθαρση, με την συνδρομή, προφανώς και δυστυχώς, της ηγεσίας της Δικαιοσύνης, μόνο υποψίες εγείρει.)

Αλλά δυστυχώς η κρίση δείχνει να αγγίζει ευρύτερα την πολιτική, με την δυσπιστία των πολιτών διάχυτη, και με το ΠΑΣΟΚ να μην μπορεί να μετατρέψει προς όφελός του τις προφανείς πολιτικές αδυναμίες της κυβέρνησης. Εδώ ίσως έχουν παίξει ρόλο κάποιες (πόσες πραγματικά;) αδυναμίες της περιόδου Σημίτη, αλλά και το ότι η παρούσα ηγεσία του ΠΑΣΟΚ δεν «τοποθετήθηκε» ποτέ επίσημα απέναντι στην περίοδο Σημίτη. Ο γράφων είχε ανέκαθεν την άποψη ότι ο Γ. Παπανδρέου έπρεπε από την πρώτη στιγμή (μετά το 2004) να σταθεί επαινετικά, αλλά και κριτικά όπου χρειαζόταν, στο έργο των κυβερνήσεων αυτών. Αυτό θα είχε δώσει στο ΠΑΣΟΚ την χαμένη του αυτοπεποίθηση, αλλά και θα του είχε επιτρέψει να έχει σήμερα την απαιτούμενη απόσταση ασφαλείας από τις κακοτοπιές. Επίσης, θα είχε δώσει στον νυν πρόεδρο μία γόνιμη αντζέντα στην πρώτη του, μάλλον αμήχανη, περίοδο. Αντ’ αυτού, το παρελθόν αποσιωπήθηκε πλήρως, δημιουργώντας συνειρμούς γενικευμένης ενοχής γιά την περίοδο Σημίτη. Ίσως αυτοί οι συνειρμοί και οι υποψίες να βρίσκονται πίσω από την τωρινή αδυναμία του ΠΑΣΟΚ να αποκτήσει πολιτική υπεροχή.

Όμως, αυτό ας μην μας εμποδίζει να έχουμε μία αίσθηση του μέτρου. Η κυβερνήσεις Καραμανλή δεν έχουν ουδεμία σχέση με τις κυβερνήσεις Σημίτη, που έβαλαν την χώρα στην ΟΝΕ και την Κύπρο στην ΕΕ, έκαναν μεγάλα έργα και δρομολόγησαν Ολυμπιάδα που ούτε καν να ονειρευτεί δεν μπορούσε μέχρι τότε η Ελλάδα, και γενικότερα επετέλεσαν έργο από την κατάσβεση των πυρκαγιών μέχρι την εξάρθρωση της 17Ν και την αναβάθμιση της Αστυνομίας. (Και επεχείρησαν και άλλα, όπως η λύση του Ασφαλιστικού, η αναμόρφωση του δημόσιου τομέα, μεταρρυθμίσεις στην Παιδεία, κά, με διαφορετικούς βαθμούς επιτυχίας και αποδοχή από την κοινωνία.) Κατ’επέκταση, η απαξίωση της πολιτικής που παρατηρείται είναι πρώτα και κύρια αποτέλεσμα (ή μήπως και συνειδητή επιδίωξη;) της κατώτερης των περιστάσεων κυβέρνησης Καραμανλή, και η αδυναμία του ΠΑΣΟΚ είναι η παράπλευρη απώλεια. Ας μην υπάρχει αμφιβολία ότι, στην παρατηρούμενη πτώση του δικομματισμού, τα «ξερά» είναι η ΝΔ, και μαζί της καίγονται και τα «χλωρά» του ΠΑΣΟΚ.

Δυσλειτουργίες υπάρχουν βέβαια και στο ευρύτερο πολιτικό πεδίο. Εδώ γίνεται λόγος για διαπλοκή, εξάρτηση της πολιτικής από «συμφέροντα» και αθέμιτο χρήμα. Οι αναλύσεις δεν συμφωνούν ως προς τις βαθύτερες αιτίες. Κάποιοι θεωρούν ότι το αθέμιτο χρήμα ρέει για να καλυφθεί επικοινωνιακά η έλλειψη ουσιαστικής διαφοροποίησης μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων (Κ. Τσουκαλάς), κάποιοι ότι γίνεται γιατί το χρήμα εκτός πολιτικής που είναι διαθέσιμο για να «επηρεάσει» είναι τρομακτικό σε ποσότητα (Ν. Μουζέλης) – και όλο και αυξάνει, θα πρόσθετα εγώ, και συγκεντρώνεται σε λίγα χέρια ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί αποτελεσματικά για να «επηρεάσει». Πιθανόν υπάρχει δόση αλήθειας σε όλα αυτά τα επιχειρήματα, αν και προσωπικά θα υποστήριζα ότι η φαυλοποίηση (άραγε είναι η σωστή λέξη;) της δημόσιας ζωής στην Ελλάδα είναι, αν τουλάχιστον πιστέψουμε τις διάχυτες φήμες, πιό έντονη στην Ελλάδα από άλλες χώρες. Αν αυτό είναι αλήθεια, επαναλαμβάνω, τότε οι θεσμοί στην Ελλάδα υφίστανται καταρράκωση πιό έντονη από αλλού, και η βαθύτερη αιτία αυτού του φαινομένου δεν φαίνεται να έχει εντοπιστεί πλήρως. (Δηλαδή, χρήμα υπάρχει και αλλού, γιατί η διαφθορά να είναι τόσο έντονη στην Ελλάδα;) Ίσως έχει να κάνει με το στάδιο ανάπτυξης: Χρήμα που περιβάλλει την πολιτική υπάρχει παντού, το πώς όμως θα ανταποκριθεί η πολιτική εξαρτάται από το επίπεδο ανάπτυξης της κοινωνίας, το βαθμό ωρίμανσης των θεσμών, της ανάπτυξης της κοινωνίας των πολιτών, κλπ.

Παραπέρα βέβαια, η Ελληνική κοινωνία αυτόνομα, και όχι μέσω της πολιτικής, δείχνει να μην είναι και αυτή αμέτοχη της κρίσης. Το μέγιστο παράδειγμα είναι αυτό της διαφθοράς, η οποία φαίνεται να αγγίζει ευρύτερα την κοινωνία. Εδώ μπορεί να αναρωτηθεί κανείς αν η διαφθορά της πολιτικής προκαλεί την διαφθορά στην κοινωνία (με βάση την λογική ότι το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι) ή το αντίθετο (με την λογική ότι η πολιτική είναι ο καθρέφτης της κοινωνίας). Ϊσως και τα δύο, ή με την λογική του αυγού και της κότας, ότι η διαφθορά της πολιτικής και της κοινωνίας είναι δύο όψεις του αυτού φαινομένου. Καταλήγουμε πάλι στο ότι η βαθύτερη αιτία της υποβάθμισης των θεσμών μας διαφεύγει (τουλάχιστον στον γράφοντα).

Τέλος, η κρίση έχει ηθικές και ψυχολογικές διαστάσεις, δείχνει δηλαδή να είναι μία κρίση αξιών. Η Ελληνική κοινωνία φαίνεται να βρίσκεται σε μία, ας πούμε, ηθική/ ψυχολογική κόπωση, γενικευμένη αμφισβήτηση αξιών και ιδεολογιών. Οι αιτίες δεν είναι εύκολο να αναλυθούν – και χρειάζεται προσοχή γιατί εδώ μπαίνουμε σε «πειραματικού τύπου» ανάλυση, όπου και τα όρια μεταξύ της φιλοσοφίας και της αμπελο-φιλοσοφίας είναι δυσδιάκριτα. Μπορεί να σχετίζονται με το ότι η Ελλάδα κατέκτησε σχετικά γρήγορα (σε διάστημα δύο ή τριών γενεών από τον πόλεμο και μετά) ένα αξιόλογο υλικό επίπεδο ζωής και τώρα δείχνει να «μένει» από έλλειψη στόχων – υπάρχει ένα κενό που θα έπρεπε να καλυφθεί από στόχους και ιδανικά ψηλότερα, την ποιοτική αναβάθμιση της δημόσιας και κοινωνικής ζωής, την περιβαλλοντική αφύπνιση, το πλησίασμα της παγκόσμιας κοινωνικής και πολιτιστικής πρωτοπορίας. Αντ’αυτών, σε πολλούς από αυτούς τους τομείς έχουμε πισωγύρισμα. Άλλος λόγος μπορεί να σχετίζεται με την αβεβαιότητα που προκύπτει από το γεγονός ότι η υλική αυτή ευημερία είναι σε μάλλον ρηχή, αποτέλεσμα συγκυρίας (γενική μεταπολεμική σύγκλιση, Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση) που τώρα αίρεται, και ότι πρέπει να επαναβεβαιώνεται διαρκώς, ειδικά σε εποχή παγκοσμιοποίησης. Τέλος, η κόπωση μπορεί να τροφοδοτείται από την σύγκρουση μεταξύ παράδοσης και ανανέωσης και από την ανάγκη προσαρμογής σε μία νεωτερικότητα που προσλαμβάνεται μόνο αποσπασματικά και «διαθλασμένα».

Αλλά το πράγμα δεν μένει εδώ. Δεν μπορεί να μην συσχετίσει κανείς την πτώση του ηθικού που παρατηρείται τώρα στην Ελλάδα με κάποια γενικότερη δυσθυμία. Παραδείγματος χάριν, στην Βρετανία η γκρίνια απέναντι στους Εργατικούς δεν φαίνεται να έχει τέλος (όλοι νομίζαμε ότι έφταιγε ο Μπλαιρ, μέχρι που ο Μπράουν αποδείχτηκε ίσως χειρότερος – ή μήπως έφταιγε πράγματι ο Μπλαιρ αλλά έφυγε πολύ αργά για να «γυρίσει» η κατάσταση;). Οι Συντηρητικοί φαίνεται να είναι σε τροχιά εξουσίας, χωρίς όμως κανείς να γνωρίζει ουσιαστικά ποιά είναι η δική τους πρόταση για τα δύσκολα ζητήματα που αντιμετωπίζει η χώρα. Στη Γαλλία, παρατηρούμε απότομες μεταπτώσεις της διάθεσης του εκλογικού σώματος που παράγουν σχεδόν ακυβερνησία. Πότε ήταν (το 2000?), π.χ., που ο Ζοσπέν και οι Σοσιαλιστές κέρδισαν τις βουλευτικές εκλογές, για να μην καταφέρουν να περάσουν ούτε καν στο δεύτερο γύρο των προεδρικών δύο χρόνια αργότερα; Άλλο παράδειγμα ο Σαρκοζύ, που εξελέγη μετά φανών και λαμπάδων το 2007 αλλά τώρα, ένα χρόνο περίπου μετά, πατώνει στις δημοσκοπήσεις. Και λοιπά. Και για να το συσχετίσω και με τα πορίσματα της επιστημονικής έρευνας, πρέπει να αναφερθεί το διαπιστωμένο εμπειρικό εύρημα ότι η «ευτυχία» του μέσου πολίτη των δυτικών κοινωνιών πολύ λίγο έχει ανέβει τα τελευταία τριάντα χρόνια – παρά την συνεχιζόμενη άνοδο του συνολικού βιοτικού επιπέδου. Γιατί αυτή η διαφαινόμενη έλλειψη προσανατολισμού, αισιοδοξίας και ικανοποίησης στις Ευρωπαϊκές κοινωνίες;

Και εδώ οι πιθανές απαντήσεις ποικίλλουν. Σε ένα κάπως άμεσο επίπεδο, μπορεί να προτείνει κανείς την δυσαρέσκεια από την αυξανόμενη ανισοκατανομή του εισοδήματος και από το γεγονός ότι ο μέσος εργαζόμενος έχει δει πολύ μικρή πραγματική αύξηση των εισοδημάτων του τις τελευταίες δύο-τρεις δεκαετίες στις ΗΠΑ αλλά και την Ευρώπη. (Οι αυξήσεις της υλικής ευημερίας τείνουν να πηγαίνουν στους πολύ πλούσιους.) Απογοήτευση προκαλεί το γεγονός ότι και οι κυβερνήσεις στηριζόμενες από θεωρούμενα αριστερά κόμματα εμφανίζονται αδύναμες ή και τελείως απρόθυμες να κάνουν ο,τιδήποτε μπορεί έστω και κατ’ελάχιστον να απειλήσει αυτή την κατανομή εισοδήματος. Άλλες, όπως η ημετέρα κυβέρνηση της ΝΔ, επιχειρούν ασύστολα να υποβοηθήσουν και επιταχύνουν την αναδιανομή προς όφελος των οικονομικά ισχυροτέρων. Επίσης, αβεβαιότητα προκαλεί η διαφαινόμενη αποσάρθρωση του κοινωνικού ιστού, με τα παρεπόμενα προβλήματα (αλκοολισμός, έγκλημα, παχυσαρκία), στις ώριμες βιομηχανικές («μετα-βιομηχανικές») δυτικές κοινωνίες. Παραπέρα, προσπαθώντας να μην χάσει στην σχετική του θέση στην «κοινωνική σκάλα», ο μέσος εργαζόμενος τρέχει σαν τον Βέγγο μόνο και μόνο για μείνει κατ’ουσίαν ακίνητος – άλλη πηγή δυσαρέσκειας.

Αλλά, όταν όλοι προσπαθούμε να φτάσουμε ή και να ξεπεράσουμε ακόμα τον διπλανό μας (το αγαπημένο μου θέμα στην έρευνα) μήπως αυτό δεν φανερώνει τελικά και κάποια απληστία, που είναι εν τέλει και συστατικό στοιχείο της ανθρώπινης φύσης; Τελειότητα δεν υπάρχει στην ανθρώπινη φύση, όπως ασφαλώς ούτε και πουθενά αλλού. Το ζήτημα είναι τι είδους καταστάσεις τροφοδοτούν οι ατέλειες. Ένας (Έλληνας) φοιτητής σε Βρετανικό Πανεπιστήμιο (όχι το δικό μου) μου έλεγε τις προάλλες το παράπονό του ότι ενώ δίνει ένα σεβαστό ποσό διδάκτρων στο Παν/μιο, κάποιοι (ευτυχώς λίγοι) διδάσκοντες αντιμετωπίζουν την επικοινωνία με τους φοιτητές περίπου ως πάρεργο. Προσπαθούσα να εξηγήσω ότι οι διδάσκοντες οι ίδιοι συνήθως δεν βλέπουν ούτε δραχμή (ή λίρα) από αυτά τα λεφτά. Φυσικά, οι διδάσκοντες απολαμβάνουν ενός σχετικά αξιοπρεπούς μισθού και αυτό τους δημιουργεί την πάγια υποχρέωση να επικοινωνούν τακτικά με τους φοιτητές (πράγμα που ούτως ή άλλως κάνουν, αλλά όχι πάντα όσο οι φοιτητές θα ήθελαν!). Όμως, μία ψύχραιμη ανάλυση της κατάστασης δείχνει την διάσταση μεταξύ του κοινωνικά επιθυμητού στόχου (της επικοινωνίας με τους φοιτητές, και της προσέλκυση μεγαλύτερου αριθμού τους) και του ιδιωτικού κινήτρου (του ιδιωτικού οφέλος του δάσκαλου από αυτές τις δραστηριότητες). Επίσης, πολλές φορές οι διδάσκοντες έχουν οι ίδιοι παράπονα (λιγότερο ή περισσότερο δικαιολογημένα) από τον εργοδότη τους, και (κάποιοι) θα δικαιολογούσαν την στάση τους υποστηρίζοντας πάνω κάτω «τόσο με πληρώνουν τόσο κάνω». Εδώ βλέπουμε μία διάβρωση αυτού που μπορεί να ονομαστεί «κοινωνικό κεφάλαιο» ή πιο απλά καλή θέληση. Ακόμα σημαντικότερα, η επαγγελματική εξέλιξη των Παν/μιακών εξαρτάται σχεδόν απόλυτα από την έρευνα και πολύ λίγο από την ποιότητα της διδασκαλίας τους. Έτσι, αυτή καθορίζεται μόνο από προσωπικό μεράκι. Βλέπουμε δηλαδή ότι το σύστημα κινήτρων που δίνει το Παν/μιο ιεραρχεί τις προτεραιότητες μάλλον υπερβολικά προς την μία πλευρά (έρευνα) – όπως ενδιαφέρει περισσότερο τους ίδιους τους Παν/μιακούς. Διάσταση μεταξύ του κοινωνικά επιθυμητού και ιδιωτικά ωφέλιμου, λάθος ιεράρχηση και σύγχυση ιδιωτικών κινήτρων, κατεστημένα συμφέροντα, διάβρωση του κοινωνικού κεφαλαίου και της καλής θέλησης. Ιδού φαινόμενα (αιτίες ή συμπτώματα;) που διαπερνούν όλα τα επαγγέλματα και τους κοινωνικούς χώρους σε όλες τις χώρες, και που σίγουρα αποτελούν πηγή απογοήτευσης, δυσφορίας και κυνισμού.

Κοινωνική δυσαρέσκει προκύπτει επίσης από την αθρόα (κατά την γνώμη του γράφοντος, που έχει κυρίως στο νου την Βρετανική εμπειρία) γραφειοκρατικοποίηση των δυτικών κοινωνιών. Οι λόγοι δεν είναι του παρόντος, όμως είναι του παρόντος να τονισθεί ότι γραφειοκρατικοποίηση σημαίνει και ιεραρχία, που δημιουργεί νικητές και ηττημένους. Τελικά, ασφαλώς δεν είναι και εύκολο το να διοικείς μία κοινωνία. (Ένας καλός φίλος και συνάδελφος μου έλεγε χτες τις δυσκολίες που έχει για να κατευθύνει μία ομάδα πέντε (!) διοικητικών υπαλλήλων. Φαντάσου να προσπαθείς να διοικήσεις κοινωνίες!!) Οι κοινωνίες θα είναι πάντα ατελείς, και οι ατέλειες τους (πραγματικές ή θεωρούμενες) θα είναι πάντα αιτία προστριβών. Σε εποχές παλιότερα ραγδαίας προόδου, οι ατέλειες αυτές ξεπερνιόνταν από την αισιοδοξία της στιγμής. Τώρα όμως που φτάσαμε σε ένα «οροπέδιο» από το οποίο η παραπέρα πρόοδος δεν είναι τόσο εύκολη, τώρα τελικά που η «ποιότητα» των κοινωνιών (ό,τι σημαίνει αυτό) έφτασε μέχρις εκεί που η ανάπτυξη της συλλογικής συνείδησης επιτρέπει, οι ατέλειες πιάνουν «πρώτο τραπέζι πίστα» και η γκρίνια δεν σταματάει.

Αλλά βαδίζουμε σε πολύ Εγελιανά μονοπάτια. Δεν είναι η πρόθεσή μου να υποστηρίξω πως κάποιες μεταφυσικού τύπου ατέλειες της ανθρώπινης φύσης, είτε της συλλογικής συνείδησης, ευθύνονται για όλα. Οι αιτίες πρέπει πρωτίστως να αναζητηθούν στις κοινωνικές εξελίξεις και καταστάσεις. Όμως η αντιμετώπιση αυτών δυσκολεύεται επειδή το ανθρώπινο ζώον τείνει να βάζει το στενό ατομικό συμφέρον πάνω από το συλλογικό.

Ας τελειώσω όμως (επιτέλους!) με τρεις βασικές επιφυλάξεις. Όπως αναφέρθηκε, το παρόν άρθρο είναι αρκετά «πειραματικό» στον χαρακτήρα του, και προτείνει διάφορες θέσεις ως υποθέσεις για περαιτέρω επεξεργασία και συζήτηση, και όχι φυσικά ως αδιαμφισβήτητες αλήθειες. Δεύτερο, παίρνει σαν δεδομένο ότι υπάρχει στην Ελλάδα, αλλά και αλλού, αυτό που ονομάζεται «κρίση», όμως ακόμα και αυτό σηκώνει συζήτηση: Οι ανησυχίες ή αβεβαιότητες που παρατηρούνται τώρα υπήρχαν πάντα – έχουν τώρα πράγματι πάρει τις διαστάσεις κρίσης; Εάν όχι, τότε βέβαια και το άρθρο στο σύνολό του μένει μάλλον μετέωρο. Τρίτον, η θεωρούμενη «κρίση» μπορεί να γίνει σε μεγάλο βαθμό μία αυτο-εκπληρούμενη προφητεία: Όσο πιο πολύ μιλάς για κρίση, ακόμα και χωρίς να υπάρχει, τόσο πιο πολύ το ηθικό της κοινωνίας πέφτει, και άρα τόσο πιο πολύ η «κρίση» βαθαίνει. Αυτό είναι κάτι που δυστυχώς παρατηρείται κάποιες φορές στον δημόσιο διάλογο. Σ’αυτό πρέπει να προστεθεί η τάση των μίντια, στην προσπάθειά τους να αναδείξουν ειδήσεις, να τονίζουν την «κρίση» ακόμα και όταν αυτή δεν ξεφεύγει από τις συνηθισμένες διαστάσεις. Γι αυτό, «μπαίνει καθήκον», όπως λέγανε και αλλού, να μην μιλάμε για κρίση. Οφείλουμε να αναδεικνύουμε το όραμα, εστιαζόμενοι στα πραγματικά προβλήματα και τις λύσεις τους, να τονώνουμε την αισιοδοξία για το αύριο, και όχι να βουλιάζουμε στον φαύλο κύκλο της απαισιοδοξίας. Γι αυτό, ζητώ ταπεινά συγγνώμη από τον/την αναγνώστη/στρια για την παρέκβαση αυτού του άρθρου, και υπόσχομαι να μην επαναλάβω.


(ΥΓ – 7/9/08): Ξαναδιαβάζοντας τα παραπάνω, θα ηθελα να τονίσω κάτι που ίσως δεν τονίστηκε επαρκώς την πρώτη φορά: Πιστεύω βαθιά ότι η ελληνική κοινωνία ΔΕΝ είναι τόσο διεφθαρμένη, απογοητευμένη, ή κυνική, ώστε πλέον το παιχνίδι της ανασυγκρότησης να είναι χαμένο. Ή μάλλον, είναι απ’ όλ’ αυτά, αλλά μόνον λίγο, επιφανειακά. Πιστεύω ότι η μεγάλη πλειοψηφία των ελλήνων/ελληνίδων εμφορείται από ήθος, αγάπη προς την πατρίδα, και αισιοδοξία, ώστε να μπορεί να κινητοποιηθεί στην σωστή κατεύθυνση ανά πάσα στιγμή (το ποιά είναι η «σωστή κατεύθυνση» φίλε/η αναγνώστη/τρια αναλύεται σε διάφορες καταχωρήσεις σε αυτήν εδώ την ιστοσελίδα), αρκεί να δοθεί το πράσινο φώς. Πιστεύω ότι η κοινωνία θα αντιδράσει θετικά και με ενθουσιασμό σε οποιαδήποτε αξιόπιστη προσπάθεια έλθει «από τα πάνω», γι αυτό και πιστεύω πως στο γαϊτανάκι κοινωνίας-πολιτικής που αναλύεται και αλλού, το πρώτο λόγο στην παρούσα συγκυρία έχει η πολιτική.

No comments: