Sunday 29 April 2012

Εθνικό Θέατρο

Την Παρασκευή 27/4/2012 είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω, εδώ στο Λονδίνο, το έργο Περικλής του Σαίξπηρ σε μία παράσταση του Εθνικού Θεάτρου, στα ελληνικά. Η παράσταση ανέβηκε στο θέατρο Globe (το ανακατασκευασμένο θέατρο όπου ο ίδιος ο Σαίξπηρ ανέβαζε τα δράματά του, ένα πολύ ωραίο, ημι-υπαίθριο, ημικυκλικό θέατρο) στα πλαίσια του Παγκόσμιου Φεστιβάλ Σαίξπηρ 2012, με παραστάσεις έργων του Σαίξπηρ από θέατρα από όλο τον κόσμο στις γλώσσες τους. Το δικό μας Εθνικό «κατέβηκε» με Βογιατζή-Βασαρδάνη-Γλάστρα-Γουλιώτη-Καταλειφό-Κοτανίδη-Λούλη-Μαυροματάκη-Παπαγεωργίου-Πιατά-Σκουλά–Φωτοπούλου- Χατζησάββα, σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά, δηλαδή με αρκετό από το βαρύ πυροβολικό του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου. Το έργο δεν το ήξερα. Το κεντρικό του μήνυμα είναι απλό όσο και υψηλό: Ο αγνός στα αισθήματα πρίγκιπας της Τύρου Περικλής, μετά από πολλές περιπέτειες, καταφέρνει να ξαναβρεί τι χαμένες του γυναίκα και κόρη – δηλαδή, το δίκιο, το ήθος, η ηθική, εντιμότητα, η δικαιοσύνη θριαμβεύουν μέσα από τις αντιξοότητες και το ξεσπίτωμα, και σε πείσμα της κακίας, του μίσους, της διαφθοράς και της προστυχιάς. Μήνυμα αισιοδοξίας και δικαιοσύνης λοιπόν, που τόσο χρειάζεται η Ελλάδα τώρα, παρεμπιπτόντως. Ο θίασος του Εθνικού αντιμετώπισε το έργο με το σωστό, κατά την γνώμη μου, μείγμα σοβαρότητας και κωμικότητας, καθώς το έργο έχει πολλές δυνατές στιγμές, όπως π.χ. η σκηνή της αναγνώρισης πατέρα και κόρης και άλλες, όμως έχει και πολλές ατέλειες στην πλοκή - μάλιστα θεωρείται ότι το πρώτο μισό δεν το έγραψε ο Σαίξπηρ – η οποία σε πολλά σημεία είναι σχεδόν τελείως σχηματική. Έτσι, συνυπήρξαν στιγμές υψηλού δράματος δίπλα-δίπλα με στιγμές κωμικές, μπουφόνικες, που θύμιζαν είτε την παλιά καλή ελληνική κωμωδία, είτε τον Γκοντό του Μπέκετ. Ήταν σαν η παράσταση να έλεγε, εντάξει, ας μην πάρουμε το έργο σαν πλοκή περισσότερο σοβαρά απ’ όσο του αξίζει. Ο πυρήνας του έργου όμως αντιμετωπίστηκε με τον σοβαρότερο τρόπο, με βάση όλη την εμπειρία αναβίωσης του αρχαίου δράματος που έχει αποκτήσει το ελληνικό θέατρο. Η παράσταση γενικά είχε έντονα στοιχεία ζωντανού, λαϊκού θεάτρου, όπως συνδιαλλαγή με το κοινό όπως γινόταν και την εποχή του Σαιξπηρ, μάλιστα με κάποιες φράσεις στα αγγλικά, εκτός κειμένου καλαμπούρια όπως με το θόρυβο που έκαναν τα υπεριπτάμενα ελικόπτερα, αναφορές στο σήμερα όπως με αφορμή την πείνα στην Ταρσό και πιο έμμεσα σε ευρω-μπέϊκους χαρακτήρες, τραγούδι και χορικά με φολκ αναφορές (θυμίζοντας και τα χορικά του αρχαίου δράματος και μεσογειακή λαϊκή μουσική), κέφι και μπρίο. Υπήρχαν στοιχεία αυτο-αναφορικά, όπως π.χ. όταν κάποιος από τον θίασο ζητούσε από το κοινό βοήθεια στα αγγλικά για να θυμηθεί μια λέξη – ελληνική! – παραπέμποντας στις δυσκολίες και αμφισημίες της μετάφρασης, και αυτο-ειρωνικά. Υπήρχαν φράσεις στα αγγλικά έτσι ώστε να συμμετέχει κατά το δυνατόν περισσότερο και το μη ελληνόφωνο κοινό (μειοψηφικό αλλά όχι αμελητέο), που βοηθείτο από πολύ συνοπτικούς υπέρτιτλους. Η παράσταση ήταν τέλος έξυπνη, είχε ελάχιστα σκηνικά έτσι ώστε το έργο να μεταφέρεται εύκολα και χωρίς κόστος. Αλλά ταυτόχρονα υπήρχαν και απόλυτη πειθαρχία ενός σφιχτοδεμένου συνόλου στις προσταγές του έργου, μέτρο και αυτοσυγκράτηση. Με λίγα λόγια, θερμά συγχαρητήρια σε όλους τους συντελεστές, θεατρικούς αλλά και χορηγούς και αφανείς βοηθούς όπως από την μεριά της εδώ Πρεσβείας, για μία έξοχη παράσταση, που μας γνώρισε ένα έργο σημαντικό αλλά όχι ευρέως γνωστό, που μας χάρισε μια βραδιά υψηλής αισθητικής και συγκίνησης αλλά και ωραίας διασκέδασης, με λεπτό άρωμα Ελλάδας. Λέγαμε σε προηγούμενο σημείωμα ότι «έχομεν χρεία» να αναδείξουμε προς τα έξω την δημιουργική, μαχόμενη Ελλάδα, κριτικά αλλά και με αυτοπεποίθηση, και αυτό ήταν ένα εξαιρετικό παράδειγμα του πώς μπορεί και πρέπει να γίνει αυτό. Έχουμε σημειώσει από καιρό πως ο γνήσια εξωστρεφής (δεν μιλάμε για μαϊμουδίσματα) πολιτισμός, λόγιος είτε λαϊκός, θα πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα, πάντα με αταλάντευτο κριτήριο την ψηλή ποιότητα. Κι αυτό όχι μόνο γιατί αποτελεί αυταξία, όχι μόνο γιατί εκπροσωπεί την Ελλάδα που μας αξίζει, αλλά και γιατί είναι αναγκαίος όρος για να προωθηθεί η «φίρμα» της χώρας, και γιατί αναβαθμίζει το κύρος της χώρας. Μέσα από τον εξωστρεφή πολιτισμό και τον πολιτιστικό τουρισμό προβάλλεται και γίνεται ευρύτερα γνωστό ένα αναβαθμισμένο αισθητικά προφίλ της χώρας, που ευνοεί και την αναβάθμιση του τουρισμού, και την προώθηση την προϊόντων της χώρας. Για να το πούμε πιο απλά, όταν σου αρέσει γενικότερα η χώρα, τότε θα αγοράσεις και το λάδι και το κρασί της (και ό,τι άλλο) και θα θελήσεις να την γνωρίσεις από πιο κοντά. Και η χώρα-ισότιμος πολίτης στην παγκόσμια πόλη των ιδεών λαμβάνεται περισσότερο σοβαρά υπ’ όψη. Με άλλα λόγια, ο υψηλής στάθμης εξωστρεφής πολιτισμός αποτελεί την αιχμή του δόρατος μίας αναγεννημένης Ελλάδας μέσα στον κόσμο.

Tuesday 17 April 2012

Ελλάδα 2012

Πρόκειται να επιμείνουμε στο ακαθόριστο του προορισμού μας.
Ζέφη Δαράκη
(από το άρθρο ‘Ζητείται ελπίς’ του Δ.Ν. Μαρωνίτη, ΒΗΜΑ 18/3/2012)

Σχετικά με την επιβίωση, ο Άγγλος είπε τα εξής: « ‘Οταν πάψεις να είσαι περήφανος για την εμφάνισή σου, τότε πρόκειται σύντομα να πεθάνεις.»
...
Ο Θεός μου χάρισε την ηρεμία να δέχομαι τα πράγματα που δεν μπορώ ν’αλλάξω, το θάρρος να αλλάξω εκείνα που μπορώ, και την σοφία να ξεχωρίζω πάντα τα δύο αυτά.
Κερτ Βόνεγκατ, Σφαγείο αρ. 5

Ας αρχίσουμε έτσι. Με μία πρόταση («κεντρική ιδέα»), ποιό είναι το βασικό πρόβλημα που οδήγησε την Ελλάδα στην χρεοκοπία; Υποθέσεις εργασίας: Πρώτη, το ιστορικό ατύχημα μίας καταστροφικής κυβέρνησης (Καραμανλή), συμπληρωμένης από την διεθνή κρίση και επακολουθούμενης από τους αδέξιους χειρισμούς της κυβέρνησης Παπανδρέου. Δεύτερη, οι παθογένειες του ελληνικού πολιτικού συστήματος από το 1980 και εντεύθεν, που οδήγησαν τελικά σε έναν μη διαχειρίσιμο συνδυασμό χρέους και ελλείμματος. Τρίτη, η στρεβλή οικονομία, δομημένη πάνω στα θεμέλια μίας μεταπρατικής μετεμφυλιακής τάξης πραγμάτων. Δηλαδή, από το ένα στο τρία, πάμε σε όλο και «βαθύτερη» αιτία. Σε πόσο «βαθύ» επίπεδο ανάλυσης πρέπει να αναζητήσει κανείς την βασική αιτία; Για να το πούμε αλλιώς, πόσο πίσω θα έπρεπε να γυρίσει το καρούλι της ιστορίας προκειμένου να διορθωθεί η βασική γενεσιουργός δυσπραγία; (Μπορούμε βέβαια να πάμε ακόμα πιο πίσω, και να πούμε ότι η μικρή ψωροκώσταινα του 1830, έχοντας χάσει όλα τα τραίνα που συνιστούν την νεωτερικότητα, από Αναγέννηση, Μεταρρύθμιση, επιστημονική επανάσταση, Διαφωτισμό, έως βιομηχανική επανάσταση, δεν θα είχε ποτέ ελπίδες να συγκλίνει πλήρως με την Δύση. Αλλά μπορεί κανείς να αντιτείνει ότι η ίδια αυτή χώρα έχει κάνει γιγαντιαία άλματα σύγκλισης μέσα σε δύο μόλις αιώνες, και μάλιστα μέσα από μία εξόχως τραυματική πορεία.) Τί λοιπόν ισχύει; Μπορεί κανείς να πει πως όλοι οι παραπάνω λόγοι έπαιξαν τον ρόλο τους («όλα πατρίδα μας»). Αλλά κατά την άποψη του γράφοντος, το κυρίαρχο είναι η αναιμική, εσωστρεφής, κρατικοδίαιτη οικονομία, που δεν μπόρεσε να μειώσει τα ελλείμματά της έστω και λίγο, χωρίς να προκαλέσει ύφεση, που τελικά την βύθισε στον φαύλο κύκλο λιτότητας-ύφεσης-περισσότερων ελλειμμάτων-λιτότητας, κλπ.

Τι σημασία έχουν όλ’ αυτά; Εάν η απάντηση πιο πάνω ήταν το «ιστορικό ατύχημα» κάποιων μεμονωμένων κυβερνητικών λαθών, τότε πέρα από την απαιτούμενη δημοσιονομική προσαρμογή, θα μπορούσαμε κάλλιστα να επιστρέψουμε στην προτέρα κατάσταση πραγμάτων. Δηλαδή, προσέχοντας να διορθωθούν τα δημόσια οικονομικά, θα έπρεπε να επαναφέρουμε την οικονομία στην προηγούμενη, υποτιθέμενη βιώσιμη, πορεία ανάπτυξης χωρίς άλλες διορθώσεις. Εάν όμως θεωρήσουμε ότι η βασική παθολογία προκύπτει από ένα μη βιώσιμο πλέον οικονομικό μοντέλο, τότε η διόρθωση των δημόσιων οικονομικών πρέπει να συμβαδίζει με γενικότερο αναπροσανατολισμό και ανασυγκρότηση της οικονομίας. Με άλλα λόγια ισχύει το ρητό του Αϊνστάιν (ένα από τα ωραιότερα από αυτά που μας θυμίζει τακτικά ο Γ. Λακόπουλος στα ΝΕΑ): Το πρόβλημα δεν λύνεται μέσα στο πλαίσιο σκέψης που το δημιούργησε. Ή, σε πιο απλά ελληνικά, η έξοδος από την κρίση δεν μπορεί να σημαίνει μία από τα ίδια, γιατί τότε βαδίζουμε ολοταχώς για την επόμενη κρίση.

Μπορούμε να στοχαστούμε λίγο ευρύτερα πάνω στην ελληνική οικονομική πορεία. Μέσα από μία πορεία μερικής («σχετικής» λέει η θεωρία) προσαρμογής προς ένα επίπεδο ζωής (της Δυτικής Ευρώπης) που διαρκώς ανέβαινε (κατά τα «τριάντα λαμπρά χρόνια» 1945-75), η Ελλάδα κατάφερε να φτάσει ας πούμε στο 60% ή 70% του μέσου δυτικο-Ευρωπαϊκού όρου ζωής. Όμως, η δυναμική της σύγκλισης δείχνει να έχει εξαντληθεί (μήπως όπως και η δυναμική της ευρύτερης ευρωπαΐκής ενοποίησης;). Μάλιστα, κατά περίεργο τρόπο, όπως επεσήμανε ο Κ. Τσίμας στα ΝΕΑ, η ευρωπαΐκή ενοποίηση, μέσα από τον ενιαίο οικονομικό χώρο από το 1992 και μετά και μετην ΟΝΕ πολύ περισσότερο, έχει ίσως δράσει ανασταλτικά στην σύγκλιση – ενώ πρόσκαιρα επιτάχυνε την σύγκλιση των επιπέδων κατανάλωσης, επιβράδυνε ή και απέτρεψε την ουσιαστική, παραγωγική σύγκλιση, εντείνοντας την αποβιομηχάνιση και συμβάλλοντας στην απώλεια ανταγωνιστικότητας.

Τα χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας δεν δείχνουν πάντα κάτι ριζικά διαφορετικό από άλλες δυτικοευρωπαϊκές χώρες. Αντίθετα με τις κρατούσες αντιλήψεις, ο κρατικός τομέας δεν είναι υπερτροφικός, μάλλον μεσαίου μεγέθους είναι σε σχέση με το ΑΕΠ. Όμως, παρουσίαζε ανοδικές τάσεις από χρόνια, ενώ άλλες χώρες έκαναν προσπάθειες συμμαζέματος. Το μεγάλο πρόβλημα βέβαια είναι τα ελλείμματα και τα χρέη. Αποβιομηχάνιση υπάρχει, είναι όμως αυτό μία γενική τάση. Πάντως πρέπει να είναι παγκόσμιο φαινόμενο μία μικρή και όχι από τις πλουσιότερες χώρες να εμφανίζει τέτοιου μεγέθους εξερχόμενες επενδύσεις όπως αυτές που κατευθύνθηκαν στην ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια. Η απώλεια ανταγωνιστικότητας ως συνέπεια του ακριβού ευρώ είναι επίσης γενική τάση (ακόμα και στην Γερμανία!), όμως τα εξωτερικά ελλείμματα της Ελλάδας είναι ...άπαιχτα! Δεν γίνεται μία χώρα σαν την Ελλάδα να είναι από τις ακριβότερες της Ευρώπης, αν όχι παγκόσμια! Γενικά, όπως αναφέραμε, είναι δύσκολο να αποφύγει κανείς το συμπέρασμα ότι η μεταπολεμική δυναμική της σύγκλισης έχει πλέον εξαντληθεί.

Αλλά και η δυναμική της Ευρωπαϊκής μεγέθυνσης τείνει πλέον να βαλτώσει. Οι λόγοι είναι σύνθετοι και δεν έχουν μελετηθεί επαρκώς. Υπάρχει το φαινόμενο των φθινουσών οριακών αποδόσεων, κάτι που και ο Κέυνς υπαινίχθηκε στο κεφάλαιο 17 της Γενικής Θεωρίας. (Για να τρυγήσεις το χαμηλό σύκο χρειάζεσαι μικρή προσπάθεια, αλλά όσο πηγαίνεις ψηλότερα, τόσο περισσότερη προσπάθεια χρειάζεσαι ανά σύκο. Που σημαίνει πως με την οικονομική μεγέθυνση, οι αποδόσεις ανά μονάδα κεφαλαίου φθίνουν, με αποτέλεσμα την στασιμότητα.) Υπάρχει και ο ανταγωνισμός της Ασίας, με τον ασύγκριτο συνδυασμό κόστους-παραγωγικότητας. Υπάρχει η μεγαλύτερη κινητικότητα του κεφαλαίου που οδηγεί σε αποβιομηχάνιση τις ακριβότερες χώρες, υπάρχει και η κινητικότητα των ανθρώπων που βάζει πίεση σε ορισμένα τουλάχιστον στρώματα του εργατικού δυναμικού – ενώ είναι καλή για την χώρα συνολικά. Υπάρχει η πτώση του ρυθμού αύξησης του πληθυσμού, με αποτέλεσμα την γήρανση του πληθυσμού και την αύξηση του κόστους κοινωνικής ασφάλισης. Σε αυτήν την πτώση συμμετέσχε και η Ελλάδα θεαματικά μετά το 1980, ενώ πριν είχε μία από τις υγιέστερες ηλικιακά πληθυσμιακές πυραμίδες της Ευρώπης. Τέλος, κατά την άποψη του γράφοντος, σιγά σιγά θα εμφανιστούν και οι περιορισμοί που επιβάλλονται από περιβαλλοντικούς παράγοντες (αύξηση τιμής καυσίμων και τροφίμων, μεγαλύτερο κόστος διαχείρισης της ρύπανσης, έλλειψη υδάτινων πόρων, κλιματική αστάθεια, και τέλος και χειρότερα, αύξηση της στάθμης της θάλασσας).

Πού οδηγούν όλ’ αυτά; Σε δύο συλλογισμούς. Πρώτον, η δημοσιονομική κρίση στην Ελλάδα είναι μόνον η κορυφή του παγόβουνου, είναι απλά το σημείο στο οποίο έσπασε η αλυσίδα. Το βασικό δεδομένο είναι η βαθύτερη δυσπραγία της παραγωγικής βάσης στην Ελλάδα, αλλά και ευρύτερα στην Ευρώπη. Δεύτερον, τα προβλήματα αυτά δεν είναι προβλήματα έλλειψης ζήτησης, αλλά είναι γενικά θέματα προσφοράς – παραγωγικότητας, κόστους, ποιότητας υπηρεσιών, καινοτομίας, επιπέδου τεχνολογικής αιχμής, επενδύσεων. Ως τέτοια, δεν μπορούν να λυθούν με δημοσιονομική επέκταση, ούτε και με έξοδο από το ευρώ και υποτίμηση, που είναι τελικά εργαλείο ζήτησης. Είναι γενική άποψη της πλειοψηφίας των πανεπιστημιακών οικονομολόγων πως το βιοτικό επίπεδο μίας χώρας εξαρτάται μακροπρόθεσμα από τους παράγοντες προσφοράς, ενώ σε αυτόν τον χρονικό ορίζοντα η ζήτηση δεν παίζει κανένα ρόλο γιατί απλά ακολουθεί και δεν προηγείται – κάτι που αποτυπώνεται και στην λαϊκή σοφία του ρητού «ο θεός έδωσε σε όλους τους ανθρώπους ένα στόμα, και δύο χέρια».

Πριν λίγο καιρό είχα την ευκαρία να παρακολουθήσω μία ημερίδα για τις Λατινοαμερικανικές κρίσεις των τελευταίων τριάντα ετών. Όταν έσπασε η ισοτιμία δολαρίου-πέσο κατά την διάρκεια της Αργεντίνικης κρίσης το 2001, η ισοτιμία πήγε από το 1-1 στο 1 δολάριο – 4 πέσος. Υποτίμηση δηλαδή της τάξης του 75% του πέσο, ή αλλιώς τετραπλασιασμός της τιμής των εισαγομένων (καύσιμα, φάρμακα, τρόφιμα). Εάν κάτι τέτοιο γίνει στην Ελλάδα, θα μιλάμε για εξανέμισμα εν μιά νυκτί της αγοραστικής αξίας των εισοδημάτων. Ολόκληρα πληθυσμιακά στρώματα θα πέσουν κάτω από το όριο της φτώχειας, με βασικά είδη να ανταλλάσσονται στην μαύρη αγορά. Δηλαδή, καταστάσεις όπως στην Ρωσία την δεκαετία του 1990. Αυτά που βλέπουμε τώρα θα είναι παιδική χαρά μπροστά σ’ αυτό το σενάριο, όπως είπα, μάλλον άκομψα είναι η αλήθεια, τις προάλλες στην τηλεόραση – αλλά η ουσία δεν αλλάζει. Και μετά τί; Η υποτίμηση για να δουλέψει ως εργαλείο θέλει πειθαρχία: Πρώτα ανεβαίνει η παραγωγικότητα, εξαγωγές, κλπ., κι όταν υπάρξει ουσιαστικό πλεονέκτημα, και μόνον τότε, δείνεις και αυξήσεις στους μισθούς και στις τιμές. Αλλιώς, το μόνο που αυξάνει είναι ο πληθωρισμός. Σκέφτεται κανείς πως στην Ελλάδα που έχει υποστεί τέτοιες μειώσεις μισθών θα μπορέσει να υπάρξει τέτοιου είδους πειθαρχία; Και εν τέλει, ακόμα και με πειθαρχία, αυτό που θα ανέβει είναι οι εξαγωγές. Όμως η ευημερία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το τί καταναλώνουμε – τί μένει για μας μετά τις εξαγωγές, και τί μπορούμε να εισάγουμε. Αυτά δεν μπορούν να αυξηθούν χωρίς την άνοδο της παραγωγικότητας, όπου και ξαναγυρνάμε δηλαδή.

Η δημοσιονομική επέκταση δεν μπορεί να αποτελέσει στρατηγική εξόδου από την κρίση και για τον λόγο ότι αντιφάσκει προς την ανάγκη παραγωγικού αναπροσανατολισμού της οικονομίας προς ένα μοντέλο λιγότερο καταναλωτικό και περισσότερο αποταμιευτικό και επενδυτικό, με ενίσχυση της παραγωγικής βάσης, καινοτομία, τεχνογνωσία, ποιότητα, και εξαγωγικό προσανατολισμό. Η δημοσιονομική επέκταση απλά θα βασιστεί και θα επιτείνει το καταναλωτικό πρότυπο. Ο αναπροσανατολισμός αυτός της οικονομίας, απαραίτητος και σε άλλες χώρες όπου έχει προχωρήσει περισσότερο και ο σχετικός προβληματισμός (βλ. προηγούμενο σημείωμα) δεν είναι εύκολος ούτε ανώδυνος. Δεν θα γίνει αυτόματα αν περιοριστεί η κρατική δαπάνη, όπως φαίνεται να πιστεύεται σε κάποιες χώρες. Χρειάζεται κεντρική διεύθυνση και συστηματική και επίπονη προσπάθεια. Δεν διευκολύνεται όταν ολόκληρη η Ευρωπαϊκή ήπειρος βυθίζεται στην ύφεση, και δεν είναι ίσως εφικτή για το σύνολο της Ευρώπης. Αλλά για μία μικρή χώρα όπως η Ελλάδα είναι εφικτό ειδικά όταν προηγείται των άλλων, και δυνατότητες – συγκριτικό πλεονέκτημα – υπάρχουν σε τομείς όπως γεωργία (συμπεριλαμβανομένης της κτηνοτροφίας, ιχθυοκαλλιέργειας και αγροτοβιομηχανίας), κάποια βιομηχανία, τουρισμό, ναυτιλία, ανανεώσιμες πηγές και περιβάλλον, ενέργεια. Το κριτήριο θα πρέπει να είναι η ύπαρξη συγκριτικού πλεονεκτήματος προκειμένου να ενισχυθεί μία δραστηριότητα και στόχος η δημιουργία προστιθέμενης αξίας, απασχόληση, επενδύσεις, καινοτομία, μεταφορά τεχνογνωσίας, εξωστρέφεια. Και, κοιτάζοντας όσο γίνεται την θετική όψη του πράγματος, μπορούμε να πούμε πως τώρα μας χρηματοδοτούν για να επιχειρήσουμε αυτόν ακριβώς τον ούτως ή άλλως απαραίτητο παραγωγικό αναπροσανατολισμό. Πρέπει να επιδιώξουμε στρατηγικές παραγωγικές συμμαχίες – με τους Κινέζους σε λιμάνια και Θριάσιο, με τους Γάλλους στα τραίνα, με Κορεάτες στα ναυπηγεία, με Ισραηλινούς στην πολεμική βιομηχανία, με Γερμανούς στις ανανεώσιμες πηγές, με Αμερικανούς στην συμβατική ενέργεια. Εντάξει, πήραμε φόρα, όμως κάπως έτσι επανεκκινείται η οικονομία. Το ζητούμενο σ’ αυτες τις συμμαχίες είναι διπλό, πρώτον η ενίσχυση της παραγωγικής βάσης της χώρας, δεύτερον η στρατηγική υποστήριξή της από εταίρους που θα νιώθουν ότι έχουν συμφέρον στην επιβίωσή της.

Εν κατακλείδι, έρχονται δύσκολα χρόνια είτε μέσα είτε έξω από το ευρώ. Τελικά, σε βάθος χρόνου, ο παραγωγικός αναπροσανατολισμός με αύξηση της ανταγωνιστικότητας είναι αναπόφευκτος. Το μεγάλο ίσως ερώτημα είναι αν αυτά θα γίνουν αφού πρώτα φτάσουμε σε μισθούς επιπέδου του (συμπαθούς κατά τα άλλα) Μπανγκλαντές ή αν μία ηγετική, ιθύνουσα τάξη θα μπορέσει να οραματιστεί, εμπνεύσει και διευθύνει αυτό τον αναπροσανατολισμό οργανωμένα, και εάν η άνοδος της ανταγωνιστικότητας θα βασιστεί στην άνοδο της παραγωγικότητας, έτσι ώστε να διασφαλιζεται ένα ανεκτό βιοτικό επίπεδο που θα λέγεται ευρωπαϊκό. Το βασικό διακύβευμα από εδώ και μπρος είναι να οργανωθούμε ώστε όχι τόσο να δουλεύουμε περισσότερο όσο η δουλειά μας να αποδίδει περισσότερο, κι αυτό θα γίνει σε μεγάλο βαθμό, και αναπόφευκτα, με την συλλογικότητα και το συνεργατικό πνεύμα. Για να γίνει αυτό χρειάζεται ριζική κινητοποίηση της κοινωνίας. (Έρχεται στο νου η σε βάθος στρατιωτικοποίηση που εφάρμοσε στο Βυζάντιο ο Λέων Γ’ ο Ίσαυρος τον 80 αιώνα (αν δεν τα μπλέκω!) προκειμένου να αντιμετωπίσει την Αραβική απειλή. Μόνο που τώρα η κινητοποίηση δεν πρέπει να είναι στρατιωτική αλλά παραγωγική.) Πρέπει να αλλάξουν όλα, δομές, συμπεριφορές και νοοτροπίες.

Ας αναρωτηθούμε, ποιό είναι το μυστικό της Γερμανικής επιτυχίας; Οι Γερμανοί δεν δουλεύουν περισσότερο από άλλους ευρωπαϊκούς λαούς, και (με περίπου 37 ώρες την εβδομάδα κατά μέσο όρο) σαφώς λιγότερο από τους Έλληνες (δεύτεροι στον ΟΟΣΑ με 42 ώρες, πίσω μόνο από τους Νοτιοκορεάτες.) Εντάξει, κάπου τα στοιχεία αυτά μπορεί να έχουν και πρόβλημα αξιοπιστίας, ειδικά όσον αφορά τον δημόσιο τομέα, όμως ο ιδιωτικός τομέας στην Ελλάδα δουλεύει πολύ. Όχι, το μυστικό των Γερμανών δεν βρίσκεται στην πολλή δουλειά. Βρίσκεται νομίζω στο ότι δουλεύει όλη η ενδεκάδα και τα 90 λεπτά του παιχνιδιού, και όλη η ομάδα παίζει συνεργατικά και βοηθάει τον άσο να βάλει γκολ. Ας φανταστούμε τώρα μία σκηνή της ελληνικής καθημερινότητας.

Πριν λίγες μέρες είδα στην τηλεόραση έναν νέο αγρότη που μίσθωσε κρατική γη με σκοπό να βάλει καινοτόμες καλλιέργειες και να ανοιχτεί και προς ξένες αγορές. Ποιά τύχη έχει παραδοσιακά ένας τέτοιος παραγωγός-επιχειρηματίας; Βρίσκει απέναντι του ένα κράτος αδιάφορο αν όχι εχθρικό, που τον ταλαιπωρεί επί μήνες προκειμένου να βγάλει άδειες κλπ, ενώ αυτός πληρώνει νοίκια, και μετά του ζητάει μπαξίσια, κάνει δε χρόνια να τελεσιδικήσει όταν αυτός αναζητήσει το δίκιο του. Το κράτος επίσης αλλάζει κάθε τόσο το φορολογικό ή άλλο θεσμικό πλαίσιο, και με «τακτοποιήσεις» κλπ. τον κάνει να νοιώθει κουτός που πασχίζει να είναι εντάξει στις υποχρεώσεις του. Η κοινωνία αδιαφορεί, αν δεν τον υποβλέπει κιόλας ως ικανότερο. Σε κάθε κρίσιμη φάση της παραγωγής, θα απεργεί αυτός τον οποίο έχει περισσότερη ανάγκη. Τι να το κάνει λοιπόν ο φίλος επιχειρηματίας (καλή του τύχη, παρεμπιπτόντως) αν δουλεύει πολύ, όταν η δουλειά του εξαντλείται να πολεμάει την γραφειοκρατία, την διαφθορά, την αδιαφορία, τί να την κάνει την ικανότητα που πνίγεται μέσα σε ένα πέλαγος μετριότητας; Λοιπόν τι πρέπει να αλλάξει; Όλα τα παραπάνω!

Άλλο παράδειγμα που αφορά τον εργαζόμενο στον τουρισμό, ξενοδόχο, εστιάτορα, οδηγό ταξί. Η ατομική στρατηγική λέει «πάρτου τα και πού θα τον ξαναδείς, σέρβιρε μερίδα Ξ.» Φυσικά η στρατηγική αυτή οδηγεί στην συλλογική, χμμμ..., χρεοκοπία! Η σωστή στρατηγική αναγνωρίζει πρώτον ότι ο κόσμος είναι μικρός και ο τουρίστας αν βρει καλές υπηρεσίες θα ξανάρθει (ή θα πει σε άλλον να ξανάρθει), και δεύτερον ότι κι αν δεν ξανάρθει σε μένα, θα ξανάρθει εδώ σε μας. Κάποτε η χούντα λάνσαρε το σωστό (οφείλουμε να ομολογήσουμε) σύνθημα: αγοράζοντας ελληνικά προϊόντα, η δραχμή σου ξαναγυρίζει σε σένα. Αυτό σήμερα δεν είναι εφικτό διότι είναι προστατευτισμός (αφήστε που δεν θέλουμε να ξαναγυρίσει η δραχμή!), όμως μπορούμε να πούμε: εάν κάνεις την σωστή προσπάθεια, η προσπάθειά σου ξαναγυρίζει σε σένα.

Αλλαγή λοιπόν στις νοοτροπίες και συμπεριφορές, στην κατεύθυνση της επιβολής συλλογικότητας, πάταξης της διαφθοράς (η οποία τί άλλο είναι παρά μία ακραία μορφή αντι-συλλογικότητας), μαζί βέβαια με αλλαγή θεσμών, εμπέδωση ενός σταθερού θεσμικού πλαισίου, συνεργατικών κοινωνικών συμπεριφορών, μιάς διαφορετικής πολιτικής κουλτούρας, αλλά και βέβαια ενός φιλο-παραγωγικού κράτους (το οποίο δεν θα λέει φυσικά σε όλα ναι, αλλά θα σου δίνει μία σαφή απάντηση σε ένα τακτό χρονικό διάστημα). Η σε βάθος αναδιοργάνωση του κράτους και η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής είναι τα αυτονόητα, για πολλούς λόγους. Σ’αυτό το πλαίσιο, ιδιαίτερα χρήσιμη είναι κατά την γνώμη μου η παρεχόμενη από έξω τεχνογνωσία, και πολλαπλή βοήθεια (π.χ., επαφές με την Γερμανία). Όταν προχωρήσουμε στην ανασυγκρότηση σε όλα τα επίπεδα, μπορούμε τότε να διαπραγματευτούμε και την απαραίτητη, νομίζω, παραπέρα γενναία αναδιάρθρωση του χρέους, και ιδιαίτερα τώρα πλέον του διακρατικού. Παράλληλα, πρέπει να αναζητάμε και συμμαχίες ώστε να αλλάξει όσο το δυνατόν το διαμορφούμενο πλαίσιο αμείλικτης λιτότητας. Αλλά προσοχή, η Ελλάδα ως πρώτη χώρα της κρίσης και πλέον αδύναμος κρίκος τυχαίνει κάποιας νομίζω ευνοϊκής μεταχείρισης, υπό την έννοια ότι λαμβάνει βοήθεια που άλλες χώρες δεν θα τολμήσουν ούτε να ονειρευτούν (ως ποσοστό στο ΑΕΠ τους). Στρατηγικός στόχος παραμένει επίσης η κατά το δυνατόν δίκαιη μοιρασιά των θυσιών. Χρειάζεται επίσης προβολή προς τα έξω όχι υπό την κουτή έννοια «όταν εμείς κλπ., εσείς τρώγατε κουκουνάρια» και τα παράγωγά της, αλλά υπό την έννοια μίας Ελλάδας που ανοίγεται και διαλέγεται με τον κόσμο και προβάλλει εκεί κριτικά αλλά και με αυτοεκτίμηση το μαχόμενο και δημιουργικό πρόσωπό της. Και βέβαια χρειάζεται αυτοπεποίθηση και αυτοεκτίμηση (ούτε και έπαρση βέβαια), όχι ηττοπάθεια και ανοησίες περί Κουΐσλινγκς, γιατί χωρίς αυτοεκτίμηση δεν μπορεί να υπάρξει νηφάλια αποτίμηση ούτε αναγεννητική πορεία. Ο Βόνεγκατ μας προειδοποιεί για τις σοβαρές επιπτώσεις του να πάψουμε να διαθέτουμε αυτοεκτίμηση. Το μήνυμα πρέπει να είναι, χτυπηθήκαμε αλλά δεν λυγίσαμε, κι έχουμε τις δυνάμεις να προχωρήσουμε.

Το ερώτημα είναι αν υπάρχει κρίσιμη κοινωνική μάζα τέτοια που να επιβάλει την αλλαγή στις νόρμες αυτές. Μπορεί η δοκιμαζόμενη κοινωνία να σκεφτεί έτσι και κυρίως εκείνη η μερίδα που νιώθει να τα χάνει όλα, μπορούν τα κόμματα να ξεφύγουν από τον φαύλο συγκρουσιακό κύκλο, μπορούν οι παραγωγικές δυνάμεις, μπορούν τα ΜΜΕ, μπορεί η διανόηση του τόπου; (Δυστυχώς, η προεκλογική περίοδος δεν αναδεικνύει τίποτα το αξιόλογο, το αντίθετο μάλιστα.) Το σίγουρο είναι πως μία κυβέρνηση δεν μπορεί από μόνη της να αλλάξει τώρα πια τα πράγματα, χρειάζεται η ενεργή συμμετοχή της κοινωνίας. (Έρχεται στον νου η εικόνα με τα μπατόν του σκιέρ. Από τα λίγα που ξέρω από σκι, τα μπατόν είνα απαραίτητα αλλά όχι γιατί στηρίζουν τα ίδια, αλλά γιατί συντονίζουν όλο το σώμα του σκιέρ. Μία εκσυγχρονιστική πολιτική δύναμη σην παραπάνω κατεύθυνση είναι τα μπατόν. Η κοινωνία είναι το σώμα του σκιέρ.) Θα λέγαμε πως απαιτείται πολιτιστική επανάσταση, μία εθνική αναγέννηση, αν δεν κινδυνεύαμε να παρεξηγηθούμε, κι αν δεν κινδύνευαν κι αυτές οι έννοιες να καταλήξουν στον σκουπιδότοπο άλλων ωραίων εννοιών όπως υπέρβαση, επανίδρυση του κράτους, κλπ. Σίγουρα πρέπει να υπάρξει ένας νέος διαφωτισμός (όπως είπε και ο Αλέκος Παπαδόπουλος) από μία ιθύνουσα τάξη εκσυγχρονιστικών πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων (κοινωνικοί εταίροι, διανόηση). Το μήνυμα πρέπει να είναι ότι χρειάζεται να τα μάθουμε όλα από την αρχή. Το εξαγγελθέν από τον κ. Βενιζέλο (ο οποίος στο ασφυκτικό χρονικό πλαίσιο της προεκλογικής περιόδου δίνει έμφαση στον υπαρξιακά σημαντικό στόχο της ενότητας, αλλά δείχνει να αντιλαμβάνεται τον στρατηγικό στόχο της ανανέωσης) συνέδριο του ΠΑΣΟΚ για τις 3 Σεπτέμβρη αποτελεί μία χρυσή ευκαιρία για την διατύπωση μιας πλατφόρμας σ’ αυτό το μήκος κύματος. Σημαντικό θα είναι τα κόμματα να απευθυνθούν σε ένα ηλικιακά μέσο ακροατήριο, που είναι το πλέον ενεργό και καινοτόμο, και που δεν πολυσυγκινείται από τις παραδοσιακές κομματικές αντιπαραθέσεις, θεωρώντας τες εν πολλοίς άγονες, καθώς οι παλιές ρηγματώσεις απομακρύνονται στον χρόνο. Στοχεύοντας σ’ αυτό το ακροατήριο, μπορεί σιγά σιγά να καθιερωθεί ένας πολιτικός διάλογος λιγότερο συγκρουσιακός και περισσότερο γειωμένος στα πραγματικά δεδομένα, και μια πολιτική τάξη που να δίνει περισσότερη έμφαση στην τεχνοκρατική αρτιότητα παρά στους πολιτικαντισμούς.
Στις νέες συνθήκες, χρειαζόμαστε τίποτα λιγότερο από ένα θαύμα. Όμως, γράφοντας ετούτες τις γραμμές την Κυριακή του Πάσχα, μας κατέχει αισοδοξία ότι κάποια θαύματα, μικρότερα βέβαια από την Ανάσταση, ίσως γίνονται ακόμα, και ειδικά αυτά που περνάνε από το χέρι μας. Άλλωστε ο γράφων έχει αναπτύξει και ένα θεωρηματάκι που λέει πως εμείς οι Έλληνες είμαστε στην καλύτερή μας στιγμή όταν δεν υπάρχει πλέον ελπίδα! (Το ερώτημα βέβαια γιατί να φτάνουμε σ’ αυτό το σημείο 0, ή και στο -1, κινούμενοι τόσο αυτοκαταστροφικά, είναι ερώτημα για άλλους, ίσως για τους ψυχαναλυτές.) Σε ένα πιο αγνωστικιστικό μήκος κύματος, για το ακαθόριστο του προορισμού μας μας προειδοποιεί (ή μήπως διαβεβαιώνει;) η ποιήτρια. Όντως, όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά στην Ελλάδα του 2012. Όμως κι εμείς, βασισμένοι σ’ έναν αυθαίρετο βολονταρισμό αν θέλετε, πρέπει να επιμείνουμε στο αισιόδοξο του προορισμού μας.