Wednesday 30 May 2012

Οδοφράγματα – μία απάντηση στον Σλαβόι Ζίζεκ


«Οι Ελληνες [...] βρίσκονται σε πόλεμο με το οικονομικό κατεστημένο και αυτό που χρειάζονται είναι αλληλεγγύη στον αγώνα τους διότι είναι και δικός μας αγώνας». ... «Η Ελλάδα [...ε]ίναι ένα από τα κυριότερα πεδία δοκιμής ενός νέου κοινωνικοοικονομικού μοντέλου που έχει δυνητικά απεριόριστη εφαρμογή: μια απο-πολιτικοποιημένη τεχνοκρατία στην οποία τραπεζίτες και άλλοι ειδικοί αφήνονται να γκρεμίσουν την δημοκρατία». ... «Σώζοντας την Ελλάδα από τους αποκαλούμενους σωτήρες της, σώζουμε την ίδια την Ευρώπη».



Αυτά γράφει μεταξύ άλλων ο φιλόσοφος Σλαβόι Ζίζεκ στο τελευταίο τεύχος του London Review of Books (όπως μετέδωσε το ΒΗΜΑ της 29/5/2012).  Είναι μία εύστοχη, αλλά και συγκινητική θα έλεγε κανείς, διατύπωση της πάγιας θέσης της αριστεράς (βλ. επίσης Seumas Milne στον Guardian, τον πολιτικό φιλόσοφο Alex Callinicos, κά.) που βλέπει την αντίδραση στην Ελλάδα εναντίον της λιτότητας σαν έκφραση της πάλης εναντίον του καπιταλισμού (και που την συνδέει με άλλα (παρόμοια) κινήματα «αγανακτισμένων» και «καταληψιών»). Με βάση την πρόσφατη ιστορική εμπειρία της Ελλάδας, όμως, δικαιολογείται να είναι κανείς σκεπτικός πάνω σ’ αυτά τα ζητήματα. Το παρόν σημείωμα είναι μία απάντηση σ’ αυτό το πνεύμα. Γι αυτόν τον σκοπό, θα χρειαστεί μία πολύ σύντομη (και ελλιπής και υποκειμενική, και ό,τι άλλο πείτε!) ιστορική αναδρομή.



Η μεταπολεμική Ελλάδα έχει αποτελέσει ξανά το πεδίο αντιπαράθεσης μεταξύ του καπιταλισμού και των δυνάμεων που τον αμφισβητούν. Πράγματι, κατά την διάρκεια ενός ιδιαίτερα καταστρεπτικού β’ Παγκοσμίου Πολέμου (ίσως του πιό καταστρεπτικού σε επίπεδο χώρας τόσο από πλευράς θυμάτων όσο και υλικών ζημιών – ο αναγνώστης μπορεί να βρει πολύ χρήσιμα στοιχεία για όλ’ αυτά στο βιβλίο του Μαρκ Ματσάουερ Μέσα στην Ελλάδα του Χίτλερ), άνοιξε μεγάλο πεδίο αντιπαράθεσης μεταξύ αριστεράς και κατεστημένου στο πλαίσιο και παράλληλα με τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα (βλ. Ντομινίκ Αίντ Οι Καπετάνιοι, ενώ υπάρχει και μεγάλη ελληνική βιβλιογραφία). Ο μόνος παραλληλισμός που μπορεί να γίνει είναι με το παρτιζάνικο κίνημα της Γιουγκοσλαυΐας, τόσο ως προς την μαζικότητα της εθνικοαπελευθερωτικής εξέγερσης, όσο και ως προς την ένταση του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και της υποβόσκουσας εμφύλια διαμάχης. Η διαφορά με την Γιουγκοσλαυΐα έγκειται στο ότι η Ελλάδα πέρασε στην «δυτική ζώνη επιρροής» (συμφωνία Γιάλτας), πράγμα που προδίκαζε και το αποτέλεσμα . Καθώς η αντιπαράθεση αυτή επικάθησε, τρόπον τινά, πάνω σε βαθιές ρηγματώσεις (πόλης-χωριού, καπιταλιστικής-αγροτικής οικονομίας) που οφείλονταν στην καθυστερημένη και ελλιπή καπιταλιστική ολοκλήρωση της Ελλάδας,  η αντιπαράθεση αυτή έλαβε συχνά οξεία μορφή κατά την διάρκεια της Κατοχής, ενώ κορυφώθηκε στον επακολουθήσαντα εμφύλιο πόλεμο (1946-49). Ο εμφύλιος πόλεμος αυτός υπήρξε η μόνη θερμή εκδήλωση του Ψυχρού Πολέμου επί ευρωπαϊκού εδάφους (και κερδήθηκε με την ενεργή επέμβαση Βρετανίας και Αμερικής, και αποχή της Σοβιετικής Ένωσης). Η μικρή Ελλάδα αφέθηκε να γίνει το πιόνι πάνω στην σκακέρα υπέρτερων δυνάμεων. Σαν αποτέλεσμα, μία χώρα με ουσιαστική και αιματηρή συνεισφορά στον β’ ΠΠ (ποιός θυμάται την νίκη εναντίον της Ιταλίας την άνοιξη του 1941, ποιός θυμάται ότι τον Απρίλιο του 1942οι Γερμανικές μεραρχίες τεθωρακισμένων δεν μπόρεσαν να σπάσουν την Γραμμή Μεταξά των οχυρών στα ελληνο-βουλγαρικά σύνορα και αναγκάστηκαν να ελιχθούν μέσω Γιουγκοσλαυΐας, μετά από πόσο καιρό καταγράφτηκαν άλλες τέτοιες Συμμαχικές νίκες;) έγινε ο παρίας της διεθνούς (δυτικής) κοινότητας. Η νίκη στον εμφύλιο έγινε δυνατή μόνο με επιστράτευση ό,τι πιο αντιδραστικής, κοινωνικά και πολιτικά, δύναμης διέθετε η χώρα. Έτσι, τον καιρό που οι άλλοι λαοί επιδίδονταν στην οικονομική και πολιτική ανασυγκρότηση, η Ελλάδα περνούσε μακρά περίοδο μετεμφυλιακού ημικοινοβουλευτικού αυταρχισμού που έληξε μόνο μετά την δικτατορία των συνταγματαρχών (1967-74) και τα τραύματα που αυτή άφησε πίσω της. Τα εγκλήματα πολέμου που διαπράχθηκαν κατά την διάρκεια της Κατοχής έμειναν εν πολλοίς ατιμώρητα (μόνον ένας Ναζί διώχθηκε και εκτελέστηκε για την εξόντωση της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης), καθώς οι νικήτρια παράταξη ήταν απασχολημένη με την δίωξη (που περιλάμβανε και αθρόες εκτελέσεις) των αντιφρονούντων (κομμουνιστών, «συνοδοιπόρων» και άλλων «μιασμάτων»). Πολεμικές αποζημιώσεις ποτέ δεν διεκδικήθηκαν με αξιώσεις, ούτε για υλικές καταστροφές αλλά ούτε κάν για τον χρυσό της Τράπεζας της Ελλάδος που εξαφανίστηκε μέσω «δανείων».



Μεγάλο μέρος των δυνάμεων που αμφισβήτησαν την καθεστηκυΐα τάξη, και που καταπιέστηκαν την μετεφυλιακή περίοδο, βρήκαν ελπιδοφόρα έκφραση στο ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου μετά το 1974. Ακολουθώντας μη-κομμουνιστικά ριζοσπαστικά ρεύματα, ο ΑΠ και το ΠΑΣΟΚ διακήρυξαν έναν «τρίτο δρόμο προς τον σοσιαλισμό» βασισμένο στον κρατικό έλεγχο της οικονομίας (μεταξύ άλλων). (Διαβάζοντας προ καιρού το βιβλίου του David Marquand Η Βρετανία από το 1918 και εντεύθεν διαπίστωσα ότι πολλές από τις ιδέες αλλά και η συνθηματολογία του Παπανδρέου ιδιαίτερα την δεκατετία του 1970 ήταν δανεισμένες από τους ριζοσπαστικούς κύκλους της εποχής π.χ. Samuel Hollander). Με σύνθημα το «η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες» (και όχι βέβαια στους Αμερικανούς και άλλους που ουσιαστικά διοικούσαν την χώρα την περίοδο 1949-74), σύνθημα που πάει πίσω τουλάχιστον στον Σουν-Γιατ Σεν του 1909, ίσως και παλιότερα, και που βρήκε ευρεία απήχηση, ο Παπανδρέου επεδίωξε να αλλάξει τον πάγιο διεθνή προσαναταλισμό της χώρας (ΝΑΤΟ, κλπ.), και να την στρέψει προς το «κίνημα των αδεσμεύτων», ενώ αντιστάθηκε στην λογική της κάθετης αντιπαράθεσης με το «ανατολικό μπλοκ» (π.χ. άλλαξε το αμυντικό δόγμα της χώρας, αρνήθηκε να καταδικάσει την κατάρριψη του Νοτιοκορεατικού τζάμπο το 1982, κλπ). Αρνήθηκε επίσης επίμονα να εντάξει το ΠΑΣΟΚ στην (σοσιαλδημοκρατική) «σοσιαλιστική διεθνή», θεωρώντας ότι το «Κίνημα» εκφράζει πιο ριζοσπαστικές θέσεις.  Έτσι, για μια φορά ακόμα, η Ελλάδα βρέθηκε στην πρωτοπορία αμφισβήτησης του καπιταλισμού, αν και με  πιο ήπιο τρόπο τώρα. Πολλές απ’ αυτές τις διακηρύξεις έμειναν στα χαρτιά όταν το ΠΑΣΟΚ ήρθε στην εξουσία (1981) για πραγματιστικούς λόγους, και σιγά-σιγά εμπεδώθηκε και η ιδέα της Ευρώπης (βοηθούντων και των κοινοτικών πόρων), κάτι που αποτελούσε ανάθεμα λίγα χρόνια πριν. Το ΠΑΣΟΚ επιδόθηκε ενεργά στον θεσμικό εκσυχρονισμό της χώρας (που είχε μείνει σε ένα πεπαλαιωμένο αυταρχικό μετεμφυλιακό στάδιο), βοήθησε πολύ στο να ξεπεραστούν τα παλιά κοινωνικά ρήγματα-κατάλοιπα του μετεμφυλιακού κράτους (εάν ήσουν αριστερά του κέντρου ήσουν β’ κατηγορίας πολίτης, αποκλεισμένος από δημόσια απασχόληση, ή και ενδεχομένως σε κίνδυνο), ενώ επιχείρησε και τομές ριζοσπαστικής δημοκρατίας στην δημόσια διοίκηση, την Ανώτατη Παιδεία, κλπ.  Μέσα σε αυτήν την «αντζέντα του 1974» (όπως την αποκαλώ), ουσιαστικά δηλαδή μία αντζέντα καθυστερημένης «εθνικής ολοκλήρωσης» με κάπως ριζοσπαστική χροιά, ο οικονομικός ορθολογισμός δεν βρισκόταν σε περίοπτη θέση. Η αξιοκρατία υποχώρησε προς όφελος του πελατειακού κράτους, η φοροδιαφυγή θέριεψε, οι υπό κρατικό έλεγχο επιχειρήσεις, που ήταν αρκετές και μεγάλες, έγιναν εστία μόνιμων και τεράστιων ελλειμμάτων. Έτσι, ο κρατικός τομέας, που ποτέ δεν υπήρξε υπερμεγέθης αλλά διαρκώς μεγάλωνε, παράλληλα υποβαθμιζόταν ποιοτικά. Η μόνιμα επισφαλής δημοσιονομική θέση από το 1990 και μετά ήταν το ολικό αποτέλεσμα των πρακτικών αυτών. Με την αποχή από την σοσιαλδημοκρατική ομάδα κομμάτων για πολλά χρόνια, το ΠΑΣΟΚ έχασε την ευκαιρία να εκσυγχρονιστεί πολιτικά και να μεταδώσει αυτό το μήνυμα προς την ελληνική κοινωνία. Ας σημειωθεί όμως ότι και η κεντροδεξιάς υφής Νέα Δημοκρατία δεν άλλαξε τίποτα απ’ όλ’ αυτά όταν βρέθηκε στην εξουσία, ενώ σε πολλά το ιστορικό της είναι χειρότερο από του ΠΑΣΟΚ.



Μέσα στην παρούσα κρίση με την κυρίαρχη αφήγηση περί διεφθαρμένων και τεμπέληδων ελλήνων (που μας θυμίζει πολύ εύστοχα ο Ζίζεκ) τα παραπάνω μειονεκτήματα (της Ελλάδας γενικά αλλά και του ΠΑΣΟΚ που μας ενδιαφέρει εδώ πιο πολύ) περνούν σε πρώτη μοίρα, ενώ κάποιες βιαστικές τρέχουσες αναλύσεις τείνουν να ξεχνούν τόσο το ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο διαμορφώθηκε η ιδεολογική του φυσιογνωμία όσο και την συνεισφορά του στο κοινωνικό και πολιτικό πεδίο. Πιστεύω πως ο νηφάλιος ιστορικός του μέλλοντος θα είναι πιο ισορροπημένος. Αλλά δεν παύει να ισχύει το συμπέρασμα ότι, προσπαθώντας να αμφισβητήσει, το ΠΑΣΟΚ παραμέλησε ουσιαστικές πτυχές της (ναι, καπιταλιστικής) εθνικής ολοκλήρωσης της Ελλάδας όπως τον θεσμικό και οικονομικό, αλλά και συνειδησιακό/ιδεολογικό, εξορθολογισμό. Τριάντα χρόνια αργότερα, με τον παγιωμένο πλέον παγκοσμιοποιημένο ανταγωνισμένο και την ημιτελή και μετέωρη ευρωπαϊκή ενοποίηση, το τίμημα αυτής της ατελούς εθνικής ολοκλήρωσης αποδεικνύεται πολύ βαρύ. Ακόμα βαρύτερο ήταν το τίμημα που πλήρωσε η Ελλάδα όταν, παράλληλα με την εκδίωξη του κατακτητή, έλπισε και πάλεψε για μία (νεφελώδη) διαφορετική πολιτική προοπτική.



Οι μαρξιστές θεωρητικοί συζητούν εκτενώς για το αν το βασικό ρήγμα του καπιταλισμού, ή αντίθεση ή αντίφαση αν προτιμάτε, βρίσκεται μεταξύ καπιταλιστικών και αντι-καπιταλιστικών δυνάμεων διεθνώς, ή εάν βρίσκεται μεταξύ κρατών. Χωρίς να θέλω να μπω στην ουσία της διαμάχης αυτής, θα ήθελα να προσθέσω μία ψήφο στην άποψη πως και η αντίθεση μεταξύ κρατών είναι πολύ σημαντική. Η παρούσα κρίση, που περιθωριοποιεί τις νοτιο-ευρωπαϊκές χώρες, με προεξάρχουσα βέβαια την Ελλάδα, σε οικονομικό, πολιτικό, κοινωνικό αλλά και ιδεολογικό επίπεδο, νομίζω πως παρέχει μία απτή απόδειξη. Εάν αυτό ισχύει, τότε η βασική στρατηγική που διαθέτει ο ελληνικός λαός για να ευημερήσει είναι όχι να περιμένει την νίκη των αντι-καπιταλιστικών δυνάμεων  διεθνώς, ούτε να επιδιώξει να εγκαθιδρύσει κάποιου είδους σοσιαλισμό στην Ελλάδα μόνο, αλλά να βελτιώσει την θέση του μέσα στο σύστημα. Η πρώτη στρατηγική αργεί, η δεύτερη μας οδηγεί είτε στην Βενεζουέλα του (συκοφαντημένου) Τσάβες, αλλά χωρίς τα πετρέλαια (ούτε το El Sistema), είτε στην χειρότερη περίπτωση στην Αλβανία του Χότζα, καθώς η μικρή Ελλάδα δεν μπορεί να επιδιώξει αυτάρκεια – τις παρενέργειες από τέτοιες απόπειρες θα μπορούσε να μας τις εξηγήσει ο (πρώην Γιουγκοσλαύος) κ. Ζίζεκ καλύτερα από κάθε άλλον. Μένει μόνο η στρατηγική του να κινητοποιηθούν όσο γίνεται περισσότερες δυνάμεις, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, για να «γυρίσουν τον ήλιο» (κατά την έκφραση του Οδυσσέα Ελύτη), αλλά αποδεχόμενοι την λογική και τις νόρμες της Ευρωπαϊκής Ένωσης της εκ του σύνεγγγυς διαπραγμάτευσης και όχι των μονομερών ενεργειών. Εάν δε (ένα μεγάλο εάν) συμφωνήσουμε σε αυτή την βάση, η συντριπτική πλειοψηφία των (συναδέλφων) οικονομολόγων προειδοποιεί πως οι επιπτώσεις από την έξοδο από το ευρώ θα είναι τραυματικές. Ένα πράγμα όμως που θα πρέπει να χαραχτεί βαθιά στο πολιτικό DNA της χώρας για την από ‘δώ και πέρα πορεία της είναι το αίτημα για κοινωνική δικαιοσύνη. Η Ελλάδα, χώρα όχι μεγάλων ανισοτήτων κατά την άποψή μου (παρά τις στατιστικές), ανθίσταται σθεναρά στην αδικία που προέρχεται από τις στρεβλώσεις του συστήματος (η φοροδιαφυγή είναι πάνω απ’ όλα άδικη) αλλά και στην εντεινόμενη ανισότητα λόγω της κρίσης.



Ευχαριστούμε τον κ. Ζίζεκ που με τόσο εύληπτο τρόπο ξεθεμέλιωσε τις κυρίαρχες «ιστορίες» (ή αφηγήσεις) για τους Έλληνες – διεφθαρμένοι, είτε ανυπεράσπιστα θύματα.  Μαζί με την προτεινόμενη τρίτη «εθνική» αφήγηση (Έλληνες εναντίον της νεοφιλελεύθερης γραφειοκρατίας των Βρυξελλών), υπάρχει και μια τέταρτη – οι Έλληνες ως σκληρά εργαζόμενοι και καλοί Ευρωπαίοι, που ωφελήθηκαν από την Ευρώπη αλλά και που στηρίζουν την αγορά της «αγοράζοντας ευρωπαϊκά», με αδυναμίες φυσικά, όπως όλοι οι λαοί άλλωστε, αλλά και δυνατότητες για υπέρβαση της κρίσης. Ως σοσιαλδημοκρατικής υφής αμφισβητίας του «συστήματος», είμαι υποχρεωμένος να πω πως η ολική, ακατέργαστη αντίθεση προς το «Μνημόνιο» που εκφράζει ο Σύριζα (και πολύ περισσότερο οι ακροδεξιές «αντι-Μνημονιακές» δυνάμεις) με βρίσκει από την άλλη πλευρά των χαρακωμάτων. Η μικρή Ελλάδα δεν μπορεί από μόνη της να συγκρουστεί με το «σύστημα» - όποτε το τόλμησε, το κόστος ήταν δυσανάλογα μεγάλο. Θα δουλέψει όσο καλύτερα μπορεί μέσα στην Ευρώπη, όποια κι αν είναι η κυρίαρχη τάση, όχι εναντίον της. Με την πικρή της εμπειρία, η Ελλάδα εκτιμάει τα μέγιστα την αξία του κοινού ευρωπαϊκού σπιτιού. Η χώρα μου θα δουλέψει για να διορθώσει τις ατέλειες που περιγράφτηκαν πιο πάνω, για να μπορέσει να ανατάξει την οικονομία της και να την κάνει αντάξια του παγκοσμιοποιημένου ανταγωνισμού με διατήρηση ενός επιπέδου ευημερίας που να λέγεται ευρωπαϊκό. Εάν υπάρξουν απόψεις και προσπάθειες για την βελτίωση του συστήματος, θα ενώσει την φωνή της μαζί τους (για να προωθηθεί η ανάπτυξη, για να μην έχει ακραιφνώς νεοφιλελεύθερο χαρακτήρα, για να επιβληθεί (μικρός) φόρος στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές – τι γίνεται αλήθεια σ’ αυτόν τον μικρό αλλά ουσιαστικό τομέα;). Το αίτημα όμως για ουσιαστικές πλην επιμέρους αλλαγές, όπως και για κοινωνική δικαιοσύνη, δεν θα πρέπει να εκληφθεί ως η ελληνική απαρχή μιάς ολικής ρήξης με το σύστημα.


Saturday 12 May 2012

Πίστη

Ήταν σαν να ρωτούσα το τωρινό κενό
Μίλτου Σαχτούρη «Από την παλιά ερώτηση» (Ποιήματα 1980-98, εκδ. Κέδρος)

Ο λαός μίλησε, αλλά θα περάσει λίγος καιρός μέχρι να καταλάβουμε τι είπε, κατά την δήλωση του Μπιλ Κλίντον μετά τις Προεδρικές εκλογές του 2000 στις ΗΠΑ - τότε που το συντηρητοκρατούμενο Ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας ουσιαστικά χάρισε την νίκη στον Τζωρτζ Μπους, αναπέμποντας την υπόθεση διαιτησίας μεταξύ Μπους και Αλ Γκορ στο επίσης συντηρητοκρατούμενο Πολιτειακό Δικαστήριο της Φλόριντα. Τέλος πάντων, στα δικά μας, ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ κ. Τσίπρας έχει ήδη αναλάβει πρωθυπουργός. Όχι βέβαια της Ελλάδας, αλλά της Τζαμαχιρίας, μίας χώρας όπου η εντολή σχηματισμού κυβέρνησης δίνεται κατευθείαν από τον λαό (και την οποίαν κόμματα της τάξης του 17% μπορούν να ερμηνεύουν κατά το δοκούν), και όχι βέβαια από μεσάζοντες σαν τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας που κάποιοι συμβιβασμένοι επιμένουν να θεωρούν θεσμικό εκπρόσωπο του λαού. Όπου ο κυβερνητικός συνασπισμός αποτελείται από εξωκοινοβουλευτικούς ανταρσύες, κατσέλες, και (κατά πληροφορίες) πρυτάνεις. (Ευτυχώς, ΓΣΕΕ και ΔΟΕ μας θύμισαν σε τι διαδικασία βρισκόμαστε, αρνούμενοι να συναντήσουν τον κ. Τσίπρα.) Και όπου οι προγραμματικές δηλώσεις περιλαμβάνουν ένα μενού (μονομερούς;) αναθεώρησης του Μνημονίου, αιτήματος προς ΠΑΣΟΚ και ΝΔ να αναιρέσουν όσα υπέγραψαν πριν λίγους μήνες, επιστολές προς ξένους ηγέτες πρωθυπουργικού επιπέδου και στυλ φυσικά, και εξαγγελίες κρατικοποίησης των τραπεζών και «αξιοποίησης» των καταθέσεων ως μέτρου πρόκλησης πανικού και μαζικής απόσυρσης καταθέσεων. Όλ’ αυτά τα ωραία μέσα σε δυό μέρες. Μιλάμε πλέον για απειρία «δευτέρου βαθμού», ή αλλιώς ασχετοσύνη – και θεμελιώδη αδιαφορία για τους θεσμούς. Δεν έχουν φυσικά οι άνθρωποι ουδεμία διάθεση συνεργασίας με κανένα, παρά μόνο σκοπό τις επόμενες εκλογές προκειμένου να ανοίξει ο δρόμος για την «μεγάλη κυβέρνηση της Αριστεράς». Και αν κανείς έχει τυχόν αμφιβολίες γι αυτό βλέποντας τον σέξυ-Αλέξη (η αβεβαιότητα στην φυσιογνωμία του οποίου στην φωτογραφία καθώς απέρχεται από το Προεδρικό Μέγαρο μαρτυρά ίσως κάποια συναίσθηση των δυσκολιών και των διλημμάτων), δεν έχει παρά να ρίξει μια ματιά στην βλοσυρή έκφραση των στρατουλο-μουλοπουλο-υπασπιστών του για να του διαλυθούν τελείως αυτές οι αμφιβολίες.

Στην ΝΔ τώρα ψάχνουν στρατηγική επανένωσης του «κεντροδεξιού χώρου» (γνωστού και ως πολυκατοικία). Καίτοι πρώτο κόμμα, η ΝΔ δεν δικαιούται δια να πανηγυρίζει. Αν και αντιπολίτευση σε τέτοιους καιρούς, η βάση της καταρρακώθηκε και βρέθηκε κάτω από το 20%. Ζήτησε επίμονα τις εκλογές με στόχο την αυτοδυναμία, και έλαβε …έναντι. Το ΠΑΣΟΚ που τράβηξε το κάρο όλον αυτόν τον καιρό, μέσα σε ορυμαγδό συχνά κακόπιστης κριτικής, στην οποία παραδόξως (;) συμμετείχε και κάποιο τμήμα του ΔΟΛ, τώρα γλύφει τις πληγές του. Με όλες τις αδυναμίες του, το θάρρος του Γιώργου Παπανδρέου δεν έχει επαρκώς εκτιμηθεί (και μήπως είχε και δίκιο με το δημοψήφισμα που όλοι καταδικάσαμε;). Ο Ευάγγελος Βενιζέλος που ανέλαβε ουσιαστικά τις τύχες της χώρας τον τελευταίο χρόνο με μεγάλο προσωπικό και πολιτικό κόστος και ουσιαστική συνεισφορά, προσπάθησε να τετραγωνίσει τον κύκλο στο ΠΑΣΟΚ μέσα σε ασφυκτικά χρονικά πλαίσια. Τώρα θα πρέπει να ετοιμάζεται για την μητέρα όλων των πολιτικών μαχών, αυτήν της επιβίωσης του ΠΑΣΟΚ ως υπολογίσιμης πολιτικής δύναμης. Πράγματι, το ΠΑΣΟΚ κινδυνεύει τώρα να συνθλιβεί ανάμεσα στους δύο …πολιτικούς γίγαντες, ΝΔ και Σύριζα, που ετοιμάζονται να αναμετρηθούν κάτω από τον κόκκινο ήλιο. Αυτά που κατ’ ουσίαν αναμετρώνται είναι δύο διαφορετικά σενάρια για την πορεία της χώρας. Το ένα είναι η έξοδος από το ευρώ, με κατ’ ευθείαν μετάβαση σε καταστάσεις μετασοβιετικής Ρωσίας του ’90, με ό,τι σημαίνει αυτό κοινωνικά και πολιτικά, και με τελείως άδηλο το μέλλον (γιατί δεν είμαστε και Ρωσία με τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της). Το άλλο σενάριο είναι η ανασυγκρότηση της χώρας μέσα στο ευρώ, στο βαθμό βέβαια που η ΝΔ των κουμπαρο-φαήλων μπορεί να υπηρετήσει, και σε τελείως νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση, με πλήρη φιλελευθεροποίηση της αγοράς εργασίας, με εκποιήσεις φιλέτων μπιρ παρά που θα περνάνε για επενδύσεις, κλπ. Απέναντι σε αυτά το ΠΑΣΟΚ μπορεί (;) να αντιτάξει τον δύσκολο δρόμο της ανασυγκρότησης βασισμένης στην ριζική κινητοποίηση της χώρας έτσι ώστε να διασφαλιστεί όσο το δυνατόν το βιοτικό της επίπεδο. Η μαγκιά κι εξάτμιση (και κάτι άλλο ενδιάμεσα) δεν πουλάει στην Ευρώπη. Αυτό που πουλάει είναι η ουσιαστική προσπάθεια, η συνέπεια λόγων και έργων, ακολουθούμενη και από αναδιαπραγμάτευση χωρίς τυμπανοκρουσίες (όπως έχει ήδη άλλωστε γίνει και όπως και οι ίδιοι οι ευρωπαίοι έχουν αφήσει να εννοηθεί).

Ο λαός μίλησε. Αλλά δεν έδωσε σε κανένα το δικαίωμα να παίξει την τύχη της χώρας στα ζάρια. Ούτε φυσικά έδωσε σε κανένα το δικαίωμα να μπαίνει στην Βουλή και να λέει εγώ δεν συνεργάζομαι με κανένα. (Ας φανταστούμε ένα καράβι στο οποίο ο καθένας από το πλήρωμα λεέι, εγώ δεν συνεργάζομαι με κανέναν άλλο, κλπ.). Αν δεν θέλεις να συνεργαστείς δεν πρέπει να μπαίνεις στην Βουλή, είσοδος στην Βουλή σημαίνει εξ ορισμού διάθεση συνεργασίας. Και σύνθεσης. Την σύνθεση που πρέπει να επιδιώξει το ΠΑΣΟΚ ως κατ’ εξοχήν φορέας του Κέντρου. Φτάνει πια με τα μέτωπα, δεν αντέχει η μικρή Ελλάδα πλέον ούτε ψυχικά ούτε πολιτικά άλλους διχασμούς. Το μήνυμα θα πρέπει να είναι να μην εγκαταλείψουμε την προσπάθεια στα μισά, ας μην κλωτσήσουμε την καρδάρα με το γάλα μετά από τόση προσπάθεια, τώρα που κάποιο φως αχνοφαίνεται στο βάθος του τούνελ. Εύκολες λύσεις δεν υπάρχουν, και το νερό του Καματερού που τα γιατρεύει όλα πολύ θα το θέλαμε να υπάρχει. Το μόνο που θα μας γιατρέψει είναι να πιστέψει ο ελληνικός λαός στον εαυτό του, και να βαδίσει τον δρόμο της ανασυγκρότησης.

Sunday 29 April 2012

Εθνικό Θέατρο

Την Παρασκευή 27/4/2012 είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω, εδώ στο Λονδίνο, το έργο Περικλής του Σαίξπηρ σε μία παράσταση του Εθνικού Θεάτρου, στα ελληνικά. Η παράσταση ανέβηκε στο θέατρο Globe (το ανακατασκευασμένο θέατρο όπου ο ίδιος ο Σαίξπηρ ανέβαζε τα δράματά του, ένα πολύ ωραίο, ημι-υπαίθριο, ημικυκλικό θέατρο) στα πλαίσια του Παγκόσμιου Φεστιβάλ Σαίξπηρ 2012, με παραστάσεις έργων του Σαίξπηρ από θέατρα από όλο τον κόσμο στις γλώσσες τους. Το δικό μας Εθνικό «κατέβηκε» με Βογιατζή-Βασαρδάνη-Γλάστρα-Γουλιώτη-Καταλειφό-Κοτανίδη-Λούλη-Μαυροματάκη-Παπαγεωργίου-Πιατά-Σκουλά–Φωτοπούλου- Χατζησάββα, σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά, δηλαδή με αρκετό από το βαρύ πυροβολικό του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου. Το έργο δεν το ήξερα. Το κεντρικό του μήνυμα είναι απλό όσο και υψηλό: Ο αγνός στα αισθήματα πρίγκιπας της Τύρου Περικλής, μετά από πολλές περιπέτειες, καταφέρνει να ξαναβρεί τι χαμένες του γυναίκα και κόρη – δηλαδή, το δίκιο, το ήθος, η ηθική, εντιμότητα, η δικαιοσύνη θριαμβεύουν μέσα από τις αντιξοότητες και το ξεσπίτωμα, και σε πείσμα της κακίας, του μίσους, της διαφθοράς και της προστυχιάς. Μήνυμα αισιοδοξίας και δικαιοσύνης λοιπόν, που τόσο χρειάζεται η Ελλάδα τώρα, παρεμπιπτόντως. Ο θίασος του Εθνικού αντιμετώπισε το έργο με το σωστό, κατά την γνώμη μου, μείγμα σοβαρότητας και κωμικότητας, καθώς το έργο έχει πολλές δυνατές στιγμές, όπως π.χ. η σκηνή της αναγνώρισης πατέρα και κόρης και άλλες, όμως έχει και πολλές ατέλειες στην πλοκή - μάλιστα θεωρείται ότι το πρώτο μισό δεν το έγραψε ο Σαίξπηρ – η οποία σε πολλά σημεία είναι σχεδόν τελείως σχηματική. Έτσι, συνυπήρξαν στιγμές υψηλού δράματος δίπλα-δίπλα με στιγμές κωμικές, μπουφόνικες, που θύμιζαν είτε την παλιά καλή ελληνική κωμωδία, είτε τον Γκοντό του Μπέκετ. Ήταν σαν η παράσταση να έλεγε, εντάξει, ας μην πάρουμε το έργο σαν πλοκή περισσότερο σοβαρά απ’ όσο του αξίζει. Ο πυρήνας του έργου όμως αντιμετωπίστηκε με τον σοβαρότερο τρόπο, με βάση όλη την εμπειρία αναβίωσης του αρχαίου δράματος που έχει αποκτήσει το ελληνικό θέατρο. Η παράσταση γενικά είχε έντονα στοιχεία ζωντανού, λαϊκού θεάτρου, όπως συνδιαλλαγή με το κοινό όπως γινόταν και την εποχή του Σαιξπηρ, μάλιστα με κάποιες φράσεις στα αγγλικά, εκτός κειμένου καλαμπούρια όπως με το θόρυβο που έκαναν τα υπεριπτάμενα ελικόπτερα, αναφορές στο σήμερα όπως με αφορμή την πείνα στην Ταρσό και πιο έμμεσα σε ευρω-μπέϊκους χαρακτήρες, τραγούδι και χορικά με φολκ αναφορές (θυμίζοντας και τα χορικά του αρχαίου δράματος και μεσογειακή λαϊκή μουσική), κέφι και μπρίο. Υπήρχαν στοιχεία αυτο-αναφορικά, όπως π.χ. όταν κάποιος από τον θίασο ζητούσε από το κοινό βοήθεια στα αγγλικά για να θυμηθεί μια λέξη – ελληνική! – παραπέμποντας στις δυσκολίες και αμφισημίες της μετάφρασης, και αυτο-ειρωνικά. Υπήρχαν φράσεις στα αγγλικά έτσι ώστε να συμμετέχει κατά το δυνατόν περισσότερο και το μη ελληνόφωνο κοινό (μειοψηφικό αλλά όχι αμελητέο), που βοηθείτο από πολύ συνοπτικούς υπέρτιτλους. Η παράσταση ήταν τέλος έξυπνη, είχε ελάχιστα σκηνικά έτσι ώστε το έργο να μεταφέρεται εύκολα και χωρίς κόστος. Αλλά ταυτόχρονα υπήρχαν και απόλυτη πειθαρχία ενός σφιχτοδεμένου συνόλου στις προσταγές του έργου, μέτρο και αυτοσυγκράτηση. Με λίγα λόγια, θερμά συγχαρητήρια σε όλους τους συντελεστές, θεατρικούς αλλά και χορηγούς και αφανείς βοηθούς όπως από την μεριά της εδώ Πρεσβείας, για μία έξοχη παράσταση, που μας γνώρισε ένα έργο σημαντικό αλλά όχι ευρέως γνωστό, που μας χάρισε μια βραδιά υψηλής αισθητικής και συγκίνησης αλλά και ωραίας διασκέδασης, με λεπτό άρωμα Ελλάδας. Λέγαμε σε προηγούμενο σημείωμα ότι «έχομεν χρεία» να αναδείξουμε προς τα έξω την δημιουργική, μαχόμενη Ελλάδα, κριτικά αλλά και με αυτοπεποίθηση, και αυτό ήταν ένα εξαιρετικό παράδειγμα του πώς μπορεί και πρέπει να γίνει αυτό. Έχουμε σημειώσει από καιρό πως ο γνήσια εξωστρεφής (δεν μιλάμε για μαϊμουδίσματα) πολιτισμός, λόγιος είτε λαϊκός, θα πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα, πάντα με αταλάντευτο κριτήριο την ψηλή ποιότητα. Κι αυτό όχι μόνο γιατί αποτελεί αυταξία, όχι μόνο γιατί εκπροσωπεί την Ελλάδα που μας αξίζει, αλλά και γιατί είναι αναγκαίος όρος για να προωθηθεί η «φίρμα» της χώρας, και γιατί αναβαθμίζει το κύρος της χώρας. Μέσα από τον εξωστρεφή πολιτισμό και τον πολιτιστικό τουρισμό προβάλλεται και γίνεται ευρύτερα γνωστό ένα αναβαθμισμένο αισθητικά προφίλ της χώρας, που ευνοεί και την αναβάθμιση του τουρισμού, και την προώθηση την προϊόντων της χώρας. Για να το πούμε πιο απλά, όταν σου αρέσει γενικότερα η χώρα, τότε θα αγοράσεις και το λάδι και το κρασί της (και ό,τι άλλο) και θα θελήσεις να την γνωρίσεις από πιο κοντά. Και η χώρα-ισότιμος πολίτης στην παγκόσμια πόλη των ιδεών λαμβάνεται περισσότερο σοβαρά υπ’ όψη. Με άλλα λόγια, ο υψηλής στάθμης εξωστρεφής πολιτισμός αποτελεί την αιχμή του δόρατος μίας αναγεννημένης Ελλάδας μέσα στον κόσμο.

Tuesday 17 April 2012

Ελλάδα 2012

Πρόκειται να επιμείνουμε στο ακαθόριστο του προορισμού μας.
Ζέφη Δαράκη
(από το άρθρο ‘Ζητείται ελπίς’ του Δ.Ν. Μαρωνίτη, ΒΗΜΑ 18/3/2012)

Σχετικά με την επιβίωση, ο Άγγλος είπε τα εξής: « ‘Οταν πάψεις να είσαι περήφανος για την εμφάνισή σου, τότε πρόκειται σύντομα να πεθάνεις.»
...
Ο Θεός μου χάρισε την ηρεμία να δέχομαι τα πράγματα που δεν μπορώ ν’αλλάξω, το θάρρος να αλλάξω εκείνα που μπορώ, και την σοφία να ξεχωρίζω πάντα τα δύο αυτά.
Κερτ Βόνεγκατ, Σφαγείο αρ. 5

Ας αρχίσουμε έτσι. Με μία πρόταση («κεντρική ιδέα»), ποιό είναι το βασικό πρόβλημα που οδήγησε την Ελλάδα στην χρεοκοπία; Υποθέσεις εργασίας: Πρώτη, το ιστορικό ατύχημα μίας καταστροφικής κυβέρνησης (Καραμανλή), συμπληρωμένης από την διεθνή κρίση και επακολουθούμενης από τους αδέξιους χειρισμούς της κυβέρνησης Παπανδρέου. Δεύτερη, οι παθογένειες του ελληνικού πολιτικού συστήματος από το 1980 και εντεύθεν, που οδήγησαν τελικά σε έναν μη διαχειρίσιμο συνδυασμό χρέους και ελλείμματος. Τρίτη, η στρεβλή οικονομία, δομημένη πάνω στα θεμέλια μίας μεταπρατικής μετεμφυλιακής τάξης πραγμάτων. Δηλαδή, από το ένα στο τρία, πάμε σε όλο και «βαθύτερη» αιτία. Σε πόσο «βαθύ» επίπεδο ανάλυσης πρέπει να αναζητήσει κανείς την βασική αιτία; Για να το πούμε αλλιώς, πόσο πίσω θα έπρεπε να γυρίσει το καρούλι της ιστορίας προκειμένου να διορθωθεί η βασική γενεσιουργός δυσπραγία; (Μπορούμε βέβαια να πάμε ακόμα πιο πίσω, και να πούμε ότι η μικρή ψωροκώσταινα του 1830, έχοντας χάσει όλα τα τραίνα που συνιστούν την νεωτερικότητα, από Αναγέννηση, Μεταρρύθμιση, επιστημονική επανάσταση, Διαφωτισμό, έως βιομηχανική επανάσταση, δεν θα είχε ποτέ ελπίδες να συγκλίνει πλήρως με την Δύση. Αλλά μπορεί κανείς να αντιτείνει ότι η ίδια αυτή χώρα έχει κάνει γιγαντιαία άλματα σύγκλισης μέσα σε δύο μόλις αιώνες, και μάλιστα μέσα από μία εξόχως τραυματική πορεία.) Τί λοιπόν ισχύει; Μπορεί κανείς να πει πως όλοι οι παραπάνω λόγοι έπαιξαν τον ρόλο τους («όλα πατρίδα μας»). Αλλά κατά την άποψη του γράφοντος, το κυρίαρχο είναι η αναιμική, εσωστρεφής, κρατικοδίαιτη οικονομία, που δεν μπόρεσε να μειώσει τα ελλείμματά της έστω και λίγο, χωρίς να προκαλέσει ύφεση, που τελικά την βύθισε στον φαύλο κύκλο λιτότητας-ύφεσης-περισσότερων ελλειμμάτων-λιτότητας, κλπ.

Τι σημασία έχουν όλ’ αυτά; Εάν η απάντηση πιο πάνω ήταν το «ιστορικό ατύχημα» κάποιων μεμονωμένων κυβερνητικών λαθών, τότε πέρα από την απαιτούμενη δημοσιονομική προσαρμογή, θα μπορούσαμε κάλλιστα να επιστρέψουμε στην προτέρα κατάσταση πραγμάτων. Δηλαδή, προσέχοντας να διορθωθούν τα δημόσια οικονομικά, θα έπρεπε να επαναφέρουμε την οικονομία στην προηγούμενη, υποτιθέμενη βιώσιμη, πορεία ανάπτυξης χωρίς άλλες διορθώσεις. Εάν όμως θεωρήσουμε ότι η βασική παθολογία προκύπτει από ένα μη βιώσιμο πλέον οικονομικό μοντέλο, τότε η διόρθωση των δημόσιων οικονομικών πρέπει να συμβαδίζει με γενικότερο αναπροσανατολισμό και ανασυγκρότηση της οικονομίας. Με άλλα λόγια ισχύει το ρητό του Αϊνστάιν (ένα από τα ωραιότερα από αυτά που μας θυμίζει τακτικά ο Γ. Λακόπουλος στα ΝΕΑ): Το πρόβλημα δεν λύνεται μέσα στο πλαίσιο σκέψης που το δημιούργησε. Ή, σε πιο απλά ελληνικά, η έξοδος από την κρίση δεν μπορεί να σημαίνει μία από τα ίδια, γιατί τότε βαδίζουμε ολοταχώς για την επόμενη κρίση.

Μπορούμε να στοχαστούμε λίγο ευρύτερα πάνω στην ελληνική οικονομική πορεία. Μέσα από μία πορεία μερικής («σχετικής» λέει η θεωρία) προσαρμογής προς ένα επίπεδο ζωής (της Δυτικής Ευρώπης) που διαρκώς ανέβαινε (κατά τα «τριάντα λαμπρά χρόνια» 1945-75), η Ελλάδα κατάφερε να φτάσει ας πούμε στο 60% ή 70% του μέσου δυτικο-Ευρωπαϊκού όρου ζωής. Όμως, η δυναμική της σύγκλισης δείχνει να έχει εξαντληθεί (μήπως όπως και η δυναμική της ευρύτερης ευρωπαΐκής ενοποίησης;). Μάλιστα, κατά περίεργο τρόπο, όπως επεσήμανε ο Κ. Τσίμας στα ΝΕΑ, η ευρωπαΐκή ενοποίηση, μέσα από τον ενιαίο οικονομικό χώρο από το 1992 και μετά και μετην ΟΝΕ πολύ περισσότερο, έχει ίσως δράσει ανασταλτικά στην σύγκλιση – ενώ πρόσκαιρα επιτάχυνε την σύγκλιση των επιπέδων κατανάλωσης, επιβράδυνε ή και απέτρεψε την ουσιαστική, παραγωγική σύγκλιση, εντείνοντας την αποβιομηχάνιση και συμβάλλοντας στην απώλεια ανταγωνιστικότητας.

Τα χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας δεν δείχνουν πάντα κάτι ριζικά διαφορετικό από άλλες δυτικοευρωπαϊκές χώρες. Αντίθετα με τις κρατούσες αντιλήψεις, ο κρατικός τομέας δεν είναι υπερτροφικός, μάλλον μεσαίου μεγέθους είναι σε σχέση με το ΑΕΠ. Όμως, παρουσίαζε ανοδικές τάσεις από χρόνια, ενώ άλλες χώρες έκαναν προσπάθειες συμμαζέματος. Το μεγάλο πρόβλημα βέβαια είναι τα ελλείμματα και τα χρέη. Αποβιομηχάνιση υπάρχει, είναι όμως αυτό μία γενική τάση. Πάντως πρέπει να είναι παγκόσμιο φαινόμενο μία μικρή και όχι από τις πλουσιότερες χώρες να εμφανίζει τέτοιου μεγέθους εξερχόμενες επενδύσεις όπως αυτές που κατευθύνθηκαν στην ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια. Η απώλεια ανταγωνιστικότητας ως συνέπεια του ακριβού ευρώ είναι επίσης γενική τάση (ακόμα και στην Γερμανία!), όμως τα εξωτερικά ελλείμματα της Ελλάδας είναι ...άπαιχτα! Δεν γίνεται μία χώρα σαν την Ελλάδα να είναι από τις ακριβότερες της Ευρώπης, αν όχι παγκόσμια! Γενικά, όπως αναφέραμε, είναι δύσκολο να αποφύγει κανείς το συμπέρασμα ότι η μεταπολεμική δυναμική της σύγκλισης έχει πλέον εξαντληθεί.

Αλλά και η δυναμική της Ευρωπαϊκής μεγέθυνσης τείνει πλέον να βαλτώσει. Οι λόγοι είναι σύνθετοι και δεν έχουν μελετηθεί επαρκώς. Υπάρχει το φαινόμενο των φθινουσών οριακών αποδόσεων, κάτι που και ο Κέυνς υπαινίχθηκε στο κεφάλαιο 17 της Γενικής Θεωρίας. (Για να τρυγήσεις το χαμηλό σύκο χρειάζεσαι μικρή προσπάθεια, αλλά όσο πηγαίνεις ψηλότερα, τόσο περισσότερη προσπάθεια χρειάζεσαι ανά σύκο. Που σημαίνει πως με την οικονομική μεγέθυνση, οι αποδόσεις ανά μονάδα κεφαλαίου φθίνουν, με αποτέλεσμα την στασιμότητα.) Υπάρχει και ο ανταγωνισμός της Ασίας, με τον ασύγκριτο συνδυασμό κόστους-παραγωγικότητας. Υπάρχει η μεγαλύτερη κινητικότητα του κεφαλαίου που οδηγεί σε αποβιομηχάνιση τις ακριβότερες χώρες, υπάρχει και η κινητικότητα των ανθρώπων που βάζει πίεση σε ορισμένα τουλάχιστον στρώματα του εργατικού δυναμικού – ενώ είναι καλή για την χώρα συνολικά. Υπάρχει η πτώση του ρυθμού αύξησης του πληθυσμού, με αποτέλεσμα την γήρανση του πληθυσμού και την αύξηση του κόστους κοινωνικής ασφάλισης. Σε αυτήν την πτώση συμμετέσχε και η Ελλάδα θεαματικά μετά το 1980, ενώ πριν είχε μία από τις υγιέστερες ηλικιακά πληθυσμιακές πυραμίδες της Ευρώπης. Τέλος, κατά την άποψη του γράφοντος, σιγά σιγά θα εμφανιστούν και οι περιορισμοί που επιβάλλονται από περιβαλλοντικούς παράγοντες (αύξηση τιμής καυσίμων και τροφίμων, μεγαλύτερο κόστος διαχείρισης της ρύπανσης, έλλειψη υδάτινων πόρων, κλιματική αστάθεια, και τέλος και χειρότερα, αύξηση της στάθμης της θάλασσας).

Πού οδηγούν όλ’ αυτά; Σε δύο συλλογισμούς. Πρώτον, η δημοσιονομική κρίση στην Ελλάδα είναι μόνον η κορυφή του παγόβουνου, είναι απλά το σημείο στο οποίο έσπασε η αλυσίδα. Το βασικό δεδομένο είναι η βαθύτερη δυσπραγία της παραγωγικής βάσης στην Ελλάδα, αλλά και ευρύτερα στην Ευρώπη. Δεύτερον, τα προβλήματα αυτά δεν είναι προβλήματα έλλειψης ζήτησης, αλλά είναι γενικά θέματα προσφοράς – παραγωγικότητας, κόστους, ποιότητας υπηρεσιών, καινοτομίας, επιπέδου τεχνολογικής αιχμής, επενδύσεων. Ως τέτοια, δεν μπορούν να λυθούν με δημοσιονομική επέκταση, ούτε και με έξοδο από το ευρώ και υποτίμηση, που είναι τελικά εργαλείο ζήτησης. Είναι γενική άποψη της πλειοψηφίας των πανεπιστημιακών οικονομολόγων πως το βιοτικό επίπεδο μίας χώρας εξαρτάται μακροπρόθεσμα από τους παράγοντες προσφοράς, ενώ σε αυτόν τον χρονικό ορίζοντα η ζήτηση δεν παίζει κανένα ρόλο γιατί απλά ακολουθεί και δεν προηγείται – κάτι που αποτυπώνεται και στην λαϊκή σοφία του ρητού «ο θεός έδωσε σε όλους τους ανθρώπους ένα στόμα, και δύο χέρια».

Πριν λίγο καιρό είχα την ευκαρία να παρακολουθήσω μία ημερίδα για τις Λατινοαμερικανικές κρίσεις των τελευταίων τριάντα ετών. Όταν έσπασε η ισοτιμία δολαρίου-πέσο κατά την διάρκεια της Αργεντίνικης κρίσης το 2001, η ισοτιμία πήγε από το 1-1 στο 1 δολάριο – 4 πέσος. Υποτίμηση δηλαδή της τάξης του 75% του πέσο, ή αλλιώς τετραπλασιασμός της τιμής των εισαγομένων (καύσιμα, φάρμακα, τρόφιμα). Εάν κάτι τέτοιο γίνει στην Ελλάδα, θα μιλάμε για εξανέμισμα εν μιά νυκτί της αγοραστικής αξίας των εισοδημάτων. Ολόκληρα πληθυσμιακά στρώματα θα πέσουν κάτω από το όριο της φτώχειας, με βασικά είδη να ανταλλάσσονται στην μαύρη αγορά. Δηλαδή, καταστάσεις όπως στην Ρωσία την δεκαετία του 1990. Αυτά που βλέπουμε τώρα θα είναι παιδική χαρά μπροστά σ’ αυτό το σενάριο, όπως είπα, μάλλον άκομψα είναι η αλήθεια, τις προάλλες στην τηλεόραση – αλλά η ουσία δεν αλλάζει. Και μετά τί; Η υποτίμηση για να δουλέψει ως εργαλείο θέλει πειθαρχία: Πρώτα ανεβαίνει η παραγωγικότητα, εξαγωγές, κλπ., κι όταν υπάρξει ουσιαστικό πλεονέκτημα, και μόνον τότε, δείνεις και αυξήσεις στους μισθούς και στις τιμές. Αλλιώς, το μόνο που αυξάνει είναι ο πληθωρισμός. Σκέφτεται κανείς πως στην Ελλάδα που έχει υποστεί τέτοιες μειώσεις μισθών θα μπορέσει να υπάρξει τέτοιου είδους πειθαρχία; Και εν τέλει, ακόμα και με πειθαρχία, αυτό που θα ανέβει είναι οι εξαγωγές. Όμως η ευημερία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το τί καταναλώνουμε – τί μένει για μας μετά τις εξαγωγές, και τί μπορούμε να εισάγουμε. Αυτά δεν μπορούν να αυξηθούν χωρίς την άνοδο της παραγωγικότητας, όπου και ξαναγυρνάμε δηλαδή.

Η δημοσιονομική επέκταση δεν μπορεί να αποτελέσει στρατηγική εξόδου από την κρίση και για τον λόγο ότι αντιφάσκει προς την ανάγκη παραγωγικού αναπροσανατολισμού της οικονομίας προς ένα μοντέλο λιγότερο καταναλωτικό και περισσότερο αποταμιευτικό και επενδυτικό, με ενίσχυση της παραγωγικής βάσης, καινοτομία, τεχνογνωσία, ποιότητα, και εξαγωγικό προσανατολισμό. Η δημοσιονομική επέκταση απλά θα βασιστεί και θα επιτείνει το καταναλωτικό πρότυπο. Ο αναπροσανατολισμός αυτός της οικονομίας, απαραίτητος και σε άλλες χώρες όπου έχει προχωρήσει περισσότερο και ο σχετικός προβληματισμός (βλ. προηγούμενο σημείωμα) δεν είναι εύκολος ούτε ανώδυνος. Δεν θα γίνει αυτόματα αν περιοριστεί η κρατική δαπάνη, όπως φαίνεται να πιστεύεται σε κάποιες χώρες. Χρειάζεται κεντρική διεύθυνση και συστηματική και επίπονη προσπάθεια. Δεν διευκολύνεται όταν ολόκληρη η Ευρωπαϊκή ήπειρος βυθίζεται στην ύφεση, και δεν είναι ίσως εφικτή για το σύνολο της Ευρώπης. Αλλά για μία μικρή χώρα όπως η Ελλάδα είναι εφικτό ειδικά όταν προηγείται των άλλων, και δυνατότητες – συγκριτικό πλεονέκτημα – υπάρχουν σε τομείς όπως γεωργία (συμπεριλαμβανομένης της κτηνοτροφίας, ιχθυοκαλλιέργειας και αγροτοβιομηχανίας), κάποια βιομηχανία, τουρισμό, ναυτιλία, ανανεώσιμες πηγές και περιβάλλον, ενέργεια. Το κριτήριο θα πρέπει να είναι η ύπαρξη συγκριτικού πλεονεκτήματος προκειμένου να ενισχυθεί μία δραστηριότητα και στόχος η δημιουργία προστιθέμενης αξίας, απασχόληση, επενδύσεις, καινοτομία, μεταφορά τεχνογνωσίας, εξωστρέφεια. Και, κοιτάζοντας όσο γίνεται την θετική όψη του πράγματος, μπορούμε να πούμε πως τώρα μας χρηματοδοτούν για να επιχειρήσουμε αυτόν ακριβώς τον ούτως ή άλλως απαραίτητο παραγωγικό αναπροσανατολισμό. Πρέπει να επιδιώξουμε στρατηγικές παραγωγικές συμμαχίες – με τους Κινέζους σε λιμάνια και Θριάσιο, με τους Γάλλους στα τραίνα, με Κορεάτες στα ναυπηγεία, με Ισραηλινούς στην πολεμική βιομηχανία, με Γερμανούς στις ανανεώσιμες πηγές, με Αμερικανούς στην συμβατική ενέργεια. Εντάξει, πήραμε φόρα, όμως κάπως έτσι επανεκκινείται η οικονομία. Το ζητούμενο σ’ αυτες τις συμμαχίες είναι διπλό, πρώτον η ενίσχυση της παραγωγικής βάσης της χώρας, δεύτερον η στρατηγική υποστήριξή της από εταίρους που θα νιώθουν ότι έχουν συμφέρον στην επιβίωσή της.

Εν κατακλείδι, έρχονται δύσκολα χρόνια είτε μέσα είτε έξω από το ευρώ. Τελικά, σε βάθος χρόνου, ο παραγωγικός αναπροσανατολισμός με αύξηση της ανταγωνιστικότητας είναι αναπόφευκτος. Το μεγάλο ίσως ερώτημα είναι αν αυτά θα γίνουν αφού πρώτα φτάσουμε σε μισθούς επιπέδου του (συμπαθούς κατά τα άλλα) Μπανγκλαντές ή αν μία ηγετική, ιθύνουσα τάξη θα μπορέσει να οραματιστεί, εμπνεύσει και διευθύνει αυτό τον αναπροσανατολισμό οργανωμένα, και εάν η άνοδος της ανταγωνιστικότητας θα βασιστεί στην άνοδο της παραγωγικότητας, έτσι ώστε να διασφαλιζεται ένα ανεκτό βιοτικό επίπεδο που θα λέγεται ευρωπαϊκό. Το βασικό διακύβευμα από εδώ και μπρος είναι να οργανωθούμε ώστε όχι τόσο να δουλεύουμε περισσότερο όσο η δουλειά μας να αποδίδει περισσότερο, κι αυτό θα γίνει σε μεγάλο βαθμό, και αναπόφευκτα, με την συλλογικότητα και το συνεργατικό πνεύμα. Για να γίνει αυτό χρειάζεται ριζική κινητοποίηση της κοινωνίας. (Έρχεται στο νου η σε βάθος στρατιωτικοποίηση που εφάρμοσε στο Βυζάντιο ο Λέων Γ’ ο Ίσαυρος τον 80 αιώνα (αν δεν τα μπλέκω!) προκειμένου να αντιμετωπίσει την Αραβική απειλή. Μόνο που τώρα η κινητοποίηση δεν πρέπει να είναι στρατιωτική αλλά παραγωγική.) Πρέπει να αλλάξουν όλα, δομές, συμπεριφορές και νοοτροπίες.

Ας αναρωτηθούμε, ποιό είναι το μυστικό της Γερμανικής επιτυχίας; Οι Γερμανοί δεν δουλεύουν περισσότερο από άλλους ευρωπαϊκούς λαούς, και (με περίπου 37 ώρες την εβδομάδα κατά μέσο όρο) σαφώς λιγότερο από τους Έλληνες (δεύτεροι στον ΟΟΣΑ με 42 ώρες, πίσω μόνο από τους Νοτιοκορεάτες.) Εντάξει, κάπου τα στοιχεία αυτά μπορεί να έχουν και πρόβλημα αξιοπιστίας, ειδικά όσον αφορά τον δημόσιο τομέα, όμως ο ιδιωτικός τομέας στην Ελλάδα δουλεύει πολύ. Όχι, το μυστικό των Γερμανών δεν βρίσκεται στην πολλή δουλειά. Βρίσκεται νομίζω στο ότι δουλεύει όλη η ενδεκάδα και τα 90 λεπτά του παιχνιδιού, και όλη η ομάδα παίζει συνεργατικά και βοηθάει τον άσο να βάλει γκολ. Ας φανταστούμε τώρα μία σκηνή της ελληνικής καθημερινότητας.

Πριν λίγες μέρες είδα στην τηλεόραση έναν νέο αγρότη που μίσθωσε κρατική γη με σκοπό να βάλει καινοτόμες καλλιέργειες και να ανοιχτεί και προς ξένες αγορές. Ποιά τύχη έχει παραδοσιακά ένας τέτοιος παραγωγός-επιχειρηματίας; Βρίσκει απέναντι του ένα κράτος αδιάφορο αν όχι εχθρικό, που τον ταλαιπωρεί επί μήνες προκειμένου να βγάλει άδειες κλπ, ενώ αυτός πληρώνει νοίκια, και μετά του ζητάει μπαξίσια, κάνει δε χρόνια να τελεσιδικήσει όταν αυτός αναζητήσει το δίκιο του. Το κράτος επίσης αλλάζει κάθε τόσο το φορολογικό ή άλλο θεσμικό πλαίσιο, και με «τακτοποιήσεις» κλπ. τον κάνει να νοιώθει κουτός που πασχίζει να είναι εντάξει στις υποχρεώσεις του. Η κοινωνία αδιαφορεί, αν δεν τον υποβλέπει κιόλας ως ικανότερο. Σε κάθε κρίσιμη φάση της παραγωγής, θα απεργεί αυτός τον οποίο έχει περισσότερη ανάγκη. Τι να το κάνει λοιπόν ο φίλος επιχειρηματίας (καλή του τύχη, παρεμπιπτόντως) αν δουλεύει πολύ, όταν η δουλειά του εξαντλείται να πολεμάει την γραφειοκρατία, την διαφθορά, την αδιαφορία, τί να την κάνει την ικανότητα που πνίγεται μέσα σε ένα πέλαγος μετριότητας; Λοιπόν τι πρέπει να αλλάξει; Όλα τα παραπάνω!

Άλλο παράδειγμα που αφορά τον εργαζόμενο στον τουρισμό, ξενοδόχο, εστιάτορα, οδηγό ταξί. Η ατομική στρατηγική λέει «πάρτου τα και πού θα τον ξαναδείς, σέρβιρε μερίδα Ξ.» Φυσικά η στρατηγική αυτή οδηγεί στην συλλογική, χμμμ..., χρεοκοπία! Η σωστή στρατηγική αναγνωρίζει πρώτον ότι ο κόσμος είναι μικρός και ο τουρίστας αν βρει καλές υπηρεσίες θα ξανάρθει (ή θα πει σε άλλον να ξανάρθει), και δεύτερον ότι κι αν δεν ξανάρθει σε μένα, θα ξανάρθει εδώ σε μας. Κάποτε η χούντα λάνσαρε το σωστό (οφείλουμε να ομολογήσουμε) σύνθημα: αγοράζοντας ελληνικά προϊόντα, η δραχμή σου ξαναγυρίζει σε σένα. Αυτό σήμερα δεν είναι εφικτό διότι είναι προστατευτισμός (αφήστε που δεν θέλουμε να ξαναγυρίσει η δραχμή!), όμως μπορούμε να πούμε: εάν κάνεις την σωστή προσπάθεια, η προσπάθειά σου ξαναγυρίζει σε σένα.

Αλλαγή λοιπόν στις νοοτροπίες και συμπεριφορές, στην κατεύθυνση της επιβολής συλλογικότητας, πάταξης της διαφθοράς (η οποία τί άλλο είναι παρά μία ακραία μορφή αντι-συλλογικότητας), μαζί βέβαια με αλλαγή θεσμών, εμπέδωση ενός σταθερού θεσμικού πλαισίου, συνεργατικών κοινωνικών συμπεριφορών, μιάς διαφορετικής πολιτικής κουλτούρας, αλλά και βέβαια ενός φιλο-παραγωγικού κράτους (το οποίο δεν θα λέει φυσικά σε όλα ναι, αλλά θα σου δίνει μία σαφή απάντηση σε ένα τακτό χρονικό διάστημα). Η σε βάθος αναδιοργάνωση του κράτους και η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής είναι τα αυτονόητα, για πολλούς λόγους. Σ’αυτό το πλαίσιο, ιδιαίτερα χρήσιμη είναι κατά την γνώμη μου η παρεχόμενη από έξω τεχνογνωσία, και πολλαπλή βοήθεια (π.χ., επαφές με την Γερμανία). Όταν προχωρήσουμε στην ανασυγκρότηση σε όλα τα επίπεδα, μπορούμε τότε να διαπραγματευτούμε και την απαραίτητη, νομίζω, παραπέρα γενναία αναδιάρθρωση του χρέους, και ιδιαίτερα τώρα πλέον του διακρατικού. Παράλληλα, πρέπει να αναζητάμε και συμμαχίες ώστε να αλλάξει όσο το δυνατόν το διαμορφούμενο πλαίσιο αμείλικτης λιτότητας. Αλλά προσοχή, η Ελλάδα ως πρώτη χώρα της κρίσης και πλέον αδύναμος κρίκος τυχαίνει κάποιας νομίζω ευνοϊκής μεταχείρισης, υπό την έννοια ότι λαμβάνει βοήθεια που άλλες χώρες δεν θα τολμήσουν ούτε να ονειρευτούν (ως ποσοστό στο ΑΕΠ τους). Στρατηγικός στόχος παραμένει επίσης η κατά το δυνατόν δίκαιη μοιρασιά των θυσιών. Χρειάζεται επίσης προβολή προς τα έξω όχι υπό την κουτή έννοια «όταν εμείς κλπ., εσείς τρώγατε κουκουνάρια» και τα παράγωγά της, αλλά υπό την έννοια μίας Ελλάδας που ανοίγεται και διαλέγεται με τον κόσμο και προβάλλει εκεί κριτικά αλλά και με αυτοεκτίμηση το μαχόμενο και δημιουργικό πρόσωπό της. Και βέβαια χρειάζεται αυτοπεποίθηση και αυτοεκτίμηση (ούτε και έπαρση βέβαια), όχι ηττοπάθεια και ανοησίες περί Κουΐσλινγκς, γιατί χωρίς αυτοεκτίμηση δεν μπορεί να υπάρξει νηφάλια αποτίμηση ούτε αναγεννητική πορεία. Ο Βόνεγκατ μας προειδοποιεί για τις σοβαρές επιπτώσεις του να πάψουμε να διαθέτουμε αυτοεκτίμηση. Το μήνυμα πρέπει να είναι, χτυπηθήκαμε αλλά δεν λυγίσαμε, κι έχουμε τις δυνάμεις να προχωρήσουμε.

Το ερώτημα είναι αν υπάρχει κρίσιμη κοινωνική μάζα τέτοια που να επιβάλει την αλλαγή στις νόρμες αυτές. Μπορεί η δοκιμαζόμενη κοινωνία να σκεφτεί έτσι και κυρίως εκείνη η μερίδα που νιώθει να τα χάνει όλα, μπορούν τα κόμματα να ξεφύγουν από τον φαύλο συγκρουσιακό κύκλο, μπορούν οι παραγωγικές δυνάμεις, μπορούν τα ΜΜΕ, μπορεί η διανόηση του τόπου; (Δυστυχώς, η προεκλογική περίοδος δεν αναδεικνύει τίποτα το αξιόλογο, το αντίθετο μάλιστα.) Το σίγουρο είναι πως μία κυβέρνηση δεν μπορεί από μόνη της να αλλάξει τώρα πια τα πράγματα, χρειάζεται η ενεργή συμμετοχή της κοινωνίας. (Έρχεται στον νου η εικόνα με τα μπατόν του σκιέρ. Από τα λίγα που ξέρω από σκι, τα μπατόν είνα απαραίτητα αλλά όχι γιατί στηρίζουν τα ίδια, αλλά γιατί συντονίζουν όλο το σώμα του σκιέρ. Μία εκσυγχρονιστική πολιτική δύναμη σην παραπάνω κατεύθυνση είναι τα μπατόν. Η κοινωνία είναι το σώμα του σκιέρ.) Θα λέγαμε πως απαιτείται πολιτιστική επανάσταση, μία εθνική αναγέννηση, αν δεν κινδυνεύαμε να παρεξηγηθούμε, κι αν δεν κινδύνευαν κι αυτές οι έννοιες να καταλήξουν στον σκουπιδότοπο άλλων ωραίων εννοιών όπως υπέρβαση, επανίδρυση του κράτους, κλπ. Σίγουρα πρέπει να υπάρξει ένας νέος διαφωτισμός (όπως είπε και ο Αλέκος Παπαδόπουλος) από μία ιθύνουσα τάξη εκσυγχρονιστικών πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων (κοινωνικοί εταίροι, διανόηση). Το μήνυμα πρέπει να είναι ότι χρειάζεται να τα μάθουμε όλα από την αρχή. Το εξαγγελθέν από τον κ. Βενιζέλο (ο οποίος στο ασφυκτικό χρονικό πλαίσιο της προεκλογικής περιόδου δίνει έμφαση στον υπαρξιακά σημαντικό στόχο της ενότητας, αλλά δείχνει να αντιλαμβάνεται τον στρατηγικό στόχο της ανανέωσης) συνέδριο του ΠΑΣΟΚ για τις 3 Σεπτέμβρη αποτελεί μία χρυσή ευκαιρία για την διατύπωση μιας πλατφόρμας σ’ αυτό το μήκος κύματος. Σημαντικό θα είναι τα κόμματα να απευθυνθούν σε ένα ηλικιακά μέσο ακροατήριο, που είναι το πλέον ενεργό και καινοτόμο, και που δεν πολυσυγκινείται από τις παραδοσιακές κομματικές αντιπαραθέσεις, θεωρώντας τες εν πολλοίς άγονες, καθώς οι παλιές ρηγματώσεις απομακρύνονται στον χρόνο. Στοχεύοντας σ’ αυτό το ακροατήριο, μπορεί σιγά σιγά να καθιερωθεί ένας πολιτικός διάλογος λιγότερο συγκρουσιακός και περισσότερο γειωμένος στα πραγματικά δεδομένα, και μια πολιτική τάξη που να δίνει περισσότερη έμφαση στην τεχνοκρατική αρτιότητα παρά στους πολιτικαντισμούς.
Στις νέες συνθήκες, χρειαζόμαστε τίποτα λιγότερο από ένα θαύμα. Όμως, γράφοντας ετούτες τις γραμμές την Κυριακή του Πάσχα, μας κατέχει αισοδοξία ότι κάποια θαύματα, μικρότερα βέβαια από την Ανάσταση, ίσως γίνονται ακόμα, και ειδικά αυτά που περνάνε από το χέρι μας. Άλλωστε ο γράφων έχει αναπτύξει και ένα θεωρηματάκι που λέει πως εμείς οι Έλληνες είμαστε στην καλύτερή μας στιγμή όταν δεν υπάρχει πλέον ελπίδα! (Το ερώτημα βέβαια γιατί να φτάνουμε σ’ αυτό το σημείο 0, ή και στο -1, κινούμενοι τόσο αυτοκαταστροφικά, είναι ερώτημα για άλλους, ίσως για τους ψυχαναλυτές.) Σε ένα πιο αγνωστικιστικό μήκος κύματος, για το ακαθόριστο του προορισμού μας μας προειδοποιεί (ή μήπως διαβεβαιώνει;) η ποιήτρια. Όντως, όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά στην Ελλάδα του 2012. Όμως κι εμείς, βασισμένοι σ’ έναν αυθαίρετο βολονταρισμό αν θέλετε, πρέπει να επιμείνουμε στο αισιόδοξο του προορισμού μας.