Saturday 30 October 2010

ΕΚΛΟΓΕΣ;

Κάποτε είδα ένα (ανούσιο) τηλεοπτικό σήριαλ στο οποίο υπήρχε μία δυσλειτουργική οικογένεια, δυσλειτουργική υπό την έννοια ότι είχε ένα πολύ δύσκολο, υπερκινητικό και τελείως ατίθασο παιδί. Όπου λοιπόν μία μέρα λέει ο πατέρας στην σύζυγο και μητέρα: Φεύγω. Τι εννοείς, του λέει εκείνη. Δεν τον αντέχω άλλο (το γιο), φεύγω από το σπίτι. Εκείνη έμεινε αποσβολωμένη – τι έκανε λέει; Λυπάμαι αλλά δεν μπορώ άλλο πια, κλπ. Λοιπόν το τηλεοπτικό επεισόδιο αυτό θυμήθηκα όταν άκουσα τον Πρωθυπουργό να αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο εθνικών εκλογών σε περίπτωση που η χώρα ψηφίσει άρχοντες της αυτοδιοίκησης που βρίσκονται σε αντίθεση με την ακολουθούμενη «πολιτική του Μνημονίου».

Ποιό είναι το νόημα των καλλικράτειων Αυτοδιοικητικών εκλογών; Μία πρώτη απάντηση είναι ότι κανείς δεν ξέρει ακριβώς. Η διαδικασία όπου κάποιοι πολιτικοί θα εκλεγούν απευθείας από εκατομμύρια πλέον πολίτες, και θα αναλάβουν πρωτοφανείς αρμοδιότητες είναι πρωτόγνωρη, και πρωτόγνωρη θα είναι πλέον και η δυναμική που αυτή θα δημιουργήσει όχι μόνο τώρα αλλά σε βάθος χρόνου. Ίσως και να κάνει τον πανταχόθεν λοιδορούμενο δικομματισμό να φαντάζει ως ευγενική διαδικασία. Ίδωμεν ως προς αυτό. Μία δεύτερη απάντηση είναι ότι, μεταφέροντας αρμοδιότητες, πόρους και εξουσίες, ο Καλλικράτης επιχειρεί να απαλλάξει τις τοπικές κοινωνίες από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό ενός πατερναλιστικού κράτους, να αναδείξει και απελευθερώσει τις τοπικές δυνάμεις προς όφελος των τοπικών κοινωνιών. Οι τοπικές κοινωνίες, τόσο σε δημοτικό όσο και περιφερειακό επίπεδο έχουν – δόξα τω θεώ!- πολλά προβλήματα αλλά και πολλές ενδεχομένως κρυμμένες δυνάμεις που ασφυκτιούν. Ο Καλλικράτης αποτελεί μία μεγάλη ευκαιρία να πάρουν οι τοπικές κοινωνίες την τύχη τους στα χέρια τους. Οι τοπικές κοινωνίες έχουν την ευκαιρία να απαγκιστρωθούν από τον στείρο κομματικό διαγκωνισμό, που μάλλον μικρό νόημα έχει επί της ουσίας σε τοπικό επίπεδο, και να αναδείξουν τους αξιότερους με απευθείας εκλογή από την βάση. Υπ’ αυτήν την έννοια, ασφαλώς οι καλλικράτειες Αυτοδιοικητικές εκλογές είναι άσκηση συμμετοχικής δημοκρατίας.

Τι ΔΕΝ είναι ο Καλλικράτης; Ο Καλλικράτης δεν είναι δημοψήφισμα για το πως τα πάει η εθνική κυβέρνηση, όσο δύσκολη και κρίσιμη και αν είναι η εποχή (ή ίσως ακόμα περισσότερο γι αυτό). Η (εθνική) Κυβέρνηση εξελέγη πριν έναν χρόνο με σαφή πλειοψηφία και εντολή, έχει καθαρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, και θα δώσει απολογισμό και θα θέσει την θητεία της στην κρίση των πολιτών στα τέσσερα χρόνια, τον Οκτώβριο του 2013, όπως ορίζει το Σύνταγμα και η κοινοβουλευτική πολιτική και ηθική τάξη. Μέσα σε αυτήν, την δημοκρατική και καταστατική ας μην ξεχνάμε, συλλογιστική, δεν υπάρχουν οι τοπικές εκλογές ως εθνικού τύπου δημοψήφισμα. Οι Αυτοδιοικητικές εκλογές εμφατικά δεν είναι τέτοιου είδους άσκηση συμμετοχικής δημοκρατίας. Και για να το δούμε αλλιώς: Τι ποσοστό «πράσινων» τοπικών αρχόντων θα χρειαστεί να εκλεγούν για να επιβεβαιωθεί η εντολή της κοινωνίας στο ΠΑΣΟΚ και τον Γιώργο Παπανδρέου; Κάθε πότε θα γίνεται τέτοιο «δημοψήφισμα»; - αν πχ. Πέσουν ευρωεκλογές σε άλλο έναν χρόνο, αυτές θα έχουν επίσης δημοψηφισματικό χαρακτήρα; Και τι θα γίνει αν αλλάζει γνώμη κάθε τόσο η κοινωνία προκαλώντας παράλυση;

Ας σκεφτούμε το εξής υποθετικό παράδειγμα. Ας πούμε ότι έχουμε ένα πρόβλημα στο σπίτι, π.χ. μια χαλασμένη βρύση, και φωνάζουμε έναν υδραυλικό για να το δει και να μας πει αν φτιάχνεται, πόσο κάνει, κλπ. Αντί γι αυτά, ο καλός μας (υποψήφιος!) μάστορας αρχίζει να μας μιλάει για κάτι άσχετο, π.χ. το Μνημόνιο! Θα τον προσλαμβάνατε έναν τέτοιο υδραυλικό; - να τον πληρώνετε και αυτός να χαζεύει με άσχετα θέματα; Αν όχι, για σκεφτείτε τον υποψήφιο τοπικό άρχοντα, ο/η οποίος/α και περισσότερη δουλειά θα έχει (προβλήματα, γαρ), και αρμοδιότητες θα έχει, και λεφτά θα μας κοστίσει. Η δουλειά των υποψηφίων είναι μας πείσουν αν και πως έχουν τις δυνατότητες να αντιμετωπίσουν τα πολλά και αυξανόμενα τοπικά προβλήματα, ειδικά μέσα σε συνθήκες κρίσης. Δεν είναι δουλειά τους όμως να αρνούνται ότι υπάρχει κρίση, ούτε να «κατεβαίνουν» με σημαία την άποψη που έχουν για το πώς η υπεύθυνη κυβέρνηση χειρίζεται την κρίση. Το αντίθετο: Όποιος/α ασχολείται με αυτά και όχι με τα τοπικά προβλήματα μας λέει με κραυγαλέο τρόπο ότι δεν είναι ο κατάλληλος μάστορας για τα θέματα που επιδιώκει να αναλάβει, ότι χαζολογάει αντί να κοιτάζει την δουλειά του. Είναι δηλαδή αυτός/ή ο/η υποψήφιος που ΔΕΝ πρέπει να ψηφίσουμε.

Καλά όλ’ αυτά επί του τύπου, ίσως πείτε, όμως στην πράξη η Δημοκρατία δεν δουλεύει έτσι. Ο κυρίαρχος λαός έχει το δικαίωμα να εκφραστεί για το φλέγον τρέχον θέμα της οικονομικής πολιτικής, και η κυβέρνηση έχει υποχρέωση να ακούσει. Εντάξει, σε μία κοινωνία με ένα ανώτερο επίπεδο ωριμότητας του λαού το πράγμα ίσως δούλευε έτσι, όμως στον πραγματικό κόσμο είναι πατερναλιστικό να λέμε στους πολίτες με ποιά κριτήρια πρέπει να ψηφίσουν. Είναι όμως αυτή ακριβώς η ατελής ωριμότητα που ακριβώς γυρίζει την συλλογιστική προς όσα ελέχθησαν παραπάνω. Είχα πάντα μία κάποια απέχθεια στην τάση του ελληνικού λαού (όπως και πολλών άλλων, και σε μεγαλύτερο ίσως βαθμό) να εμπιστεύονται μόνον τους πατερούληδες και τις αυθεντίες. Αν όμως αυτό ειναι αληθινό, αν η ωριμότητα είναι ατελής (και τι σημαίνει «τέλεια ωριμότητα»;) τότε ο υπεύθυνος κυβερνήτης δεν μπορεί να καλεί την κοινωνία να επαναβεβαιώσει νηφάλια την εμπιστοσύνη της στο πρόσωπό του: Όσο και αν ενδόμυχα η κοινωνία αναγνωρίζει πως ισχύει το «Παπανδρέου ή χάος», ενδέχεται να ψηφίσει υπό το κράτος του θυμού ή παρόρμησης. Αντίθετα, ο υπεύθυνος κυβερνήτης οφείλει να συμπεριφερθεί ως ανεκτικός αλλά αποφασισμένος πατέρας, που δεν κάμπτεται από ένα ατίθασο παιδί παρά τις τεράστιες δυσκολίες και το αναμφισβήτητο προσωπικό κόστος. Και ο πατέρας δεν αφήνει στο παιδί να αποφασίσει τις τύχες του σπιτιού. Η αναλογία βέβαια τελειώνει ...το 2013 οπότε ο υπεύθυνος Κυβερνήτης παραδίδει και τίθεται στην κρίση της κοινωνίας.

Οι καλλικράτειες εκλογές δεν επρόκειτο να είναι εύκολες. Έβαλαν και θα βάζουν πάντα επί τάπητος το θέμα της πολυαρχίας, το γεγονός ότι τώρα έχουμε παράλληλους πόλους σημαντικών εξουσιών, όχι βέβαια τοσο σημαντικών όσο της Βουλής ή της κεντρικής κυβέρνησης, αλλά πάντως αξιοσημείωτων. Και προσωπικοτήτων που εκλέγονται απευθείας από την βάση χωρίς (η με «ολίγη») κομματική διαμεσολάβηση, και έτσι αναβαθμισμένων και πιο αυτόνομων. Αλλά μήπως αυτό δεν είναι το βαθύτερο νόημα της συμμετοχικής δημοκρατίας, και όποιος πιστεύει σ’ αυτήν δεν πρέπει να βρεί το γερό στομάχι που χρειάζεται να αντιμετωπίζει τέτοιες καταστάσεις; Και η κατάσταση δεν διευκολύνεται από την ίσως ελλιπή προετοιμασία (νάτος ο μόνιμος γκρινιάρης): Οι υποψήφιοι θα ασχολούνταν λιγότερο με το Μνημόνιο και περισσότερο με την ηλεκτρική καρέκλα που πάνε να καθίσουν αν είχαν πιο σαφείς και δεσμευτικές υπορεώσεις, όπως έχει προταθεί από αυτές τις στήλες: Υποχρέωση να υποβάλλουν δεσμευτικό προϋπολογισμό κάθε χρόνο με περιορισμό μηδενικών ελλειμμάτων, ανώτατους δικαστικούς ως επικεφαλής διευθύνσεων Επιθεώρησης/Δικαστικού, αποσπασμένους δημόσιους υπαλλήλους της κεντρικής διοίκησης ως ανεξάρτητους επικεφαλής διοικητικού, κλπ. Δεν ξέρω τι απ’ όλα’ αυτά έχει θεσπισθεί. Αλλά σε ένα τέτοιο θεσμικό πλαίσιο η προεκλογική συξήτηση θα ήταν περισσότερο για τα τοπικά ζητήματα.
Επίσης, η συζήτηση θα έμπαινε σε νέες βάσεις εάν εθεσπίζετο συνταγματικά ότι οι εκλογές γίνονται κάθε αυστηρά τέσσερα χρόνια. Σε περίπτωση που υπάρξει ουσιαστικός (όχι φανταστικός όπως κάθε φορά) λόγος για πρόωρες εκλογές (δηλαδή τέτοιος λόγος που στην πράξη δεν έχουμε δει μέσρι τώρα, π.χ. καταψήφιση της Κυβέρνησης από την Βουλή), τότε οι εκλογές ξαναγίνονται πάλι τηςν τετραετία από τις προηγούμενες (δηλ., αν γίνονταν τώρα, οι επόμενες θα ήταν πάλι τον Οκτώβριο του 2013). Αυτή η πρόταση γίνεται εδώ. Και αυτή η ρύθμιση θα βοηθούσε ώστε η εσωτερική πολιτική να επικεντρωνόταν σε θέματα ουσίας παρά στον κομματικό μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων. Όπως έγραψε επανειλλημμένα ο Γ. Λακόπουλος στα ΝΕΑ (π.χ. 30-10-2010) στην Ευρώπη προετοιμάζεται νέο θεσμικό πλαίσιο («σκηνικό») όπου οι χώρες που παραβαίνουν τους κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας θα υφίστανται κυρώσεις. Στο βάθος δε του ορίζοντα διαφαίνεται και το ενδεχόμενο τέτοιες χώρες να βλέπουν και την πόρτα της εξόδου από την ΟΝΕ. Όπως έχουμε ξαναγράψει, τέτοιο ενδεχόμενο είναι μακρινό, όμως δεν αποκλείεται καθόλου να αναφανεί ...εν ευθέτω χρόνω, αν βέβαια δεν έχουμε στο μεταξύ αλλάξει ρότα. Απέναντι σε τέτοια ενδεχόμενα, ο τρέχων κομματικός διαγωνισμός φαντάζει εσωστρεφής και κοντόφθαλμος, όσο κι αν ο ένας πόλος (το ΠΑΣΟΚ) έχει δίκιο. Νομίζω πως το ΠΑΣΟΚ και ο Γιώργος Παπανδέρου προσωπικά έπρεπε να εκπέμπει σταθερά το μήνυμα: Το ΠΑΣΟΚ δεν λιποψυχάει μπροστά στις δυσκολίες και το κόστος, δεν φυγομαχεί, δεν εγκαταλείπει.

Η αυτοδιοικητική ψήφος δεν είναι ούτε δημοψήφισμα για το Μνημόνιο αλλά ούτε και χαλαρή ψήφος. Αναμετριέται το παλιό με το καινούργιο, δύο εκ διαμέτρου αντίθετες αντιλήψεις. Αν υποθέσουμε ότι η κοινωνία είναι το πλήρωμα σε ένα καράβι, η παλιά άποψη, διαβρωμένη από τον παγιωμένο δικομματισμό ενός οργανωμένου «από τα πάνω», αυταρχικού, πατερναλιστικού, πελατειακού κράτους, λέει πως η μόνη θέση με ουσιαστική σημασία στο καράβι είναι αυτή του καπετάνιου. Το πλήρωμα τα περιμένει όλα απ’ αυτόν, δεν έχει άλλο νόημα από το να τσακώνεται όλη μέρα για το ποιός θα έιναι καπετάνιος. Η άλλη άποψη λέει ότι η απόδοση του καραβιού είναι θέμα όλου του πληρώματος. Καπετάνιος, αξιωματικός, η ναύτες (ή πρωθυπουργός, δήμαρχος ή υπάλληλος, αν προτιμάτε) έχουν όλοι ρόλο να παίξουν. Το πλήρωμα εκλέγει τον καπετάνιο περιοδικά με κρίση και ωριμότητα, και εν τω μεταξύ κάνουν όσο μπορούν καλύτερα την δουλειά τους στα δικά τους ατομικά καθήκοντα, χωρίς να αερολογούν για το ποιές πρέπει να είναι οι αποφάσεις του καπετάνιου. Όποιες κι αν είναι οι αποφσεις του καπετάνιου, το καράβι θα πάει καλύτερα αν ο καθένας κάνει όσο μπορει καλύτερα την δουλειά του στο πόστο του – και ο Δήμαρχος στο Δήμο και όχι στο Μνημόνιο. Οι παραπάνω απόψεις, για τον ρόλο του Κυβερνήτη ως καλοπροαίρετου πατέρα (ή ποιμένα αν προτιμάτε), στα πλαίσια πάντα της Δημοκρατικής Πολιτείας, μπορεί να ακούγονται λιγάκι πατερναλιστικές, όμως πιστεύω πως στηρίζονται στην έννοια ότι οι τύχες μίας κοινωνίας εξαρτώνται από την προσπάθεια ενός εκάστου στο πόστο του (εν προκειμένω, των τοπικών αρχόντων) και όχι μόνο ενός Πρωθυπουργού, και άρα έχουν το αίτημα της κονωνικής χειραφέτησης στην βάση τους.

Saturday 26 June 2010

Σοσιαλισμός (II)

Β. ΑΓΩΝΙΕΣ

Τους τελευταίους μήνες γράφονται διάφορα που μαρτυρούν μία σχεδόν υπαρξιακή αγωνία για το μέλλον της χώρας μας (π.χ. Δ. Μητρόπουλος και Ε. Παπαδάκη στις 17/3, Π.Κ. Ιωακειμίδης στις 18/3, όλα στα ΝΕΑ, και άλλα πολλά έκτοτε). Θα προσθέσω εδώ κάποιες σκέψεις πάνω σε ορισμένα ζητήματα κεφαλαιώδους σημασίας:

1. Τα όρια της σύγκλισης. Η ανάπτυξη και η σύγκλιση όχι μόνο ως αποτέλεσμα αλλά και ως διαδικασία είναι κατά την γνώμη μου βασικές βαλβίδες εκτόνωσης των κοινωνικών εντάσεων, με την «φυγή προς τα εμπρός» και την συστράτευση στον στόχο που θέτουν. Το θέμα λοιπόν είναι αν θα επανέλθουμε σε συνθήκες υγιούς ανάπτυξης σε βάθος χρόνου. Με την βιομηχανική εποχή να μετράει πλέον πάνω από δύο αιώνες στις αποκαλούμενες βιομηχανικές χώρες και το μεγαλύτερο μέρος των ελλήνων να έχει πλέον γεννηθεί σε συνθήκες διαρκούς υλικής προόδου, η περαιτέρω ανάπτυξη και η σύγκλιση με χώρες πιο ανεπτυγμένες θεωρείται πλέον ως μία φυσική διαδικασία. Αλλά μήπως υπάρχουν κάποια όρια σε αυτήν την διαδικασία; Οι σκέψεις εδώ έχουν προσωπικό χαρακτήρα. Πρώτ’ απ’ όλα ας πάρουμε την περίφημη σύγκλιση. Όντας στον οικονομικό, ιστορικό, γεωγραφικό, εν πολλοίς πολιτισμικό κύκλο της Ευρώπης, η Ελλάδα κατάφερε να συγκλίνει με το ευρωπαϊκό επίπεδο ζωής, σημειώνοντας υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης (μέχρι και πρόσφατα). Σύγκλιση βέβαια όχι απόλυτη, στο 60% ας πούμε της Ευρώπης. Όταν όμως η δυναμική της σύγκλισης εξαντλείται, τότε οι ρυθμοί ανάπτυξης πέφτουν, και η χώρα απλά ακολουθεί χωρίς να πλησιάζει άλλο. Υπάρχουν εμπειρκά ευρήματα που λένε ότι ο μέσος όρος ανάπτυξης (μεταξύ χωρών, όχι ανθρώπων, δηλαδή η Κίνα μετράει απλώς ως μία μονάδα όπως όλοι) την εικοσαετία 1980-2000 ήταν χαμηλότερος (και με μεγαλύτερη διακύμανση) από αυτόν της εικοσαετίας 1960-80. Σ’ αυτά ας προστεθούν και οι περιορισμοί που θα επιβάλλει το περιβάλλον, το οποίο σε βάθος χρόνου θα απαιτήσει ριζικές αλλαγές. Ο εκ τω σημαντικών οικονομολόγων των πρώτων μεταπολεμικών γενεών Κένεθ Μπούλντινγκ έγραψε πως όποιος πιστεύει ότι μπορεί σταθεροί ρυθμοί ανάπτυξης να συνεχίσουν επ’ άπειρον πάνω σε έναν πεπερασμένο πλανήτη είναι είτε τρελλός είτε οικονομολόγος! Πού καταλήγουν όλ’ αυτά; Στο ότι ίσως (ΙΣΩΣ) η διαρκής ανάπτυξη να μην είναι υποστηρίξιμη σε βάθος χρόνου, ισως απλά επέλθει στασιμότητα του βιοτικού επιπέδου της χώρας, με ό,τι σημαίνει αυτό για την ευημερία και την κοινωνική συνοχή.

2. Ελλάδα και ευρώ(πη). Τριάντα χρόνια στήριξη, όπως έγραψε η Ελίζα Παπαδάκη στα ΝΕΑ της 24/3. Τώρα όμως η στήριξη στερεύει, και γιατί το κλίμα αλλάζει, αλλά και γιατί η Ελλάδα είναι πλέον μία πλούσια χώρα και (θα έπρεπε να) μπορεί να πορευτεί μόνη της. Άλλες χώρες, του πρώην ανατολικού μπλοκ αξίζει τώρα να στηριχτούν περισσότερο. Μάλιστα, έχει υποστηριχτεί (από τον Ιβάν Κράστεβ, σε μία συνέντευξη άκρως απαξιωτική για την Ελλάδα και τις χώρες του ευρωπαϊκού νότου αλλά και που φωτίζει μία άλλη όψη των πραγμάτων, στον Τ. Μίχα, Ελευθεροτυπία 29/3/2010) ότι η Ελλάδα στηρίχτηκε από τις «Βρυξέλλες» πολύ περισσότερο από ό,τι θα είχε στηριχθεί μία χώρα της ανατολικής ευρώπης. Οι εξελίξεις των τελευταίων μηνών, με τα πάρε-δώσε για τα σχέδιο σωτηρίας της Ελλάδας, θέτουν ανάγλυφα το ερώτημα για τον ρόλο της Γερμανίας στην ΕΕ, όπως έχει γράψει και ο Δ. Μητρόπουλος στα ΝΕΑ. Για τους γνωστούς λόγους κυρίως εσωτερικών συσχετισμών, η Γερμανία φαίνεται διατεθειμένη να πάει κόντρα σε όλες τις άλλες χώρες της ευρωζώνης, που είχαν διάθεση να προχωρήσουν γρηγορότερα στην διάσωση αλλά και τώρα σε μέτρα στενότερης οικονομικής διακυβέρνησης ανάμεσα στους 16 της ευρωζώνης, αλλά και ικανή να επιβάλλει τους όρους της. Η αυξημένη βαρύτητα της Γερμανία οφείλεται κατά την γνώμη στον συνδυασμό δύο παραγόντων, πρώτον τον διακυβερνητικό ουσιαστικά χαρακτήρα των ουσιαστικών αποφάσεων στην ΕΕ (όπου όλα γίνονται αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ κυβερνήσεων), και δεύτερον στο γεγονός ότι η Γερμανία είναι πλεονασματική χώρα, πράγμα που της δίνει αφ’ υψηλού θέση σε κάθε διαπραγμάτευση. Ας προστεθεί βέβαια και το αυτονόητο, ότι η Γερμανία είναι που βάζει το χέρι στην τσέπη για να στηρίξει στην πράξη οποιαδήποτε πολιτική.

Εγείρεται πάντως το ερώτημα γιατί η Γερμανία υιοθέτησε τέτοια στενόκαρδη (έως εχθρική και προσβλητική) αντιμετώπιση της ελληνικής κρίσης. Εδώ υπάρχουν πολλές απόψεις. Μία (Τίμοθυ Γκάρτον Ας) λέει πως η Γερμανία κατάφερε να ενσωματωθεί πάλι στην ευρωπαϊκή οικογένεια μετά το τραύμα του πολέμου, και επίσης πέτυχε την επανένωσή της. Ο φόβος του πολέμου απομακρύνθηκε. Έτσι, η Γερμανία αισθάνεται τώρα λιγότερο υπό πίεση και επιρρεπής σε παραχωρήσεις οικονομικής στήριξης. Υπηρετώντας περισσότερο τα στενά της εθνικά συμφέροντα παρά το ευρωπαϊκό ιδεώδες, η Γερμανία ξαναγίνεται πλέον μία «νορμάλ» χώρα (Γιούργκεν Χάμπερμας). Εν συνεχεία, μπορούμε να μιλήσουμε για τους ηγέτες της. Η σημερινή γενιά δεν έχει την άμεση εμπειρία του πολέμου και δεν αισθάνεται δεσμεύσεις όπως οι γενιές των Αντενάουερ και Κολ. Ίσως να μην έχει και την πνοή αυτών. Παραπέρα, έχουν αλλάξει και οι εποχές, ο μέσος Γερμανός εργαζόμενος βρίσκεται τώρα υπό μεγαλύτερη πίεση (απειλή ανεργίας, περισσότερη δουλειά) και δεν έχει διάθεση για κουβαρνταλίκια προς τους νοτιο-ευρωπαίους. Είναι εν τέλει και θέμα κουλτούρας. Η κοινωνία που αντιλαμβάνεται τον εαυτό της και την ζωή την ίδια ως τον μηχανισμό ενός καλοκουρδισμένου ρολογιού δεν αισθάνεται να έχει και πολλά κοινά με μία κοινωνία του ήλιου και της δίψας για ζωή, αλλά και της ασυγχώρητης ανεμελιάς και του ωχ αδερφέ.

Παρενθετικά, το θέμα του αν υπάρχουν σήμερα μεγάλοι ηγέτες, στην Γερμανία, Ευρώπη ή αλλού, μας οδηγεί σε άλλες διακλαδώσεις σκέψεων. Πώς μπορούν να υπάρξουν μεγάλοι ηγέτες σε κοινωνίες που σχεδόν δεν θέλουν να κυβερνηθούν; Όπου κάθε λογής ηχηρές μειοψηφίες (κατά Μανκούρ Όλσον) εμποδίζουν κάθε μεταρρύθμιση; Παραπέρα, θα συμφωνήσω απόλυτα με τον Δ. Μητρόπουλο που έγραψε (ΝΕΑ, 26/6/10) για τον διαφαινόμενο γενικευόμενο κατακερματισμό («φραξιονισμό») των κοινωνιών σε άθροισμα προσωπικών στρατηγικών, ατόμων ή ηλεκτρονίων όλο και λιγότερο δεσμευόμενων από το σύνολο. Το βλέπουμε στην πολιτική, το ποδόσφαιρο (των ημερών) και αλλού. Ίσως είναι αυτό μία εντεινόμενη τάση του ύστερου καπιταλισμού και της ύστερης (ή μήπως μετα-) νεωτερικότητας, με την αυξανόμενη πολυπλοκότητα και βάθος της ζωής σε οποιαδήποτε έκφανσή της, που βυθίζει όλο και περισσότερο τα άτομα στην «γωνιά τους» με όλο και λιγότερη αναφορά στο σύνολο. Έτσι, οι μεγάλες ηγεσίες σπανίζουν, καθώς το έργο της σύνθεσης (που τις κάνει μεγάλες) γίνεται όλο και δυσκολότερο. Άλλωστε, αυτό εξυπερετεί και ενθαρρύνεται από το «σύστημα» που προτιμά να έχει απέναντί του άτομα και όχι πολίτες, κόμματα, συνδικάτα, ή και έθνη. Πέρα από το αν ο κατακερματισμός αυτός εμποδίζει την διεύθυνση των κοινωνιών, έχει και σοβαρές επιπτώσεις για την προοδευτική πολιτική, όπως τις ανέλυσε προ ημερών στον Guardian ο George Monbiot, θεωρητικός της αριστεράς και (κυρίως) της οικολογίας. Ο Μονμπιό συγκρίνει την μαζικότητα του «κινήματος του τσαγιού» στις ΗΠΑ, που είναι χαρακτηριστική περίπτωση «νόθας συνείδησης» (εργατόκοσμος που ουσιαστικά οδηγείται να υποστηρίξει θέσεις κατευθείαν ενάντιες στα συμφέροντά του, όπως μείωση των κρατικών παροχών, κλπ), με την κατάτμηση των αριστερών κινημάτων που ενώ (ή μήπως ακριβώς γι αυτό;) βασίζονται σε ενδελεχή γνώση, κατακερματίζονται και χάνονται σε ατέρμονη αντιπαλότητα. Εάν η πραγματικότητα είναι κατατμημένη, τότε μήπως και η μελέτη της δεν μπορεί παρά να οδηγεί και σε ανάλογη μορφολογία αυτών που την εκπροσωπούν;

Επανέρχομαι στην Γερμανία και ειδικότερα τις σχέσεις της με την Ελλάδα. Συνάδελφος και φίλος (δικός μου αλλά όχι της Ελλάδας) Αυστριακός μου έλεγε τις προάλλες ότι οι Έλληνες δεν αντιλαμβάνονται ότι η αιτία του Γερμανικού θυμού δεν είναι κάποιο λάθος πολιτικής στην Ελλάδα, ούτε καν η τάση να ξοδεύουμε πάνω απ’ τις δυνατότητές μας. Η πραγματική αιτία είναι η απάτη, η δήλωση ψευδών στοιχείων. Αυτό είναι κάτι που η ηθική των Προτεσταντών, που διαχώρισαν την θέση τους από τη Καθολική Εκκλησία θεωρώντας ότι η τελευταία ήταν διεφθαρμένη, δεν ανέχεται. Αυτό δεν μας συγχωρούν. (Βέβαια, δεν είπα στον φίλο για Ζήμενς-Μίζενς – είναι έγκλημα να είσαι διεφθαρμένος αλλά όχι το να διαφθείρεις; - ούτε για ελαττωματικά υποβρύχια – αναρωτιέμαι γιατί.) Ο φίλος αναρωτιέται γιατί βρίζουμε αυτούς που τώρα μας δανείζουν κινδυνεύοντας σοβαρά να χάσουν τα λεφτά τους αντί να λέμε ένα ευχαριστώ. Ένας κάποιος αντίλογος είναι ότι παίρνουν και ένα επιτόκιο – 5% - πάνω από το επιτόκιο της αγοράς. Γενικότερα, υστερούμε στην ανάληψη ευθύνης, που είναι κάτι που η βορειοευρωπαϊκή ιδιοσυγκρασία δεν καταλαβαίνει. (Το είδαμε και στο ποδόσφαιρο. Ενώ οι δικοί μας είχαν κλαδέψει τους Αργεντίνους, στον διαιτητή έκαναν την χαρακτηριστική κίνηση σηκώματος των ώμων – «τι έκανα»; Μα τι έκανα εγώ κυρία; - όπως λέγαμε και στο δημοτικό.) Υπ’ αυτήν την έννοια ήταν σωστό που αμέσως μετά την ανάληψη της εξουσίας ο Γιώργος Παπανδρέου δημοσιοποίησε την πραγματική εικόνα των δημοσίων οικονομικών και μίλησε για διαφθορά. Με την επιφύλαξη ότι έπρεπε να είχε παράλληλα έτοιμο σχέδιο δράσης, και να μην δώσει την εικόνα ότι είμαστε οι μόνοι διεφθαρμένοι σ’ αυτό τον κόσμο ή ότι δεν έχουμε τις δυνάμεις να καταπολεμήσουμε την διαφθορά.

Υπάρχει ένα γενικότερο σημείο εδώ που οδηγεί σε μία πρόταση πολιτικής. Έχει εμπεδωθεί στους διεθνείς κύκλους η πεποίθηση ότι η Ελλάδα έδινε ψευδή στοιχεία από την αρχή της ένταξής της στην ΟΝΕ – ότι δηλαδή εντάχθηκε στην ΟΝΕ με απάτη. Αυτό αντιβαίνει στην γενική πεποίθηση πολλών από μας ότι το 2000 έγινε βέβαια δημιουργική λογιστική αλλά στην τάξη μεγέθους που έκαναν όλες οι χώρες. Το ότι η απάτη δεν ήταν μόνο προϊόν των τελευταίων ετών και μίας κυβέρνησης κάποιας συγκεκριμένης ποιότητας αλλά γενικευμένη οδηγεί να χαρακτηριστούμε συνολικά σαν λαός απατεώνες και αποτελεί βαρύ πλήγμα για το κύρος της χώρας. (Είχα πάντα μία απορία: Ο κοσμοπολίτης, μειλίχιος και άριστος επιστήμονας καθηγητής Αλογοσκούφης, που δίδασκε νύχτα-μέρα θεωρίες της «αξιοπιστίας» στα μαθήματά του, δεν αντιλαμβανόταν όταν έκανε την κακιάς ώρας απογραφή του ότι το πλήγμα θα ήταν συνολικό για την χώρα και όχι μόνο για «τους άλλους»;) Όλ’ αυτά οδηγούν στο εξής: Προτείνεται η σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής της Βουλής (αν δεν υπάρχει ήδη – έχω χάσει τον λογαριασμό) που σκοπό θα έχει ακριβώς αυτόν: Να διακριβώσει έγκυρα και αξιόπιστα την πραγματική εικόνα των δημοσίων οικονομικών από τις παραμονές της εισόδου στην ΟΝΕ και να δώσει τέλος στην πεποίθηση ότι είμαστε σαν λαός παθολογικά ψεύτες. (Αν βέβαια δεν είμαστε!)

Θα διατυπώσω μία προσωπική σκέψη. Ο ρόλος της Γερμανίας στην ευρωζώνη ίσως να ισχυροποιηθεί, η δε διάθεσή της για ευρωπαϊκή αλληλεγγύη διαρκώς θα μειώνεται. Όχι μόνο γιατί η Γερμανία βγήκε ισχυροποιημένη από την κρίση, χωρίς τα βαριά πλήγματα στην υγεία του χρηματοπιστωτικού της συστήματος, στην πραγματική οικονομία, και τα δημοσιονομικά που υπέστησαν άλλες χώρες. Αλλά κυρίως γιατί πλέον έχουν διαμορφωθεί νέοι όροι σ’ αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ιστορικό συμβιβασμό βορρά-νότου της ευρώπης τα τελευταία 30-40 χρόνια. Η αίσθηση του γράφοντος είναι ότι η ευρωπαϊκή ενοποίηση αυτό το διάστημα βασίστηκε σε μία άτυπη συμφωνία, όπου οι χώρες του ευρωπαϊκού νότου εντάχθηκαν στο ευρωπαϊκό περιφερειακό σύστημα, με τους περιορισμούς και τις δυνατότητες που αυτό διέγραφε, και σε αντάλλαγμα άνοιγαν τις αγορές τους στις πιο αναπτυγμένες βορειοευρωπαϊκές βιομηχανίες. Οι βόρειες χώρες, πλεονασματικές εξαγωγικά χώρες στο μεγαλύτερο ποσοστό, κέρδιζαν τις ανερχόμενες αγορές του νότου, με αντάλλαγμα την αλληλεγγύη και τις χορηγίες. Αυτή η άτυπη συμφωνία τώρα έχει εν πολλοίς ξεπεραστεί, καθώς η παγκοσμιοποίηση θα επέβαλλε το άνοιγμα των αγορών του νότου ούτως ή άλλως. Γιατί λοιπόν η Γερμανία που εγκατέλειψε το ισχυρότερο νόμισμα της ευρώπης να δεχτεί τώρα ένα αδύνατο και πληθωριστικό ευρώ ή να κάνει οποιαδήποτε άλλη παραχώρηση προς τις ελλειμματικές χώρες του νότου; Βέβαια, αυτό συνιστά μία στενή και τεχνοκρατική προσέγγιση των πραγμάτων, ενώ μία ευρύτερη προσέγγιση θα αναγνώριζε την αλληλεγγύη ως αυταξία, αλλά και τον στρατηγικό ρόλο του ευρωπαϊκού νότου στα θέματα μετανάστευσης, ενέργειας, ασφάλειας, κλπ. Όμως, ζούμε σε εποχές δύσκολες, όπου ακόμα και η Γερμανία νιώθει την πίεση της Ασίας, και νιώθει ότι πρέπει να φυλάξει τις δυνάμεις της για να ανταπεξέλθει στον ανταγωνισμό σε βάθος χρόνου. Δυστυχώς, σε καιρούς χαλεπούς, η σκέψη ο σώζων εαυτόν σωθήτω αρχίζει να κυριαρχεί.

Αυτή η πρόβλεψη πρέπει βέβαια να αντιπαρατεθεί με εκείνη που υποστηρίζεται ευρέως και θεωρεί πως η κρίση θα οδηγήσει την Ευρώπη σε νέο άλμα ενοποίησης (όπως έκανε και στο παρελθόν), που αναπόφευκτα θα σημάνει στενότερη διεθνική (και όχι δια-κυβερνητική) οικονομική διακυβέρνηση. Πρακτικά, ο μόνος δρόμος για να γίνει αυτό κατά την γνώμη μου είναι με την αναβάθμιση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Σε αυτό το πλαίσιο, η βαρύτητα κάθε χώρας θα περιοριστεί κοντύτερα στο ποσοστό της στον ευρωπαϊκό πληθυσμό. Αυτό βέβαια δεν νομίζω ότι αποτελεί και την ιδανική προοπτική για μία μικρή χώρα όπως η Ελλάδα που, με την κατάργηση του βέτο, θα βρεθεί να παρακάμπτεται σε πολλές αποφάσεις. Τι θα γίνει αν αύριο (λέμε) η Ευρώπη αποφασίσει ο ευρωπαϊκός στρατός (συμπεριλαμβανομένων και ελλήνων στρατιωτών) να πάει να πολεμήσει στο (π.χ.) Ιράκ, που για μας αποτελεί κόκκινη γραμμή; Τι θα γίνει αν η ελληνική γραφειοκρατία μετατοπιστεί βαθμιαία περισσότερο προς Βρυξέλλες (κάτι που αναδύεται ως προοπτική τώρα που κάνουμε ένα βήμα προς το ουσιαστικό προτεκτοράτο); Μαζί με τα πολιτικά μπαγκάζια μεταφέρονται και οικονομικά.

3. ΟΝΕ και ευρώ. Δύσκολα θέματα, υπό το πρίσμα των εξελίξεων. Ήταν λάθος η ένταξη στην ΟΝΕ και το κοινό νόμισμα, ή τι άλλο πήγε στραβά και τα εισοδήματα έχουν χάσει μεγάλο μέρος της αγοραστικής τους αξίας τα τελευταία δέκα χρόνια, και γιατί αυτή η τέτοιας κλίμακας λαίλαπα τώρα; Γιατί κινδυνεύουμε, αν δεν προσέξουμε, να βγούμε εκτός ευρώ με πιθανή μεγάλης κλίμακας υποτίμηση; Η ΟΝΕ και το κοινό νόμισμα φυσικά σημαίνουν απώλεια της δυνατότητας να χρησιμοποιούμε ανεξάρτητη νομισματική πολιτική για να επηρεάζουμε την συναλλαγματική ισοτιμία. Μέσα στην ΟΝΕ, η νομισματική πολιτική είναι μία, και η επιρροή της Ελλάδας σε αυτή και την (κοινή για όλους) ισοτιμία του ευρώ είναι αμελητέα. Τι κόστος έχει αυτό; Η οικονομική θεωρία δεν δίνει σαφή απάντηση. Οι παλιότεροι Κεϋνσιανοί θεωρούσαν ότι η αλλαγή της ισοτιμίας έχει ουσιαστικά αποτελέσματα, και έτσι η υποτίμηση μπορεί να χρησιμοποιηθεί είτε για να βγει η χώρα από την ύφεση ή για να εξουδετερωθεί η απώλεια ανταγωνιστικότητας που οφείλεται σε άλλους λόγους (ακρίβεια, απώλεια ποιότητας). Νεότερες γενιές οικονομολόγων είναι λιγότερο θετικές. Μία υποτίμηση συνοδεύεται πάντα και από πληθωρισμό, καθώς τα εισαγόμενα είδη ακριβαίνουν.

Πιο θεμελιακά, η υποτίμηση είναι εργαλείο που επηρεάζει την ζήτηση, όμως οι μοντέρνες ευρωπαϊκές/βιομηχανικές κοινωνίες (συμπεριλαμβανομένης και της ελληνικής) δεν πάσχουν από ελειμματική ζήτηση – το αντίθετο. Το «πρόβλημα» των (πρώην) βιομηχανικών χωρών της Δύσης είναι στην προσφορά που δεν μπορεί να αντισταθεί στον καινοφανή ανταγωνισμό από την Ανατολή. Περαιτέρω, για να αποδώσει η υποτίμηση πρέπει να ληφθούν και μέτρα μείωσης της εγχώριας ζήτησης (της «απορρόφησης») ώστε να μπορέσει η προσφορά να ικανοποιήσει την ζήτηση για εξαγόμενα - πρακτικά μιλώντας, να γίνει χώρος για τις εξαγωγές. Με άλλα λόγια, σοβαρές ενστάσεις διατυπώθηκαν για την αποτελεσματικότητα της αλλαγής συναλλαγματικής ισοτιμίας (κυρίως της υποτίμησης) να δώσει ουσιαστική ώθηση στο προϊόν και την απασχόληση. Την σοβαρότητα των ενστάσεων αυτών διαπίστωσαν και στην πράξη οι Γάλλοι (Μιτεράν) και Βέλγοι στις αρχές της δεκαετίας του 1980, οπότε και εγκατέλειψαν την επέκταση της ζήτησης μέσω υποτίμησης. Τα τελευταία βέβαια χρόνια η όλη αυτή γενικά παραδεκτή θεώρηση επανεξετάζεται: Κάποια εμπειρικά ευρήματα λένε πως οι χώρες που αναπτύσσονται σε καθεστώς ελευθέρων ισοτιμιών (και άρα με την δυνατότητα υποτίμησης) πάνε καλύτερα από όσες βρίσκονται σε καταστάσεις όπως η ΟΝΕ με «σφραγισμένες» ισοτιμίες. Έτσι, συμπερασματικά, από θεωρητικής πλευράς, θα έλεγε κανείς ότι η υποτίμηση είναι μεν ένα ατελές εργαλείο με πολλά κουσούρια, όμως αν βρεθείς στην ανάγκη μπορείς να το χρησιμοποιήσεις ως μπάλωμα, κυρίως για να αποτρέψεις την απώλεια ανταγωνιστικότητας, όπως διατυπώθηκε παραπάνω.

Υπ’ αυτήν την έννοια, η εισαγωγή του κοινού νομίσματος είχε σίγουρα κάποιο κόστος. Δεν θυμάμαι να έγινε ενδελεχής τεχνική αξιολόγηση του τι θα σήμαινε το ευρώ για την Ελλάδα (ίσως και να έγινε). Αλλά ούτε και υπήρξαν φωνές αντίδρασης από τα δύο μεγάλα κόμματα – υπήρξε μάλλον ομοφωνία. (Η αριστερά ίσως αντιδρούσε, αλλά όπως υποστήριξα και παραπάνω, μέσα στην γλώσσα του «όχι» που μονίμως ομιλεί η αριστερά, χάνει την αξιοπιστία της και σε όσα θέματα έχει ενδεχομένως δίκιο.) Η απόφαση ήταν με την ευρύτερη έννοια πολιτική. Θέλαμε να μην χάσουμε το «τρένο» που μας οδηγούσε στον στενό πυρήνα και τα (υπαρκτά ή φαντασιακά;) οικονομικο-πολιτικο-ψυχολογικά πλεονεκτήματα που αυτό θα έφερνε. Το βλέπαμε ως θεμελιακή επιλογή: Μπορεί η μικρή Ελλάδα να περπατήσει μόνη της στης παγκοσμιοποιημένης οικονομίας την ολόμαυρη ράχη; Αν όχι, τότε ας βαδίσουμε τον δρόμο της ευρωπαϊκής ενοποίησης μέχρι τέλους. Έπειτα, προσβλέπαμε στην σταθερότητα του χαμηλού πληθωρισμού και επιτοκίων και την απαλλαγή πό την μάστιγα των κρίσεων συναλλαγματικής ισοτιμίας. Αυτά όλα ήρθαν, μόνο που είναι τα άμεσα οφέλη. Τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα δεν ήταν από την αρχή ορατά, αλλά και δεν αξιοποιήσαμε τα βραχυπρόθεσμα οφέλη για να ενισχύσουμε την θέση μας στο σύστημα. Αντί για τις επενδύσεις (με βάση το φτηνό χρήμα) και τις διαρθρωτικές αλλαγές που απαιτούνταν για την τόνωση της προσφοράς (εξορθολογικοποίηση του κράτους, άνοδο της παραγωγικότητας στον ιδιωτικό τομέα, μείωση κόστους) είχαμε ραγδαία άνοδο των τιμών, αύξηση της κατανάλωσης με δανεισμό, και των εισαγομένων και των εξωτερικών ελλειμμάτων. Ξαναγυρίζουμε σ’ αυτό που είπε ο Κ. Καραμανλής (ο θείος βέβαια), «εγώ σας έβαλα στην ΕΟΚ, εσείς τώρα κολυμπείστε». Ίσως, με μία αναστροφή του επιχειρήματος, αυτό να ήταν και ένα από τα κίνητρα, δηλαδή ότι η χώρα θα κέρδιζε από τις αλλαγές που ήταν αναγκαίες στο περιβάλλον του ενιαίου νομίσματος, δηλαδή δημοσιονομική σταθερότητα, άνοδο παραγωγικότητας, κλπ. Το μεγάλο πρόβλημα με αυτό το επιχείρημα είναι ότι για να πετύχει χρειάζεται η χώρα να το έχει βάλει με το «μέσα μυαλό» να κάνει τις απαραίτητες αλλαγές. Αλλιώς, αν «εγώ θέλω αλλά δεν το θέλει η θέλησή μου» (πάλι Καραμανλής – θείος), χάνουμε και τα αυγά και τα καλάθια.

Ένα μεγάλο θέμα ήταν επίσης και η ισοτιμία που επελέγη – 345 δραχμές ανά ευρώ. Η αυτή οδήγησε σε πραγματική ανατίμηση (απώλεια ανταγωνιστικότητας – σαν να είχαμε σκληρή δραχμή) με αποτέλεσμα να φτηνήνουν τα εισαγόμενα. Όπως έγραψα πέρσι το καλοκαίρι, ποτέ άλλοτε δεν είχα δει τόσες κουρσάρες στη χώρα μας. Αλλά τα βασικά είδη (τρόφιμα, κλπ) ανατιμήθηκαν (για σύνθετους λόγους που περιλαμβάνουν και την κερδοσκοπία και τα καρτέλ), με αποτέλεσμα να πληγούν οι μικρομεσαίοι που βασίζονται αναλογικά περισσότερο στα είδη αυτά. Ίσως όμως και μια πιο χαμηλή ισοτιμία για την δραχμή να ήταν περισσότερο πληθωριστική καθώς οι τιμές αναπόφευκτα θα έτειναν να εξισωθούν με τις ευρωπαϊκές. Γενικότερα, ο πληθωρισμός που παρατηρήθηκε επί ΟΝΕ στην Ελλάδα, αν και δεν ήταν μόνο ελληνικό φαινόμενο, (όλες οι χώρες κατέγραψαν πληθωρισμό, κυρίως βέβαια οι νότιες, αλλά ακόμα και η Γερμανία!) αποτελεί για μένα ένα ερώτημα. Το σκληρό νόμισμα έπρεπε να οδηγεί σε χαμηλότερο επίπεδο τιμών, όχι υψηλότερο. Αυτό με οδηγεί στο συμπέρασμα πως βαθύτερη αιτία της ακρίβειας και μειωμένης ανταγωνιστικότητας της χώρας δεν είναι το ευρώ αλλά η ασθμαίνουσα παραγωγικότητα (σε σχέση με άλλες οικονομίες), ο υπερτροφικος δημόσιος τομεάς, κλπ.

Εν κατακλείδι, είναι δύσκολο να πει κανείς με κάποια σιγουριά αν η ένταξή μας στο ευρώ ήταν λάθος, όμως είναι πολύ πιο βέβαιο ότι τυχόν έξοδος θα είναι επώδυνη, συνοδευόμενη ταυτόχρονα από ραγδαία υποτίμηση, κρατική χρεοκοπία με την μία ή άλλη μορφή και, το χειρότερο ίσως απ’ όλα, κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος (καθώς όλοι θα ζητάνε να σηκώσουν τα λεφτά τους εν όψει υποτίμησης). Και μετά, πληθωρισμό και νομισματικές κρίσεις σε ...βάθος χρόνου. Έτσι, η μόνη στρατηγική είναι η με νύχια και δόντια παραμονή στο ευρώ. Ευτυχώς που έξοδος δεν προβλέπεται από τις συνθήκες, κι έτσι οι πονηρές σκέψεις κάποιων πέφτουν προς το παρόν στο κενό. Όπως όμως έχει επισημανθεί (Π.Κ. Ιωακειμίδης, Γ. Λακόπουλος), αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κεκτημένο επ’ άπειρο. Ή αλλιώς, κάθε συνθήκη έχει αξία όταν επικυρώνει μία υπαρκτή πραγματικότητα, όχι όταν την αντιστρατεύεται. Έτσι, αν δεν ισχυροποιήσουμε την οικονομία μας, οι πιέσεις για έξοδό μας αναπόφευκτα θα αυξηθούν.

4. Στηρίχθηκε η Γερμανική ευημερία στην ελληνική κατανάλωση; Είναι μία άποψη που υποστηρίζεται αρκετά συχνά από τους οικονομολογούντες ότι δηλαδή η Ελλάδα στηρίζει την Γερμανία αποτελώντας μία καλή αγορά για τις εξαγωγές της, και άρα η Γερμανία μας οφείλει. Όπως και με πολλές απόψεις των οικονομολογούντων, η θέση δεν είναι τελείως άσχετη (αν ήταν δεν θα συζητιόταν καν) αλλά είναι λίγο σαν η ουρά να κουνάει τον σκύλο. Η Γερμανία δουλεύει και η Ελλάδα καταναλώνει και απολαμβάνει, ποιός οφείλει σε ποιόν; Ευρύτερα, που οφείλεται το «Γερμανικό θαύμα»; Στην σκληρή δουλειά του Γερμανικού λαού και μόνο, μαγικό ραβδί δεν υπάρχει. Ο Γερμανός παράγει 10 και καταναλώνει 6, βάζοντας τα άλλα στην άκρη (αποταμίευση), για να μεγαλώνει το κεφάλαιό του στο μέλλον (επένδυση) και για να παράγει αύριο περισσότερο (ανάπτυξη). Εάν ο Έλληνας παράγει 10 καταναλώνει 16, εάν παράγει 4 θέλει κι αυτός να καταναλώσει 6. Βραχυπρόθεσμα οφελείται από την μεγαλύτερη κατανάλωση, αλλά μακροπρόθεσμα υποσκάπτει την ευημερία του. Αυτή είναι μία επιλογή που ανεπηρέαστοι («ορθολογικά», κατά την θεωρία) κάνουμε. Ανεπηρέαστοι; Χμμμμ..... Δελεαζόμενοι από τις χάντρες που μας πουλάνε (εντάξει, όχι χάντρες, ωραία καταναλωτικά αγαθά που όλοι επιθυμούμε), δανειζόμαστε για να αγοράσουμε, υποθηκεύοντας την μακροπρόθεσμη ευημερία προς χάριν της βραχυπρόθεσμης ικανοποίησης.

Η Γερμανία δεν μας οφείλει γιατί θα πούλαγε κι αλλού. Αυτό που ο γράφων θεωρεί ως βασική αδυναμία της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής δεν είναι το ότι η Γερμανία είναι πλεονασματική χώρα (όπως έχει διαμαρτυρηθεί η Γαλλία, για να εισπράξει την δικαιολογημένη απάντηση ότι η Γερμανία γίνεται στόχος λόγω της επιτυχίας της) αλλά το ότι το ευρώ έπρεπε να ακολουθεί μία περισσότερη ενδιάμεση πορεία συμβιβάζοντας τις επιθυμίες των πλεονασματικών χωρών (που το θέλουν «σκληρό»), με τις επιθυμίες των ελλειμματικών χωρών (που θα το ήθελαν πιο αδύνατο για να βοηθηθούν οι εξαγωγές τους), σταθμίζοντας και το μέγεθος της κάθε ομάδας. Ευρύτερα, περίμενε κανείς περισσότερη ηγετική πνοή και Κεϋνσιανή επέκταση από μία χώρα της οποίας το 60% των εξαγωγών πάει προς την ΕΕ, της οποίας η ευρωζώνη αποτελεί προνομιακό πεδίο εξαγωγών. Αν μία τέτοια οικονομία δεν είναι η ατμομηχανή αυτής της ζώνης, τότε ποιός θα είναι;

5. Τέλος, κάτι για τις διαρθρωτικές αλλαγές (πριν αναφωνήσουμε όλοι έλεος!). Τώρα πια που το ζήτημα έχει δρομολογηθεί (26/6/10 - επίκειται η ψήφισή του πακέτου ως (ν)τροπολογία στο Ασφαλιστικό νομοσχέδιο), το πράγμα μοιάζει παρωχημένο αλλά είναι τόσο σημαντικό που δεν γίνεται να μην σχολιαστεί. Η (νεο)φιλελευθεροποίηση της αγοράς εργασίας προτείνεται από πολλούς (εδώ ταιριάζει το "στην αναμπουμπούλα ο λύκος χαίρεται"), χωρίς να σχετίζεται ευθέως με τον στόχο του δημοσιονομικού μαζέματος, χωρίς να περιλμβάνεται στο Μνημόνιο με το ΔΝΤ-ΕΕ που ψηφίστηκε αρχές Μαΐου (αυτό το γράφω με επιφύλαξη), ενώ είναι και αμφίβολης αποτελεσματικότητας ως προς την ανταγωνιστικότητα. Την ίδια ώρα που τα εργασιακά στον ιδιωτικό τομέα βαδίζουν ταχέως προς το Μάντσεστερ του 19ου αιώνα, έρχεται και η επίσημη επικύρωση. Θεωρώ πως κάποιας μορφής ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας είναι χρήσιμη (π.χ., που να διευκολύνει την μερική απασχόληση, την κινητικότητα μεταξύ επαγγελμάτων, κλπ), αλλά ίσως το παρόν νομοσχέδιο το παρακάνει. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ οφείλει να είναι πολύ προσεκτική και επιλεκτική σε διαρθρωτικές αλλαγές (νεο)φιλελεύθερου χαρακτήρα, ακόμα και σε συνθήκες κρίσης.

Wednesday 26 May 2010

Σοσιαλισμός (I)

Την Κυριακή πεθαίνει ο φασισμός
Δευτέρα, σοσιαλισμός!
[Προεκλογικό σύνθημα της δεκαετίας του ‘70]

Είναι κακό στην άμμο να χτίζεις παλάτια,
ο βοριάς θα τα κάνει συντρίμμια, κομμάτια.
[λαϊκό τραγούδι]

Το καράβι που ταξιδεύουμε το λένε Α/Γ ΩΝΙΑ.
[Γιώργος Σεφέρης]

«Οι παππούδες μας γνώρισαν τον εμφύλιο πόλεμο και την πείνα της δεκαετίας του ΄40. Οι γονείς μας έκτισαν τη δημοκρατία. Κι εμείς οι κακομαθημένοι νέοι Ισπανοί, παιδιά της ελευθερίας και του πλούτου, πρέπει να υψώσουμε το ηθικό μας ανάστημα για να αντιμετωπίσουμε τη μεγάλη κρίση».
Χαβιέρ Θέρκας, Ισπανός (Καταλανός) συγγραφέας

Πρόσεχε τις πένες για να έχεις λίρες
[Αγγλική παροιμία]

Ο Θεός έδωσε σε κάθε άνθρωπο ένα στόμα – και δύο χέρια.
[Παλιά παροιμία]

Δουλεύοντας συλλογικά, αποδίδουμε όλοι περισσότερο.
[Αρχιμουσικός – απόδοση κατά προσέγγιση]

Δεν μας τρομάζουν τα νέα μέτρα...
[Λουκιανός Κηλαηδόνης]


Α. ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ
Έγινε αρκετός λόγος πριν λίγο καιρό για το αν τα νέα μέτρα συμβαδίζουν με την φυσιογνωμία του ΠΑΣΟΚ που είναι (λέει) ο σοσιαλισμός. Το παρόν κείμενο έχει σαν σκοπό να συμβάλει σ’ αυτόν τον διάλογο, κατά βάση ανακυκλώνοντας (για να είμαστε και μέσα στην πράσινη ανάπτυξη!) διάφορα που έχουν γραφτεί σε αυτές τις σελίδες, αλλά και προσθέτοντας και μερικές καινούριες σκέψεις. Θα δημοσιευτεί σε τρεις συνέχειες (φίλε/η αναγνώστη/τρια, καλό κουράγιο!)

Δεν είμαι φιλόσοφος ή πολιτικός επιστήμονας για να έχω εμπεριστατωμένη άποψη για το τι είναι σοσιαλισμός. Γι αυτό θα μιλήσω απλά. (Κι ίσως και οι ειδικευμένοι θεωρητικοί να μην έχουν καταλήξει σε μονοκόμματα συμπεράσματα, αλλά τώρα με τέτοια θ’ ασχολούμαστε;) Θα έλεγα ότι το πρακτικό νόημα του σοσιαλισμού συνοψίζεται (κατ’ εμέ) στην έννοια «πλατιά ευημερία». Ευημερία, ώστε το βιοτικό επίπεδο να βελτιώνεται διαρκώς, και να είναι καλό με διεθνείς συγκρίσεις. Πλατιά, ώστε το επίπεδο αυτό ευημερίας να διαχέεται όσο το δυνατόν περισσότερο και πιο ομοιόμορφα σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Ως εδώ ίσως δεν εγείρονται πολλές αντιρρήσεις.

Αλλά: Η πλατιά αυτή ευημερία πρέπει να εδράζεται σε δύο βασικές προϋποθέσεις:

- Να είναι πραγματική και όχι επίπλαστη. Η ευημερία πρέπει να βρίσκεται μέσα στις δυνατότητες και αντοχές της οικονομίας, να συμβαδίζει με, και όχι να αντιστρατεύεται, την ισχυρή οικονομία. Αυτή η αρχή έχει μία σειρά επιπτώσεις: Η ευημερία πρέπει να είναι τέτοια που να αφήνει περιθώρια στην οικονομία να είναι διεθνώς ανταγωνιστική – αυτό σημαίνει κυρίως χαμηλό κόστος και υψηλή ποιότητα προϊόντων και υπηρεσιών. Επίσης, να βρίσκεται μέσα στα όρια που διαγράφουν οι δυνατότητές μας – αυτό σημαίνει να μην βασίζεται σε δανεικά, εσωτερικά (δημόσια ή ιδιωτικά) ή εξωτερικά (εξωτερικό έλλειμμα).

- Να έχει διάρκεια στον χρόνο, εξασφαλίζοντας βιώσιμη ανάπτυξη και ευημερία. Αυτό κυρίως σημαίνει ότι η κατανάλωση, δημόσια και ιδιωτική, δεν πρέπει να γίνεται εις βάρος της αποταμίευσης και της επένδυσης.

Από την Μεταπολίτευση και εδώ, η Ελλάδα έχει κάνει αναμφισβήτητα και σημαντικά βήματα προόδου σε όλα τα επίπεδα, πολιτικής, κοινωνικής, και υλικής. Όμως, έχοντας πλέον μπει στον δεύτερο μεταπολιτευτικό κύκλο, μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε ότι νέες προκλήσεις έχουν αναφυεί που θέτουν υπό πίεση ή ακόμα και υπό αίρεση πολλές από αυτές τις κατακτήσεις. Ειδικότερα στον τομέα της υλικής προόδου, με την κρίση στα δημόσια οικονομικά, με την ύφεση, με τα εξωτερικά ελλείμματα, την αποβιομηχάνιση, την έλλειψη επενδύσεων και φυγή δραστηριοτήτων προς Βαλκάνια και αλλού, με την γενιά των 700 ευρώ (και αν) προ των πυλών, με το μέλλον των νέων γενεών τόσο υποθηκευμένο καθώς θα κληθούν να αποπληρώσουν τα χρέη και τους τόκους των σημερινών, με την ακρίβεια και την πίεση που υφίσταντο οι μεσαίες τάξεις ακόμα και πριν τα πρόσφατα μέτρα, με την προϊούσα ανισοκατανομή του εισοδήματος και την νέα φτώχεια, βλέπουμε πόσο σαθρά ήταν τα θεμέλια της μεταπολιτευτικής ευημερίας. Τα δύο παραπάνω κριτήρια σε μεγάλο βαθμό δεν ικανοποιούνται, κάνοντας την ευημερία να φαντάζει επίπλαστη, και το πισωγύρισμα να φαίνεται σαν πιθανό (το πιθανότερο;) σενάριο. Ο σοσιαλισμός που επικαλέστηκαν κάποιοι στην Βουλή φαντάζει σαν πικρόχολο αστείο.


Η ελληνική κοινωνία και η ευρύτερη ηγεσία της δεν αντιλήφθηκαν ότι η ατζέντα της μεταπολίτευσης βαθμιαία άλλαζε – «ανεπαισθήτως» όπως λέει και ο ποιητής. Νέα ζητήματα προστέθηκαν πλάι στα παλιά: Θεσμικός αλλά και κοινωνικός εκσυγχρονισμός, παραγωγική αναδιάρθρωση, προστασία του περιβάλλοντος, ριζική ανακαίνιση του κράτους, διαχείριση της παγκοσμιοποίησης και της μετανάστευσης. ‘Ετσι, μείναμε πίσω σε όλα αυτά και άλλα, όπως πολύ περιεκτικά τα απαρίθμησε η Ελίζα Παπαδάκη στα ΝΕΑ της 24/3. Σαν επιστέγασμα όλων των παραπάνω, της αναιμικής οικονομίας που πιέζει το κράτος να λύσει όλα της τα προβλήματα, και της φαυλότητας σε όλες της τις εκφάνσεις, έρχεται η κακή κατάσταση των δημοσιονομικών. Το συσσωρευμένο χρέος αποτελεί πολλαπλή αστοχία: Διότι θέτει σε κίνδυνο την βιωσιμότητα τους κράτους και ευρύτερα του οικονομικού συστήματος, γιατί αποστερεί την οικονομία από παραγωγικούς πόρους που θα έπρεπε να πηγαίνουν σε επενδύσεις, γιατί βάζει θηλιά στις μελλοντικές γενιές, γιατί σπαταλάει τους πόρους της χώρας σε τόκους, γιατί αποτελεί όχημα για μεγαλύτερη ανισοκατανομή του πλούτου καθώς οι (ήδη πλούσιοι επενδυτές σε αυτό) εισπράττουν επιπλέον τόκους.

Ειδικά τα τελευταία χρόνια φαίνεται να έγινε ένα τεράστιο βήμα προς τα πίσω, το οποίο εγείρει ανάλογης σημασίας ερωτήματα. Γιατί η ελληνική κοινωνία επέλεξε να την διοικήσει τα προηγούμενα πεντέμισυ χρόνια κάποιος του οποίου το μόνο αποδεδειγμένο προσόν ήταν οι ρητορικές κορώνες εναντίον της διαφθοράς μεταξύ τυρού και τζατζικίου (που έχει αντικαταστήσει το αχλάδι στα ψητοπωλεία); Υπάρχει βέβαια η απάντηση ότι ο ελληνικός λαός εξαπατήθηκε, ότι άλλο ψήφισε το 2004 (τους σταυροφόρους εναντίον της διαφθοράς) και άλλο του βγήκε (οι σταυροφόροι της διαφθοράς). Ϊσως υπάρχει δόση αλήθειας σε αυτό, όμως δεν μου φαίνεται πειστική σαν εξήγηση, δεν νομίζω ότι πάει αρκετά βαθιά στο πρόβλημα – μου φαίνεται πιο φυσικό να υποστηρίξω ότι η ελληνική κοινωνία αφέθηκε (κυρίως) να εξαπατηθεί. Έτσι, ο ερώτημα παραμένει – γιατί εκδιώχθηκε ο ένας άνθρωπος (Κώστας Σημίτης) που πιστεύω πάσχισε πραγματικά για την χώρα, για να έρθει κάποιος αν μη τι άλλο τελείως αδοκίμαστος. Ομολογώ ότι αυτό αποτέλεσε για μένα ένα βασανιστικό ερώτημα επί αρκετό καιρό. Ώσπου κατέληξα σε ένα ερμηνευτικό σχήμα το οποίο προτείνω: Μία εκλογική αλλαγή γίνεται στην βάση δύο γενικά αλλαγών/επιλογών, ιδεολογικής επιλογής και επιλογής ομάδας - οι «απ’ έξω» κάποια στιγμή συνασπίζονται γύρω από τον εναλλακτικό πόλο με την ελπίδα κάποια στιγμή να έρθουν στα πράγματα και να φάνε από την πίτα της εξουσίας. Κάπως κυνική η άποψη, αλλά και η άποξη ότι οι πολίτες διαλέγουν με μόνο αγνά ιδεολογικά κίνητρα φαίνεται πολύ ωραιοπημένη ή και αφελής. Η δημοκρατία έχει αυτές τις ατέλειες, αυτά είναι γνωστά πράγματα. (Σαν είδος «σοβαρού καλαμπουριού», δεν μπορώ να μην αναφέρω το παράδειγμα μίας ομάδας πιθήκων σε κάποιο υψίπεδο της Αφρικής – ξεχνάω όνομα. Για κάποιους λόγους που σχετίζονται με την εξέλιξη της ομάδας, ο γερότερος αρσενικός έχει στην διάθεσή του όλες τις θηλυκές της ομάδας. Οι άλλοι αρσενικοί, γιοκ. Καθώς περνάει ο καιρός, οι «απ’ έξω» συνασπίζονται εναντίον του κυρίαρχου αρσενικού. Ο τελευταίος αποκρούει τις επιβουλές εναντίον του όσο αντέχει, όσο βρίσκεται στην ακμή της δύναμής του, αλλά κάποια στιγμή αδήριτα χάνει. Ο αρχηγός των «ατάκτων» παίρνει αυτός την εξουσία. Αρχικά επιτρέπει πλήρη ελευθερία σε όλους τους άλλους αρσενικούς, μερτικό δηλαδή από την εξουσία, αλλά με τον καιρό επανέρχεται το καθεστώς της πλήρους μονοκρατορίας. Και ούτω καθ’ εξής. Η εξελικτική βιολογία προσφέρει πολλά παραδείγματα που μπορούν να συμβάλλουν στην κατανόηση της συμπεριφοράς του ανθρώπινου ζώου, γι αυτό και μελετάται προσεκτικά από τις άλλες κοινωνικές επιστήμες. Στην παραπάνω περίπτωση, αυτή η συμπεριφορά συμβάλλει ώστε μόνο τα γονίδια του ισχυρότερου αρσενικού να διαιωνίζονται, και αυτό συμβάλλει με την σειρά του στην ισχυροποίηση της ομάδας. Δεν σας θυμίζει όμως κάτι και από τον εκλογικό ανταγωνισμό στις ανθρώπινες κοινωνίες;). Η θέση μου εδώ είναι η εξής: Στην περίπτωση του 2004, πέρα από τις (όποιες) ιδεολογικές διαφορές και τις κομματικές ομαδοποιήσεις, έπαιξε ρόλο και ένας τρίτος παράγοντας, δηλαδή ο Κώστας Σημίτης και οι συν αυτώ καλούσαν την Ελλάδα να αλλάξει για να προχωρήσει, αλλά έβρισκαν αντιδράσεις. Όσοι δεν ήθελαν να αλλάξουν συνασπίσθηκαν εναντίον του υπό το πρόσχημα της πολιτικής αλλαγής, αυτή είναι η πικρή αλήθεια (κατά την άποψή μου). Δεν ήταν μόνο η ιδεολογική ούτε η συνηθισμένη ποδοσφαιρικού τύπου αντιπαράθεση (Πράσινοι-Βένετοι, Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός) μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, αλλά οι επικείμενες αλλαγές σφυρηλάτησαν τους δεσμούς μεταξύ αυτών που αντιδρούσαν.

Στην μέση δε όσων ήθελαν να προχωρήσουν στον εκσυγχρονισμό της χώρας και όσων αντιστάθηκαν, μοιραίο και άβουλο, το «βαθέον ΠΑΣΟΚ» (ή μήπως αβυσσαλέον;) στάθηκε ανίκανο να συλλάβει το στίγμα των καιρών (ή μήπως είχε βολευτεί κιόλας;), υπονόμευσε τις κυβερνήσεις Σημίτη, και έτσι φέρει έμμεσα ευθύνη για την σημερινή κατάσταση. Ο Σημίτης «μετράει» επιτυχίες (ΟΝΕ, Κύπρος στην Ευρώπη, εξάρθρωση της 17Ν, μεγάλα έργα, Ολυμπιακοί) η καθεμία των οποίων από μόνη της θα καθιέρωνε έναν πρωθυπουργό. Σιγά-σιγά δε, αν αφηνόταν, θα προχωρούσε και ασφαλιστικό, αναδιοργάνωση του κράτους, κλπ, που εγκαίρως θα απέτρεπαν τον σημερινό εφιάλτη. Δεν λογάριασε όμως τους ακούραστους θεματοφύλακες του σοσιαλισμού τύπου Άκη Τσοχατζόπουλου, ο οποίος δήλωσε (εκ των υστέρων) για τον ασφαλιστικό νόμο Γιαννίτση (του ‘99 νομίζω, που αποσύρθηκε) πως «τραυμάτισε την σχέση του ΠΑΣΟΚ με την κοινωνία» - και απήλθε νυμφευόμενος εις Παρισίους για να την ξε-τραυματίσει. Τα παιδιά του ΕΑΜ και η γενιά του αντιδικτατορικού αγώνα έφτασαν να υπερασπίζονται την Ελλάδα της υπερφίαλης κατανάλωσης, του υδροκέφαλου κράτους, της συντεχνίας και της διαφθοράς. (Αναφερόμενος στις προκλήσεις του νέου μεταπολιτευτικού κύκλου που λέγαμε παραπάνω, μπορεί κανείς να συνοψίσει λίγο πικρόχολα πως χορτάσαμε, και όλα δυσκόλεψαν.)

Εδώ τώρα δεν μπορούμε να μην σταθούμε και στην Αριστερά, εξίσου παραζαλισμένη όπως όλοι από το κακό που μας βρήκε, και μπροστάρισσα στην σύγχυση που μαστίζει την ελληνική κοινωνία αυτή την δύσκολη ώρα. Μία Αριστερά που βρωμίζει το πηγάδι απ’ όπου όλοι ξεδιψάμε με το νερό της δημοκρατίας (με τις δηλώσεις του εκπροσώπου του ΚΚΕ περί μη σεβασμού του Συντάγματος), που καπηλεύεται μνημεία που η ιστορία και η ανθρωπότητα μας εμπιστεύτηκαν να προστατεύουμε και να σεβόμαστε βάζοντάς τα πάνω από τα δικά μας και τα τωρινά μας, και που κλωτσάει την καρδάρα απ’ όπου πίνουμε όλοι γάλα όταν δυσφημίζει τον ελληνικό τουρισμό. Πάνω απ’ όλα, την αριστερά που δεν αντιλαμβάνεται πως το «πρόβλημα» της Ελλάδας (είτε γενικευμένη φαυλότητα λέγεται αυτό, είτε έλλειμμα ανταγωνισμού) δεν είναι θέμα πέντε-δέκα καρχαριών που «τα έφαγαν» (αν και ασφαλώς υπάρχουν και αυτοί), αλλά διατρέχει οριζοντίως και καθέτως την κοινωνία. Την αριστερά που δεν αντιλαμβάνεται πως έφτασε τέλος εποχής, χρειαζόμαστε γενική αλλαγή συμπεριφοράς προκειμένου να επιβιώσουμε σαν χώρα στις νέες συνθήκες του παγκοσμιοποιημένου ανταγωνισμού. Την αριστερά που δεν αντιλαμβάνεται επίσης ότι από την προϊούσα παρακμή και περιθωριοποίηση της χώρας δεν πρόκειται να βγει κανείς ωφελημένος, και πολύ περισσότερο οι οικονομικά ασθενέστεροι. Την αριστερά που θα έπρεπε να προβάλλει διεκδικήσεις με προοπτική, όχι αδιέξοδες, και παράλληλα με αυτές να εμψυχώνει την κοινωνία, να της εμπνέει κουράγιο και την πεποίθηση ότι έχουμε τις δυνάμεις να βγούμε πέρα, όχι να ενισχύει τον τυφλό θυμό και την απελπισία. Να της εμπνεύσει, πάνω απ’ όλα, πίστη στον εαυτό της.

Θα ρωτήσει κανείς, γιατί τα βάζεις μόνο με την αριστερά, και όχι ας πούμε με τον ΛΑΟΣ ή την ΝΔ. Η ΝΔ του κ. Σαμαρά αρχίζει όντως να αναδεικνύεται σε μεγάλη απογοήτευση, αλλά με τον ΛΑΟΣ πώς να απογοητευτεί κανείς – να απογοητευτείς από την αρκούδα επειδή είναι αρκούδα; Η αριστερά όμως, της οποίες οι μεγάλες αξίες, αλλά και η ιστορία και αυτοθυσία, ενέπνεαν και συνεχίζουν να εμπνέουν ακόμα και όσους από μας δεν υπήρξαμε ποτέ ταγμένοι εκεί, ναι, νομίζω ότι αναδεικνύεται σαφώς κατώτερη των περιστάσεων και των προσδοκιών. Της αναγνωρίζουμε το μεγάλο ελαφρυντικό ότι οι συνθήκες είναι πρωτόγνωρες. Αλλά εδώ είναι που αναδεικνύονται οι πραγματικές ηγεσίες, και η αριστερά με μία κοινωνικά συνειδητοποιημενη αλλά και υπεύθυνη στάση θα μπορούσε μακροπρόθεσμα να αυξήσει την επιρροή της. Και μέσα στην άναρθρη κραυγή που βγαίνει από το σύνολο της αριστεράς (με τις φωτεινές της εξαιρέσεις), χάνεται το ένα αληθινό και βασικό μήνυμα που έπρεπε να εκπέμπεται, πως δηλαδή τα μέτρα είναι άδικα και μονόπλευρα καθώς χτυπούν περισσότερο τους μισθωτούς και τους μικρομεσαίους. Το επισήμανε κατηγορηματικά και ο Κώστας Σημίτης (συνέντευξη στο ΒΗΜΑ της Κυριακής 16 Μαΐου), που η αριστερά τόσο έχει λοιδωρήσει. Το μόνο αριστερό μήνυμα με προοπτική και κατανόηση των συνθηκών είναι ότι τα μέτρα είναι μεν απαραίτητα αλλά πρέπει να συνοδευτούν και από επισταμένη, οργανωμένη προσπάθεια καταστολής της φοροδιαφυγής για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης αλλά και εισπρακτικούς, και περιστολής των δημοσίων δαπανών ώστε να έχουν ουσιαστικό αποτέλεσμα. Εκεί έπρεπε (κατά την άποψή μου) να εστιάζεται η κριτική της αριστεράς.

Ζούμε δύσκολες στιγμές, οι οποίες δεν γίνονται ευκολότερες από την σύγχυση, την έλλειψη κατανόησης των συνθηκών, την άρνηση να δούμε τα πράγματα όπως έχουν χωρίς να εθελοτυφλούμε, και βέβαια τις προσωπικές στρατηγικές, το «κάνουμε όπως βρούμε» μπροστά στον κίνδυνο. Έτσι, η μεγαλύτερη ζημιά ίσως τείνει να προξενείται από τους υποκειμενικούς και όχι τους αντικειμενικούς παράγοντες. Ο παραλληλισμός εδώ είναι με το αυτοκίνητο που χάλασε και μας άφησε στο δρόμο – ο αντικειμενικός παράγοντας. Τι κάνει ο νηφάλιος άνθρωπος; Καταστρώνει ένα πρόγραμμα αντιμετώπισης (τηλέφωνο στην βοήθεια, αναδιάρθρωση του προγράμματος) ώστε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα και ελαχιστοποιήσει την συνολική ζημιά. Τι κάνει ο πανικόβλητος και συγχυσμένος; Κλωτσάει και χτυπάει το αυτοκίνητο (ή απεργεί και διαδηλώνει, αν θέλετε), μεγαλώνοντας το πρόβλημα. Εδώ, η ζημιά μεγεθύνεται από τον υποκειμενικό παράγοντα της σύγχυσης και του πανικού και την έλλειψη οργανωμένης στρατηγικής αντιμετώπισης του προβλήματος. Με το «έλλειψη οργανωμένης στρατηγικής» δεν αναφέρομαι στην κυβέρνηση που προσπαθεί όσο μπορεί (και δυό φορές ακόμα, σε μερικές περιπτώσεις), αναφέρομαι στην κοινωνία της οποίας ναι μεν ένα μεγάλο κομμάτι έχει αποδεχτεί το πρόβλημα και την λύση του, ένα άλλο όμως κομμάτι συμπεριφέρεται αυτοκαταστροφικά.

Το αλαλούμ τέλος συμπληρώνεται από τις κραυγές και τους ψιθύρους μίας κοινωνίας εν βρασμώ ψυχής. Κραυγές ισοπεδωτικής γενίκευσης από την μία μεριά ενάντια στους (θεωρούμενους) συλλήβδην διεφθαρμένους πολιτικούς (και την Βουλή), τους μεγαλο-καρχαρίες, όσους «τα φάγανε» ή τα έπιασαν, γενικά ενάντια σε ό,τι ...κινείται. Κραυγές που ενισχύονται από την χρόνια ατιμωρησία των πάντων. Κραυγές που ζητούν αίμα (μεταφορικά) μέσα από διαδικασίες «παραδειγματικής» τιμωρίας. Ψίθυροι και διαδόσεις που σκοπεύουν, και ίσως αρκούν δυστυχώς, για να κηλιδώσουν υπολήψεις. Όμως η «παραδειγματική» δικαιοσύνη δεν συνιστά δικαιοσύνη, δικαιοσύνη σημαίνει η τιμωρία να είναι αυτή που προβλέπεται, ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο, βασισμένη σε αποδεικτικά στοιχεία, μέσα από αδιάβλητες διαδικασίες που προστατεύουν και το δίκαιο του κατηγορουμένου. Οι δε ψίθυροι οδηγούν σε καταστάσεις σαν αυτές των ρωμαϊκών προγραφών, όπου αρκούσε κάτι να ειπωθεί (χωρίς αποδείξεις) για κάποιον για να τελειώσει εκεί η καριέρα του και πολλές φορές και η ζωή του. Αυτές όμως είναι διαλυτικές καταστάσεις από τις οποίες δεν μένει τίποτα όρθιο, γι αυτό και θεσπίστηκε η αρχή ότι καθένας είναι αθώος μέχρις αποδείξεως του εναντίου. Μία κοινωνία που σέβεται τον εαυτό της οφείλει να σεβαστεί απόλυτα και τις δύο αυτές αρχές, ότι δεν υπάρχει «παραδειγματική δικαιοσύνη» και ότι όλα οφείλουν να αποφασίζονται μέσα από διαφανείς διαδικασίες και με αποδείξεις. Γενικά βρισκόμαστε σε μία δύσκολη συγκυρία (και όσον αφορά αυτό τον τομέα.). Υπερβολική διστακτικότητα στην διερεύνηση και απονομή δικαιοσύνης θα δώσει ώθηση στις γνωστές αμφιβολίες ότι όλα στο τέλος συγκαλύπτονται, όμως και υπερβάλλων ζήλος μπορεί να καταλήξει σε κυνήγι μαγισσών και να δυναμιτίσει την (όποια) διακομματική συναίνεση.

Και μέσα στην φασαρία χάνεται το γεγονός ότι ο ελληνικός έχει δείξει ωριμότητα, ότι έχει κατανοήσει ότι η δύσκολη θέση στην οποία έχουμε περιέλθει είναι προϊόν δικών μας συμπεριφορών και μόνο, και να δεχθεί (παρά τις αντιδράσεις) λύσεις ανήκουστες για τον δυτικό κόσμο. Ίσως (δυστυχώς) αυτές οι λύσεις να ακολουθηθούν και από άλλες χώρες. Όμως η ωριμότητα αυτή του ελληνικού λαού έπρεπε να προβάλλεται περισσότερο και διεθνώς. Και μας κάνει τελικά αισιόδοξους. Νομίζω ότι αυτήν την δύσκολη ώρα επαληθεύεται το κλισέ (δικής μου επινοήσεως) ότι ο ελληνικός λαός είναι στις καλύτερές του όταν δεν υπάρχει πλέον ελπίδα, όταν όλα τα περιθώρια έχουν πλέον εξαντληθεί. (Δυστυχώς κάνουμε ό,τι μπορούμε για να φτάνουμε σε αυτό το «σημείο μηδέν» συμπεριφερόμενοι αυτοκαταστροφικά - βλ. π.χ. εκδίωξη Σημίτη και έλευση Καραμανλή του νεότερου – έτσι, για να αποκτάει και η ζωή λίγο ενδιαφέρον.) Παρ’ όλα’ αυτά, δηλώνω αισιόδοξος. Θα βγούμε πέρα. (Ήδη, η εκτέλεση του προϋπολογισμού πάει πολύ καλά.) Στο κάτω-κάτω της γραφής, η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει! Αυτό δεν είναι σύνθημα για χαλάρωση, είναι σύνθημα για να εντείνουμε τις προσπάθειες στηριζόμενοι στην πεποίθηση ότι μας περιμένει ένα καλύτερο αύριο. Ένα αύριο που εμείς οι ίδιοι φτιάχνουμε.

Wednesday 28 April 2010

ΔΣΑ

«Εδώ πρέπει να προσθέσουμε ότι η ανατροφή ενός ανώτερου στρώματος αυτοτελώς σκεπτόμενων, απτόητων ανθρώπων, που αγωνίζονται για την αλήθεια, θα έπρεπε να γίνεται με περισσότερη φροντίδα απότι ως τώρα, ώστε αυτοί να αναλαμβάνουν την καθοδήγηση των μη αυτοτελών μαζών.»
Σίγκμουντ Φρόυντ, Επίκαιρες Παρατηρήσεις για το πόλεμο και τον θάνατο (μέρος ΙΙΙ: Επιστολή του Φρόυντ προς τον Αϊνστάιν), εκδόσεις Επίκουρος 1998, μτφ. Λευτέρη Αναγνώστου, σ. 76

Στα ΝΕΑ της 22-4-10, στην στήλη ΓΝΩΜΗ, δημοσιεύτηκε ένα άρθρο του κ. Δ. Χ. Παξινού, προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (ΔΣΑ). Η επιστολή, ανάμεσα σε άλλες προέδρων των ΔΣ Θεσσαλονίκης και Πειραιά, φαίνεται ότι γράφτηκε με αφορμή την επιβολή ΦΠΑ στις δικηγορικές υπηρεσίες, ίσως και το επικείμενο άνοιγμα των επαγγελμάτων. Σπεύδω να προσθέσω ότι τον κ. Παξινό δεν γνώριζα ούτε κατ’ όνομα μέχρι να διαβάσω την επιστολή αυτή, δεν έχω δε οποιαδήποτε σχέση ή εκκρεμότητα μαζί του, προσωπική, επαγγελματική ή άλλη, ούτε με τον ΔΣΑ. Αλλά η επιστολή «φωνάζει» να σχολιαστεί για λόγους που θα γίνουν φανεροί στην συνέχεια. Αξίζει να παρατεθεί όλη:

Ο «Τιτανικός» έχει βυθιστεί, η ορχήστρα παιανίζει
«Δύσκολες συγκυρίες, δύσκολοι καιροί, με μία χώρα χρεοκοπημένη κυρίως ηθικά, και γι΄ αυτό τον λόγο η οικονομική ανάκαμψη θα πάρει χρόνια. Αυτή είναι η πραγματικότητα, που αποσιωπάται κυρίως από τους έχοντες και κατέχοντες την εξουσία με επικοινωνιακά (ακόμη) τερτίπια. Παράδειγμα η αποσιώπηση ότι η επιβολή ΦΠΑ στις δικηγορικές υπηρεσίες επιβαρύνει τον πολίτη και καθιστά δυσχερή την πρόσβασή του στη Δικαιοσύνη. Ετσι με δεδομένη τη διάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας, από καταβολής του ελληνικού κράτους, στοχοποιούνται με ευκολία επαγγελματικοί κλάδοι, ως προνομιούχοι έναντι των υπολοίπων. Καθένας με τη σειρά του, μέχρις ότου εξαντληθεί το όλο σύστημα και εμείς μαζί του.

»Η Δικαιοσύνη αρνησιδικεί, ο πολίτης ταλαιπωρείται, ο δικηγόρος χειμάζεται και η κοινωνία αποδομείται.

»Ο εξαγγελθείς διάλογος είναι προσχηματικός, ουδείς γνωρίζει τι και από ποιον τεκταίνεται, υπουργοί αναζητούν παντί τρόπω την καλή τους βαθμολόγηση και η διαφθορά παραμένει η μόνη ακλόνητη. Ο «Τιτανικός» έχει βυθιστεί, η ορχήστρα παιανίζει, αλλά ουδείς το αντιλαμβάνεται γιατί τα σκέπασε όλα ο ωκεανός της σήψης.»


Ερώτημα πρώτον, προς τον/ην αναγνώστη/τρια: Βγάζετε συμπέρασμα; – ο γράφων πάντως δεν βγάζει. Το κείμενο είναι χωρίς ειρμό, χωρίς αρχή, μέση και τέλος, τα δε επί μέρους επιχειρήματά του δεν διαρθρώνονται κατά σαφή τρόπο. Στην ίδια στήλη, δημοσιεύτηκαν επίσης άρθρα των προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Θες/νίκης κ. Λαμτζίδη (αν δεν κάνω λάθος) και Πειραιά (που δεν διάβασα). Το άρθρο του κ. Λαμτζίδη είχε σαφή δομή και ειρμό, στο οποίο, ακόμα και αν διαφωνούσε κανείς, έβλεπε τρία επιχειρήματα, Α, Β, Γ, από τα οποία προέκυπτε το Δ. Τέτοια ανάλυση δεν υπάρχει στο άρθρο του κ. Παξινού. Υπάρχουν ένα-δύο σημεία με τα οποία δύσκολα θα διαφωνήσει κανείς, δηλαδή τα περί αρνησιδικίας, και το ότι η επιβολή ΦΠΑ θα ακριβήνει και δυσχεράνει την προσφυγή στην Δικαιοσύνη. Όμως, υπάρχει πρώτα ο ουσιαστικός αντίλογος, ότι δηλαδή το ίδιο ισχύει και π.χ. με τις ιατρικές υπηρεσίες, η επιβολή ΦΠΑ θα τις ακριβήνει, και ότι πάνω από τον πραγματικό στόχο να έχουμε προσβάσιμες υπηρεσίες υπάρχει και ο γενικότερος στόχος να βάλουμε τάξη στα δημοσιονομικά μας χωρίς συντεχνιακού τύπου εξαιρέσεις. Αλλά το κυρίως επιχείρημα αυτού του σημειώματος είναι ότι αυτά τα δύο σωστά, έστω μερικώς, επιχειρήματα πνίγονται μέσα σε ένα κείμενο χωρίς ειρμό, όπου δεν αποσαφηνίζεται ποιό είναι το αίτιο και ποιό το αιτιατό, τι οδηγεί σε τι, τι «φταίει», και τελικά τι προτάσεις γίνονται. Για την ακρίβεια, δεν γίνονται προτάσεις, οι δικηγόροι δεν έχουν (επισήμως) θέσεις για την αρνησιδικία και το πως θα περιοριστεί. Αυτό (και άλλα) οδηγούν στην εντύπωση ότι το κείμενο δεν είναι παρά μία συντεχνιακού τύπου άμυνα. Και τέλος, θαυμάστε τις ισοπεδωτικές γενικολογίες περί σήψης, διαφθοράς και ηθικής χρεοκοπίας, την έλλειψη θέσεων για το πώς θα βγούμε από αυτό τον φαύλο κύκλο (αν είναι αλήθεια), αλλά κυρίως την έλλειψη κάθε αισιοδοξίας, κάθε αχτίδας βούλησης ότι μπορεί να, και για να, αναστραφεί η κατάσταση. Δηλαδή, στην θολούρα προστίθεται και η απαισιοδοξία, ενώ απαιτείται κυρίως η καλλιέργεια ψηλού ηθικού, η πεποίθηση ότι έχουμε τις δυνάμεις και τις γνώσεις για να αντιστρέψουμε την κατάσταση. Γεννιέται αναπόφευκτα η υποψία ότι όλη αυτή η σύγχυση και απαισιοδοξία καλλιεργούνται σκόπιμα, για να καλύψουν ίσως κάποιες συντεχνιακού τύπου θέσεις των δικηγόρων. Επιδίδεται δηλαδή ο κ. πρόεδρος του ΔΣΑ σε αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε εμπόριο της απελπισίας.

Όλ’ αυτά λέγονται διότι ο πρόεδρος του ΔΣΑ διαφέρει σημαντικά από π.χ. τον πρόεδρο των ηλεκτρολόγων, όποιος κι αν είναι ο πρόεδρος αυτού του συμπαθούς σωματείου. Ντε φάκτο, ο πρόεδρος του ΔΣΑ είναι εξέχον μέλος του νομικού πολιτισμού της χώρας, κάποιος που με ουσιαστικές θέσεις και παρεμβάσεις (ελπίζεται ότι) θα παίξει καταλυτικό ρόλο στο αλληλένδετο μέτωπο διαφάνεια - καταστατική διοίκηση – επιτάχυνση των ρυθμών απονομής δικαιοσύνης. Στέλεχος, εν τέλει, της ιθύνουσας τάξης της χώρας, μαζί με την φωτισμένη πρωτοπορία της πολιτικής, της δημοσιογραφίας, των επιχειρηματιών, των καθηγητών, κλπ, που μπορεί να καθοδηγήσει και ωθήσει την κοινωνία και την χώρα να μπεί σε μία αλλιώτικη πορεία. Αυτό δεν μπορεί βέβαια να γίνει με ασυνάρτητες παρεμβάσεις συντεχνιακού τύπου, που κρύβουν ένα-δύο αληθινούτσικα πράγματα ανάμεσα σε μπόλικη θολούρα, κάνοντας εμπόριο της απελπισίας, και αποφεύγοντας τις ουσιαστικές θέσεις. Κλείνουμε με μία πρόταση πολιτικής: Ο ΔΣΑ και οι άλλοι δικηγορικοί σύλλογοι μετατρέπονται σε νομικό επιμελητήριο, η ανάληψη της ηγεσίας του οποίου απαιτεί εκτός από «σωματειακή δράση» και επιστημονικά διαπιστευτήρια.

ΥΓ: Αυτό το σημείωμα μπορεί να διαβαστεί και σαν νεκρολογία για τον εκλιπόντα καθηγητή συνταγματολόγο Δημήτρη Τσάτσο, ο οποίος υπήρξε ο ακριβής αντίποδας του συγγραφέως του κειμένου που σχολιάζουμε: Εξέχουσα νομική διάνοια που με την δράση του και την γενναιότητά του, και ενάντια στην εξουσία, την αυθεντία και τα άνωθεν παραγγέλματα, στόχευε πάντα στην ανύψωση του γενικότερου επιπέδου της χώρας.

Saturday 6 March 2010

Άγος

Ο Πρόεδρος της Βουλής κ. Φίλιππος Πετσάλνικος υπήρξε κατηγορηματικός. Xαρακτήρισε «άγος του παρελθόντος» τις μονιμοποιήσεις 232 υπαλλήλων της Βουλής και τις χρέωσε στον προκάτοχό του κ. Δ. Σιούφα. Διαβάζουμε αναλυτικά στο ΒΗΜΑ της 5ης Μαρτίου 2010 («Το φρένο στις προσλήψεις δεν ίσχυσε για τη Βουλή»):

«’Άγος του παρελθόντος’ χαρακτήρισε ο Πρόεδρος της Βουλής κ. Φ. Πετσάλνικος τις συνεχιζόμενες μονιμοποιήσεις υπαλλήλων στις υπηρεσίες του Κοινοβουλίου όπου, τους τελευταίους μήνες, προστέθηκαν στο ήδη πολυπληθές και υπεράριθμο προσωπικό άλλα 232 άτομα.
»Οπως εξήγησε ο κ. Πετσάλνικος, πρόκειται για εφαρμογή απόφασης που ελήφθη τον Ιούνιο του 2008 επί προεδρίας του προκατόχου του κ. Δ. Σιούφα και η οποία όριζε ότι αποκτούσαν δικαίωμα μονιμοποίησης όσοι προσελήφθησαν ως τη διάλυση της τελευταίας Βουλής, ως μετακλητοί, στα γραφεία τόσο των κοινοβουλευτικών ομάδων των κομμάτων όσο και των κοινοβουλευτικών αξιωματούχων (μέλη Προεδρείου και αρχηγοί κομμάτων).
»Το «δικαίωμα» αυτό, το οποίο απέκτησαν ακόμη και πρόσωπα που προσελήφθησαν λίγες ημέρες πριν από τις τελευταίες εκλογές, μπορούσαν να το ασκήσουν, υποβάλλοντας απλώς μια αίτηση, ως και τρεις μήνες από την έναρξη της νέας κοινοβουλευτικής περιόδου, δηλαδή ως τις αρχές του περασμένου Ιανουαρίου. Στο πλαίσιο αυτό, τις τελευταίες ημέρες, το Υπηρεσιακό Συμβούλιο της Βουλής εγκρίνει μαζικά σχετικές αιτήσεις που έχουν υποβληθεί, και στις υπηρεσίες εμφανίζονται νέα πρόσωπα που ορκίζονται και αποκτούν την ιδιότητα του μονίμου υπαλλήλου, ανεβάζοντας στα ύψη το ήδη υπεράριθμο προσωπικό.
»Ο κ. Πετσάλνικος δήλωσε αδυναμία να «παγώσει» τις διαδικασίες αυτές, καθώς οι έχοντες το δικαίωμα θα μπορούσαν να προσφύγουν στα διοικητικά δικαστήρια και να δικαιωθούν. Με την ευκαιρία, επανέλαβε τη δέσμευσή του ότι εφεξής όλες οι προσλήψεις μονίμων υπαλλήλων θα γίνουν με τις διαδικασίες του ΑΣΕΠ, αν και εμμέσως παραδέχθηκε ότι θα αργήσει πολύ η εφαρμογή ενός τέτοιου μέτρου λόγω του ήδη πολύ μεγάλου πληθυσμού των υπαλλήλων της Βουλής, που την τελευταία εξαετία υπερδιπλασιάστηκε. «Ισως εμείς χρειαστεί αντί για μία πρόσληψη για κάθε πέντε αποχωρήσεις που ισχύει στο υπόλοιπο Δημόσιο, να πάμε σε κάθε δέκα αποχωρήσεις» σχολίασε ο κ. Πετσάλνικος.»

Δηλαδή, σε απλά ελληνικά: Ο κ. Πετσάλνικος αρνήθηκε (να προσπαθήσει έστω) να παγώσει μία πλήρως ηθικά διάτρητη εξέλιξη. Παρακάμπτοντας οποιαδήποτε διαδικασία στοιχειώδους αξιοκρατίας μέσω ΑΣΕΠ και οποιαδήποτε απόφαση της κυβέρνησης για πάγωμα των προσλήψεων στο Δημόσιο, η Βουλή των Ελλήνων δια του Προέδρου της μονιμοποιεί και νομιμοποιεί οποιοδήποτε αργόσχολο και λαμόγιο, γνήσιο προϊόν του ελληνικού πελατοκεντρικού και ρουσφετολογικού πολιτικού συστήματος, έτυχε να περάσει από την Βουλή για κανα-δυό βδομάδες. Όποιος/α έκανε την βολτίτσα του/ης από την Βουλή τον τελευταίο καιρό, συστημένος/η βεβαίως, τώρα γίνεται εφ’ όρου ζωής δημόσιος υπάλληλος άνευ άλλων διατυπώσεων. Και τι υπάλληλος, έ;, της Βουλής, με τις 16 ολόκληρες μισθάρες. Βεβαίως η διαδικασία αυτή ξεκίνησε επί ημερών κ. Σιούφα, ο οποίος τηρώντας τα ειωθότα όπως και οι προκάτοχοί του κκ. Ψαρούδα-Μπενάκη και Κακλαμάνης βεβαίως, έκανε αφειδώς ρουσφέτια διορίζοντας στην Βουλή, αλλά και ο κ. Πετσάλνικος τιμά το έθιμο. Διότι τα νομικίστικα επιχειρήματα-δικαιολογίες που προβάλλει είναι μάλλον για μικρά παιδιά.

Ας μην παρεξηγηθώ. Ο γράφων είναι ο πρώτος υπέρμαχος των θεσμοθετημένων διαδικασιών και της καταστατικής διακυβέρνησης. Όχι όμως όταν γίνεται δικαιολογία και φύλλο συκής πίσω από το οποίο κρύβονται εξελίξεις ηθικά τόσο μεμπτές. Ο κ. Πετσάλνικος δικαιολογείται πως οι θιγόμενοι θα προσέφευγαν στα δικαστήρια, θα μπορούσε όμως ο ίδιος να προσφύγει στα δικστήρια για να ακυρώσει την απόφαση του προκατόχου του ως μη συνάδουσας με το πνεύμα, αν όχι και το γράμμα, του συντάγματος και των νόμων.

Στο ίδιο άρθρο του Βήματος διαβάζουμε και άλλα ενδιαφέροντα:
«Ο ίδιος [ΣΣ: ο κ. Πετσάλνικος] εξάλλου θεώρησε «εύλογη» την απόσυρση από το υπό περικοπές των υπαλλήλων της Βουλής, με το αιτιολογικό ότι αυτές είναι «θεσμικά ορθότερο» να γίνουν με αποφάσεις του Προέδρου του Κοινοβουλίου που έχουν προαναγγελθεί και οι οποίες προβλέπουν δραστικότερες μειώσεις για τα ειδικά επιδόματα, όπως θεωρούνται ο «15ος» και «16ος» μισθός, που λαμβάνουν οι εργαζόμενοι στη Βουλή στην αρχή και στο τέλος κάθε κοινοβουλευτικής συνόδου.»

Βεβαίως. Το «θεσμικά ορθόν» είναι να αποφασίζει η ίδια η Βουλή (και γιατί όχι το κάθε Υπουργείο, δημόσιο φορέας, κλπ. ξεχωριστά;) για το πόσο θα αμειφθεί το υπαλληλικό της προσωπικό. Για να λάβει και θεσμική κατοχύρωση και η βασική αρχή της ρουσφετολογικής δημοκρατίας «Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει». Τώρα άλλωστε γίνεται αντιληπτό και γιατί ο κ. Πετσάλνικος πρότεινε – αναπληρώνοντας προφανώς τον Υπουργό Οικονομικών, «θεσμικά» πάντα – την δημιουργία Ταμείου βοήθειας εκ μέρους του απόδημου ελληνισμού (με κίνδυνο μίας ακόμα γελοιοποίησης της χώρας αν το εγχείρημα αποτύχει). Για να μπορεί η Βουλή να διορίζει ανενόχλητη εκπληρώνοντας τα ρουσφετολογικά της καθήκοντα, και να απονέμει 16 μισθούς εν αναμονή της «προαναγγελθείσας» μείωσής τους.

Όποιον και όποιαν αγωνιά για την τύχη και το μέλλον της Ελλάδας οι παραπάνω ειδήσεις τον/ην ρίχνουν σε βαθιά απογοήτευση, πραγματική κατάθλιψη. Την ίδια στιγμή που ο πρωθυπουργός περιγράφει με τον πιο επίσημο τρόπο (στο Υπουργικό Συμβούλιο, κοινοβουλευτική ομάδα, Πρόεδρο της Δημοκρατίας, αλλά και αναρίθμητες συνεντεύξεις, κλπ.) και με τα πιο μελανά χρώματα (βουλιάζουμε, εθνικός κίνδυνος, κατάσταση έκτακτης ανάγκης, κλπ) την κατάσταση της χώρας, και καλεί σε πανστρατιά για να καταπολεμηθεί και ξεριζωθεί η ρεμούλα και διαφθορά, την ίδια στιγμή Πρόεδρος της Βουλής, υψηλός πολιτειακός παράγων (το νο. 3 πολιτειακά), μέλος του στενού ηγετικού πυρήνα του ΠΑΣΟΚ και γέφυρά του με τους βουλευτές και την κοινωνία, ο «διπλανός» του Γιώργου Παπανδρέου, συμπεριφέρεται ως κομματάρχης παλαιάς κοπής. Η ελληνική κοινωνία καλείται, και σωστά, να κάνει θυσίες τέτοιας κλίμακας που δεν έχουμε ξαναδεί όμοιά της, αλλά και διαχειρίσιμης υπό κάποιες προϋποθέσεις. Οι βασικές προϋποθέσεις είναι η λιτότητα να γίνει οργανωμένα και με σχέδιο, με συλλογικότητα και καθολικότητα, κοινωνική δικαιοσύνη, και με απαρέγκλιτη εφαρμογή των κανόνων για όλους. Εάν την ίδια στιγμή που αποφασίζεις μειώσεις αποδοχών διορίζεις (ή έστω συναινείς σε διορισμούς) από το παράθυρο, πώς θα πείσεις την κοινωνία να αποδεχθεί την νέα κατάσταση; Είναι μεγάλος και πραγματικός ο κίνδυνος, όπως λέω στο προηγούμενο σημείωμα, η κατάσταση να ξεφύγει εάν η κοινωνία αντιληφθεί ότι η προσπάθεια δεν γίνεται στην βάση των παραπάνω. Εκτός αυτού, απαιτείται να προχωρήσουμε σε ένα πραγματικά νέο μοντέλο δημόσιου τομέα εάν θέλουμε να διατηρούμε ελπίδες ότι τα δημοσιονομικά θα ξαναμπούν σε μία σειρά και ότι η χώρα θα ξαναμπεί σε τροχιά μακροπρόθεσμης ανάπτυξης και ευημερίας. Το μέγα ζητούμενο λοιπόν είναι η μυαλωμένη, ενιαία και στιβαρή ηγετική ομάδα που θα αναλάβει, και με προσωπικό ίσως κόστος, να «κατεβάσει» αυτά τα μηνύματα και τις δύσκολες αλήθειες στην κοινωνία. Το χρέος όλων είναι απέναντι στον τόπο και την ιστορία, και όχι σε μικρο-ομάδες συμφερόντων. Τα μικρο-επιχειρήματα είναι για τώρα, όμως τα «διαμάντια» του τραγουδιού (και τα άγη) είναι για πάντα.

Ας κλείσουμε όμως με την αισιοδοξία που χαρίζει η βούληση (αν όχι η γνώση). Δύο προτάσεις προς νομοθέτηση:
- Με νόμο αλλά και αργότερα θεσπίζεται η αρχή πως οι προσλήψεις και μισθοδοσία του προσωπικού της Βουλής υπάγεται στους ίδιους κανόνες, διαδικασίες, αποφάσεις, αξιολόγηση, κλπ. όπως και για τους υπόλοιπους δημοσίους υπαλλήλους. Το Προεδρείο της Βουλής δεν έχει καμμία αρμοιότητα πάνω σε αυτά τα ζητήματα. Έτσι θα ελαφρώσουμε και τους καημένους τους Προέδρους που έχουν τόσο φόρτο εργασίας που δεν προλαβαίνουν να σκεφτούν ενδελεχώς κάθε υπογραφή που βάζουν.
- Θεσπίζεται η άρση του αμετακίνητου για το υπαλληλικό προσωπικό της Βουλής (όπως και για όλο το δημοσιο-υπαλληλικό προσωπικό). Έτσι, το προσωπικό της Βουλής που πλεονάζει, σύμφωνα με την παραδοχή του ίδιου του Προέδρου, μετακινείται σε άλλες υπηρεσίες που πάσχουν από ελλείψεις. Μπήκαν που μπήκαν τόσοι «πρόθυμοι» για δουλειά, ας πάνε τουλάχιστον να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους εκεί που πραγματικά χρειάζονται.

Tuesday 2 March 2010

Ελληνική οικονομία 2010

Μην βροντοχτυπάς τα ζάρια,
‘οσοι είναι παλληκάρια
την ζωή τους την περνούν στις σκαλωσιές.
[Μάνου Λοΐζου – Λευτέρη Παπαδόπουλου]


Όπως λέμε ώρα μηδέν. Ή, για να χρησιμοποιήσουμε ένα άλλο κλισέ, η Ελληνική οικονομία αυτή την στιγμή μοιάζει με τον Τιτανικό που έχει δει το παγόβουνο αλλά δεν μπορεί πλέον να κάνει τίποτα για να το αποφύγει. Θα βαδίζαμε αδήριτα προς πτώχευση αν δεν υπήρχε η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία, για να προστατέψει το οικοδόμημα του ευρώ, θα παράσχει χαμηλότοκο δάνειο και εγγυήσεις ύψους 22 δισ. ευρώ – αυτές τις μέρες διαφάνηκε το περίγραμμα του σχεδίου που μάλλον θα ανακοινωθεί επίσημα κατά το προσεχές ταξίδι του Γιώργου Παπανδρέου στο Βερολίνο (5/3). Για λόγους προστασίας του ευρωπαϊκού γοήτρου, η λύση δεν θα περνάει από το ΔΝΤ, ενώ και το ενδεχόμενο πτώχευσης δείχνει, ευτυχώς, ευτυχέστατα, να αποτρέπεται.

Αλλά ας μην γελιόμαστε. Ακόμα κι αν όλα εξομαλυνθούν από εδώ και πέρα, ας μην κάνουμε ότι δεν συνέβη τίποτα. Το ευρωπαϊκό «ξελάσπωμα», χωρίς το οποίο η προσφυγή στο ΔΝΤ ή η πτώχευση θα ήταν αναπόφευκτες, έρχεται υπό σοβαρές προϋποθέσεις. Ουσιαστικά, ένα μεγάλο κομμάτι της οικονομικής μας πολιτικής, και ευρύτερα της εθνικής μας κυριαρχίας, εκχωρείται στην Ευρώπη για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα. Αυτά, χωρίς να υπολογισθεί το πλήγμα στην εθνική αξιοπρέπεια και και το εθνικό γόητρο. Ο ιστορικός του μέλλοντος θα πει πώς φτάσαμε ώς εδώ. Από την καταστροφική διακυβέρνηση Καραμανλή, τις αστοχίες της ελληνικής κοινωνίας που αυτή κρύβει πίσω της και συνοψίζει, την μοιραία ανεμελιά της μέσα στην ουσιαστική έλλειψη καθοδήγησης, τις σοβαρές αδυναμίες του πολιτικού προσωπικού που μέσα στην άγνοια και στον λαϊκισμό τους φουσκώνουν τον λαό με επιχειρήματα-παπούτσια, την συνολική ανοησία (με φωτεινές εξαιρέσεις) των μίντια και ειδικά της παραθυρο-τηλεόρασης, και την εκτός τόπου και χρόνου (γενικά, αλλά και με φωτεινές εξαιρέσεις) αριστερά, όλα αυτά έχουν γραφεί επανειλλημένα, αλλά και θα μας γίνουν ψωμοτύρι από εδώ και μπρός. (Παρενθετικά, μου έρχεται μία εικόνα από το μέλλον. Ο ελληνικός λαός ανάβει ένα κεράκι στο εικόνισμα του Αη-Σημίτη, και δακρυσμένος και γονυπετής κάνει μετάνοιες, λέγοντας ανάμεσα στα αναφυλλητά του: Κώστα μου εσύ ήθελες να κάνεις το ρωμέικο κράτος αλλά που να σε ακούσω εγώ ο αμαρτωλός, με σένα θα ήμασταν μία χώρα σε ανοδική πορεία κι όχι οι πρώτοι επίδοξοι μπατίρηδες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Κώστα μου-ου-ου-ου-ου....)

Επιπλέον, τίποτα δεν έχει ακόμα συνολικά κριθεί και τελειώσει. Όλα ακόμα παίζονται (ένα ακόμα κλισέ). Και αυτό γιατί υπάρχει έλλειψη οργάνωσης, συντονισμού, και δυστοκία εφαρμογής των εξαγγελιών. Η κυβέρνηση Παπανδρέου και ο ίδιος ο πρωθυπουργός «έξω πάει καλά» αλλά μέσα μάλλον «δεν τραβάει». Παρά τις αποδεδειγμένα καλές προθέσεις, την εντιμότητα, ήθος, γενναιότητα, και νεωτεριστική διάθεση όλης της κυβέρνησης και ειδικά του Γιώργου Παπανδρέου, και την σκληρή δουλειά όλων, μετά από πέντε μήνες κυβερνητικής θητείας, τα προβλήματα παύουν πλέον να χαρακτηρίζονται ως ασθένειες της παιδικής ηλικίας και περιγράφονται ως σοβαρές αδυναμίες οργάνωσης και διοίκησης. Δεν θα ήθελα να κάθομαι σε κυβερνητική καρέκλα αυτή την ώρα, η κριτική απ’ έξω είναι πάντα εύκολη, αλλά δεν μπορούν να μην γίνουν κάποιες βασικές επισημάνσεις: Τώρα πιά φαίνεται πως μέσα στην άψη του προεκλογικού αγώνα (απέναντι σε μία ολέθρια κυβέρνηση Καραμανλή, μην ξεχνάμε), παραμελήθηκε η ουσιαστική προετοιμασία απέναντι σε μία πολύ δύσκολη, είναι αλήθεια, πραγματικότητα. (Παρενθετικά, τι το ήθελες βρε Γιώργο – και με συγχωρείς και για την οικειότητα – εκείνο το προεκλογικό «υπάρχουνε λεφτά» που θα σε κατατρύχει ως τις Ηράκλειες Στήλες, δεν διάβαζες τουλάχιστον αυτό εδώ το μπλογκ που προειδοποιούσε μήνες πριν - π.χ. 9/6/09 - να μην πεις πράγματα που θα σου δέσουν τα χέρια την «επόμενη μέρα»;) Όσον αφορά την οικονομική πολιτική, πολλά σημάδια (με φωτεινές εξαιρέσεις σε διάφορα υπουργεία) μαρτυρούν πλήρη έλλειψη κανόνων και καταστατικών αρχών λειτουργίας της κυβέρνησης, ασάφεια αρμοδιοτήτων, διαβούλευση έως σημείου παράλυσης, διάφορους ενάρετους που βρίσκονται σε ελεύθερη τροχιά (σύγκρουσης;) ως ηλεκτρόνια που τα δεσμεύει μόνο η προσωπική τους σχέση με τον πρωθυπουργό, απελπιστική αργοπορία στην στελέχωση της δημόσιας διοίκησης με πολιτικό προσωπικό, μία κρατική μηχανή σε αυτόματο πιλότο σε μία χώρα όπου αποδεδειγμένα η κρατική μηχανή ΔΕΝ μπορεί να λειτουργήσει με αυτόματο πιλότο (απλώς παραλύει, όπως δείχνει να κάνει και τώρα), και με τελικό αποτέλεσμα την σοβαρή αδυναμία εφαρμογής των εξαγγελιών και των διαφόρων μέτρων. Εξ ού και το οργίλο (και απαράδεκτο – υπήρξε άραγε επίσημη διαμαρτυρία;) ύφος του επικεφαλής των Ευρωπαίων ελεγκτών που διαμήνυσε πως τελείωσε η ώρα για δράσεις προθέσεων και ήρθε η ώρα για δράσεις εφαρμογής. Τι εφαρμογή όμως, με μία παράλυτη κρατική μηχανή, με διοικητές κλπ. ως επί το πλείστον της παλαιάς «κατάστασης» (κανένα πρόβλημα με αυτό αν ήταν αξιοκρατικά διορισμένοι και αν τους είχε δοθεί η εντολή άσκησης έργου, και όχι εντολή «αναμείνατε»), με υπηρεσιακά συμβούλια που έχουν μήνες να συνέλθουν, με έναν Πρωθυπουργό εν τέλει κυρίως «ιπτάμενο» που συγκαλεί μόνο «άτυπα» υπουργικά συμβούλια-σούπες απροσδιόριστης σύνθεσης και αποφασιστικής αρμοδιότητας; Κάθε πότε καλεί τους υπουργούς ο πρωθυπουργός σε διμερή συνεργασία, κατά πόσο γνωρίζει πού βρίσκονται τα θέματα του κάθε υπουργείου; Βεβαίως κάποια ταξίδια είναι πολύ σημαντικά και τα μεγάλα θέματα, της οικονομίας ιδιαίτερα, κρίνονται και σε κορυφαίο πολιτικά επίπεδο, αλλά «χόρευε κυρά Σουσού κι έχε κι έννοια πίσω σου». Ο Πρωθυπουργός συνομιλεί με τους Ευρωπαίους και άλλους ηγέτες, αλλά δεν μπορεί να αφήνει και την χώρα να παραλύει. Και δεν μπορεί να μοιάζει περισσότερο με Υπουργό Εξωτερικών παρά με πρωθυπουργό (κι ας είναι και ΥΠΕΞ) - οι ρόλοι είναι διαφορετικοί. Είναι επιτακτική ανάγκη να διορθωθούν άμεσα και δραστικά αυτές οι αδυναμίες και αρρυθμίες για να μπορέσει η χώρα να προχωρήσει αποτελεσματικά στον δρόμο της ανασυγκρότησης. Δεν είναι σχήμα λόγου – είναι χρέος απέναντι στην ιστορία.

Και στις αδυναμίες αυτές πρέπει βεβαίως να προστεθούν μία αξιωματική αντιπολίτευση που φροντίζει περισσότερο να διατηρήσει τις εσωκομματικές ισορροπίες παρά να πει κάτι ουσιαστικό για την χώρα. Πρέπει να προστεθούν διάφορες αποπροσανατολιστικές φωνές που τα βάζουν με τους τραπεζίτες, τους κερδοσκόπους, τους Γερμανούς, και τους κάθε λογής λαιστρυγόνες και κύκλωπες που στήνουν εμπρός τους (για να θυμηθούμε και τον ποιητή). Ασφαλώς ο καζινο-καπιταλισμός χρειάζεται αναμόρφωση, και η αρχιτεκτονική της Ευρώπης είναι αδύναμη, όμως αυτά τα ζητήματα είναι εκτός θέματος για εμάς, εφόσον φτάσαμε (με δική μας αποκλειστικά υπαιτιότητα) στο χείλος του γκρεμού δεν μπορούμε να παραπονιόμαστε ότι το έδαφος εκεί γλιστράει. Η πικρή αλήθεια είναι, ο εχθρός βρίσκεται εντός των τειχών, εμείς οι ίδιοι θέλουμε πάνω απ’ όλα αναμόρφωση. Πρέπει τέλος να προστεθεί και μία αριστερά που θεωρεί πως «είναι γνωστό τι σκοπεύει να κάνει η κυβέρνηση με πρόσχημα τα ελλείμματα και το χρέος, προκειμένου να προχωρήσουν τα πιο βάρβαρα αντιλαϊκά μέτρα που έχουμε γνωρίσει τα τελευταία χρόνια» (από δήλωση του ΚΚΕ, ΤΟ ΒΗΜΑ, Τρίτη 2 Μαρτίου 2010). Προσέξτε: με πρόσχημα, δηλαδή δεν πρόκειται για πραγματικό πρόβλημα, τα ελλείμματα και το χρέος είναι ένα φοβιστικό παραμύθι, ένας φανταστικός μπαμπούλας. Οι πάντες δε, με τους συνδικαλιστές προεξάρχοντες, βαφτίζουν τα δανεικά "κεκτημένα".

Οι κοινωνίες και οι λαοί δεν μπορούν να πάνε μπροστά με άγνοια, ούτε με μετάθεση ευθυνών. Υπό την καθοδήγηση και ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, «σαν έτοιμη από καιρό, σαν θαρραλέα» (γειά σου Καβάφη), με νηφαλιότητα, η ελληνική κοινωνία οδηγείται να λάβει τις απαιτούμενες αποφάσεις, να αλλάξει συμπεριφορές και να αποδεχθεί τις απαραίτητες αλλαγές που θα βάλουν την οικονομία σε νέες βάσεις ώστε να ξεπεραστούν οι σημερινές δυσκολίες και να εξασφαλιστεί η ευημερία σε βάθος χρόνου. Οι απαιτούμενες αλλαγές ασφαλώς θα είναι επώδυνες. Ο γράφων μπορεί να υιοθετεί «σκληρές» απόψεις για να αντιμετωπιστεί η κρίση διότι έτσι (θεωρεί πως) επιβάλλει το συλλογικό, μακροπρόθεσμο συμφέρον, είναι όμως και αρκετά μέσα σε αυτό τον κόσμο ώστε να αντιλαμβάνεται το κόστος της προσαρμογής. Μάλιστα, σε αντίθεση με την αφελή αριστερά των κάθετων διαχωριστικών γραμμών («την κρίση να την πληρώσουν αυτοί που τα φάγανε», κλπ) ο γράφων (όπως και όλοι μας) αντιλαμβάνεται ότι το κόστος της προσαρμογής θα είναι παντού οδυνηρό, σε όποιο σημείο της κατανομής εισοδήματος μπορεί να βρίσκεται κανείς. Κι αυτό γιατί όλοι έχουμε συνηθίσει σε έναν τρόπο ζωής από τον οποίο θα δυσκολευτούμε να κάνουμε πίσω. Και βέβαια, το κόστος θα είναι μεγαλύτερο στα ασθενέστερα στρώματα, όπου πράγματι γίνεται πολύς αγώνας ώστε να εξασφαλιστεί ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης. Εν κατακλείδι, δεν υπάρχει αμφιβολία πως αντιμετωπίζουμε μία μακρά περίοδο, ίσως δεκαετία, οδυνηρών προσαρμογών και ισχνών αγελάδων. Αλλά πρέπει να γίνει σαφές ότι αυτό που προξενεί τις δυσκολίες είναι τα ίδια τα προβλήματα, και όχι η λύση τους. Από τον κακοφορμισμό των προβλημάτων δεν θα προέλθει τίποτα καλό για το συλλογικό, λαϊκό συμφέρον (ιδαίτερα των ασθενέστερων), η σύμφωνη με το λαϊκό συμφέρον στρατηγική είναι να δούμε τα προβλήματα κατάματα και να τα αντιμετωπίσουμε.

‘Ομως: Ο γράφων ακράδαντα πιστεύει (κι έχει ξαναγράψει) πως η Ελλάδα έχει τις απαιτούμενες υλικές και ηθικές δυνάμεις και αντοχές για να ανταπεξέλθει στις δυσκολίες. Είμαστε μία πλούσια χώρα, στις 20—25 πλουσιότερες του πλανήτη, με ένα γενικό επίπεδο ζωής που για το 90% της ανθρωπότητας πρέπει να φαντάζει ως ασύλληπτο όνειρο. Κι όχι μόνο για το μακρινό υπόλοιπο της ανθρωπότητας, αλλά και για την Ελλάδα μέχρι πριν δύο ή τρεις γενιές, για τους παππούδες μας, ακόμα σε πολλές περιπτώσεις και τους πατεράδες μας στην νεαρή τους ηλικία. Όλοι αυτοί, οι Έλληνες π.χ. της δεκαετίας του 50, θα έμεναν με ανοιχτό το στόμα εάν έβλεπαν το επίπεδο ευημερίας της σημερινής Ελλάδας, και θα έξυναν το κεφάλι τους με αμηχανία εάν έβλεπαν πως η σημερινή Ελλάδα δυσκολεύεται στα αυτονόητα ενώ τα βασικά δεν απειλούνται (δεν θα πεινάσουμε κιόλας!) και προτιμά να διασύρεται λόγω απραξίας. Υπάρχουν λοιπόν και οι ηθικές δυνάμεις, η αισιοδοξία, η αλληλεγγύη, η διάθεση σκληρής δουλειάς και προσφοράς στο σύνολο. Υπάρχουν βεβαίως και αρνητικά συναισθήματα, αλλά τα θετικά σαφώς υπερτερούν. Η Ελλάδα έχει περάσει πολύ μεγαλύτερες δυσκολίες σε διάφορες άλλες εποχές και δεν λύγισε, δεν βλέπω γιατί θα λυγίσει σήμερα. Δεν θα «ματώσει» η Ελλάδα ούτε η δημοκρατία θα απειληθεί όπως γράφεται, ούτε κοινωνικές αναστατώσες που δεν μπορούμε να διαχειριστούμε θα υπάρξουν, η ελληνική κοινωνία έχει τις δυνάμεις να αντέξει τις δυσκολίες που αναμφίβολα έρχονται. Οι κίνδυνοι για όλα τα παραπάνω αυξάνουν όσο τα προβλήματα βαθαίνουν από την απραξία. Ο δε βασικός χαμένος της όλης ιστορίας είναι οι μελλοντικές γενιές (νέοι αλλά και αγέννητοι), που έχουν και την μικρότερη δυνατότητα επηρεασμού των εξελίξεων.

Για να το δούμε αλλιώς, εάν είχαμε όλοι τα ίδια, και η χώρα μας, δια των κυβερνώντων, μας ζητούσε μία θυσία (από όλους) της τάξης του 5-10%, υπάρχει κανείς που θα αρνιόταν ή δεν θα τα έβγαζε πέρα; Και βέβαια όχι! Πού λοιπόν αρχίζουν οι δυσκολίες; Στο ότι δεν έχουμε όλοι τα ίδια, άρα πρέπει να πληρώσει «ο άλλος», ότι εγώ φοβάμαι ότι εσύ δεν θα πληρώσεις άρα εγώ είμαι το κορόιδο, πράγμα που εμέ τον φιλότιμο πλην ανασφαλή έλληνα με πανικοβάλλει αφάνταστα, κλπ. Γι αυτό, έχω ξαναγράψει και δεν θα κουραστώ να το λέω, οποιαδήποτε προσπάθεια πρέπει να χαρακτηρίζεται από οργανωμένο και συνολικό σχέδιο (για να έχουμε εμπιστοσύνη ότι οι θυσίες θα πιάσουν τελικά τόπο), συλλογικότητα και καθολικότητα, και κοινωνική δικαιοσύνη (έτσι ώστε να αναιρούνται στον μέγιστο βαθμό οι παραπάνω δυσκολίες).

Πως ιεραρχούνται τα προβλήματα, και ποιές δράσεις πρέπει να αναληφθούν; Πάγια πεποίθηση του γράφοντος είναι ότι η ελληνική οικονομία/κοινωνία (δεν μπορούν να ξεχωρισθούν τα δύο) αντιμετωπίζει τριών λογιών αλληλένδετα προβλήματα:

- Έναν δημόσιο τομέα που χρειάζεται επιτακτικά εκ βάθρων ανακαίνιση στην κατεύθυνση της χρηστής και καταστατικής διοίκησης. Σύμπτωμα του προβληματικού δημοσίου τομέα είναι βεβαίως η πολύ γνωστή πια δημοσιονομική κρίση. Ο δημόσιος τομέας πρέπει να ανασυσταθεί στην βάση τεσσάρων αρχών: Πρώτον, σχέσης κόστους-οφέλους: μελετάς ποιά δράση ή υπηρεσία θέλεις να προσφέρεις ως κράτος/κυβέρνηση, και αν την αποφασίσεις, την υπηρετείς με το μίνιμουμ πόρων. Π.χ., αποφασίζεις ότι θέλεις την τάδε υπηρεσία (π.χ. Περιφέρεια), τότε την στελεχώνεις με το ανάλογο δυναμικό που έχουν υπηρεσίες ανάλογου φόρτου εργασίας. Και την κοστολογείς εκ των προτέρων για να δεις αν «βγαίνει». Αυτά όλα δεν σημαίνουν τσεκούρι στις δημόσιες υπηρεσίες, σημαίνουν όμως πειθαρχία, ρεαλιστική κοστολόγηση νέων δράσεων, και ομογενοποίηση ανάμεσα σε υπηρεσίες ως προς την σχέση ανθρώπινου δυναμικού που απασχολούν προς έργο που προσφέρουν. Δεύτερον, κουλτούρα διαφάνειας και απολογισμού σε όλες τις δημόσιες υπηρεσίες με τήρηση βιβλίων, ελέγχους και δεσμευτικούς προϋπολογισμούς, ιδαίτερα σε νομικά πρόσωπα με κάποια αυτονομία από την κεντρική διοίκηση (τοπική αυτοδιοίκηση, ΔΕΚΟ, νοσοκομεία, ανεξάρτητες αρχές). Σε όλες αυτές τις υπηρεσίες, οι δράσεις εξασφαλίζονται με τους τακτικούς προϋπολογισμούς και με έκτακτα κονδύλια που εξασφαλίζονται από την κεντρική διοίκηση για την αντιμετώποιση εκτάκτων αναγκών στην βάση ενδελεχούς μελέτης και διαγωνισμού (π.χ., διατίθενται τόσα κονδύλια για την ανάπτυξη υποδομών στις περιφέρειες, τα παίρνει όποιος δικαιολογήσει καλύτερα την ανάγκη τους και την δυνατότητα καλύτερης χρησιμοποίησής τους – όπως δηλαδή παίρνουμε κονδύλια από την Ευρώπη). Νόμος επιτάσσει τους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, διοικητές κλπ. αντιμετωπίζουν ποινικές διώξεις σε περίπτωση ελλειμμάτων. Τρίτον, κουλτούρα υπηρέτη του δημοσίου συμφέροντος ανάμεσα στους δημοσίους υπαλλήλους. Υπάρχουν πάρα πολλοί καλοί και φιλότιμοι δημόσιοι υπάλληλοι, δυστυχώς όμως πληθαίνουν οι ενδείξεις (με την ευθύνη και άνωθεν) πως η λούφα είναι και καθεστώς και πρωτάθλημα (ο πιο «μάγκας» λουφάρει πιο πολύ). Μαγκιά δεν είναι η λούφα, είναι η δημόσια και κοινωνική προσφορά, και ο/η δημόσιος υπάλληλος οφείλει να δικαιολογεί τους πόρους που παίρνει από το υστέρημα του ελληνικού λαού με την απόδοση ανάλογου έργου. Η Υπηρεσία βοηθάει σε αυτό με την διαρκή αξιολόγηση, την διαβίου επιμόρφωση με σεμινάρια, κλπ, και την αξιοκρατική προαγωγή και μισθολογική διαφοροποίηση. Ο μισθός διαμορφώνεται ανάλογα με τα προσόντα και την δουλειά, αλλά φαινόμενα τύπου γκόλντεν μπόυς αποφεύγονται με την λογική βιογραφικού και την λογική ότι η αμοιβή στελεχών είναι ανάλογη (όχι ίση) της προτέρας αμοιβής στον δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα. Φυσικά, δεν χρειάζεται να επιστήσουμε προσοχή στην διαφθορά στο δημόσιο που καταπολεμείται αμείλικτα. Οι ανώτατοι δημόσιοι υπάλληλοι είναι απόφοιτοι (και) της Σχολής Δημόσιας Διοίκησης, ενώ ενθαρρύνεται η όσμωση μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα σε αυτό το επίπεδο (στελέχη του ιδιωτικού ή πανεπιστημιακού τομέα μπορούν να αναλαμβάνουν διευθυντικές θέσεις στο δημόσιο). Θεσπίζονται οι θέσεις υφυπουργών β’ που αντικαθιστούν τους σημερινούς γενικούς/ειδικούς γραμματείς, και τις οποίες αναλαμβάνουν είτε ανώτατοι δημόσιοι υπάλληλοι επί θητεία είτε στελέχη του ιδιωτικού τομέα με λογική βιογραφικού - όπως ξεκίνησε να γίνεται με την παρούσα κυβέρνηση. Τέταρτον, τροπολογία στο Σύνταγμα θεσπίζει την αρχή ότι ο κρατικός προϋπολογισμός, που ενσωματώνει κι συνοψίζει όλους τους επί μέρους προϋπολογισμούς των λογής δημοσίων φορέων, πρέπει να είναι ισοσκελισμένος, με δύο επιμέρους εξαιρέσει ή προσαρμογές. Η πρώτη είναι η εξαίρεση των δημοσίων επενδύσεων και εν μέρει ίσως της παιδείας, που αποδίδουν μακροπρόθεσμα άρα δεν μπορούν να ενταχθούν σε βραχυπρόθεσμη λογική, και δεύτερον με την εξαίρεση της επίπτωσης των κυκλικών διακυμάνσεων, δηλαδή ο προϋπολογισμός πρέπει να ισοσκελίζεται στην ολοκλήρωση του οικονομικού κύκλου. Αλλά η βασική αρχή είναι ότι δεν μπορούμε να φορτώνουμε τις μελλοντικές γενιές με την καλοπέραση την δική μας, ούτε επιτρέπεται να σπαταλάμε τους πόρους της χώρας σε τόκους.

- Μία αναιμική, εσωστρεφή οικονομία χαμηλής κεφαλαιοποίησης, παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας, και χαμηλής ποιότητας και προστιθέμενης αξίας προϊόντων, προσανατολισμένης κυρίως σε υπηρεσίες, με ψηλό βαθμό αλληλοακύρωσης των δραστηριοτήτων (π.χ. διαφθορά) είτε αλληλοεπικαλύψεων, κλπ. Σε όλα αυτά, ας προστεθούν και οι προκλήσεις από τις απαραίτητες περιβαλλοντικές προσαρμογές. Έχω γράψει αλλού πιο πολλά. Συνοπτικά, απαιτείται η αναίρεση των παραπάνω αδυναμιών, η αναδιάρθρωση της οικονομίας με λιγότερη κατανάλωση και μεγαλύτερη παραγωγή, αύξηση των αποταμιεύσεων και επενδύσεων, διαρκής αναβάθμιση του τεχνολογικού και ανθρώπινου δυναμικού, περισσότερος προσανατολισμός σε προϊόντα (βιομηχανία, γεωργία) και ειδικά υψηλής ποιότητας και ανταγωνιστικότητας, εξωστρέφεια, έτσι ώστε να υποστηριχθούν τα εισοδήματα και η απασχόληση σε βάθος χρόνου. Πράσινη ανάπτυξη, υψηλής ποιότητας τουρισμός και γεωργία, υποδομές είναι οι αιχμές και προτεραιότητες.

- Προϊούσα ανισοκατανομή του εισοδήματος και πλούτου. Αυτό, το μη αποκλειστικά ελληνικό, φαινόμενο (μάλιστα, η Ελλάδα ίσως έχει από τις μικρότερες ανισοκατανομές στην Ευρώπη) δεν έχει νομίζω τύχει επαρκούς διερεύνησης στην διεθνή βιβλιογραφία. Δεν υπάρχει συμφωνία εάν η προϊούσα ανισοκατανομή οφείλεται στην τεχνολογία (που ενθαρρύνει το ο «νικητής τα παίρνει όλα», π.χ. θα πάρω το δίσκο του καλύτερου τραγουδιστή ενώ κάποτε που δεν υπήρχαν δίσκοι θα πήγαινα να ακούσω τον τοπικό, είτε ευνοεί τους μισθούς της ειδικευμένης εργασίας ενώ συμπιέζει τους μισθούς της ανειδίκευτης), την μετανάστευση (που πιέζει τα χαμηλά εισοδήματα προς τα κάτω ενώ οφελεί όσους βάζουν τους χαμηλόμισθους μετανάστες στην δούλεψή τους), την γενικότερη παγκοσμιοποίηση (που ευνοεί την φυγή κεφαλαίων προς παραδείσους χαμηλότερου κόστους και φορολογίας), είτε πολιτικούς παράγοντες (π.χ. παρακμή των εργατικών συνδικάτων διεθνώς) και άλλες πολιτικές (νεοφιλελευθερισμός, στην Ελλάδα οι πολιτικές των κυβερνήσεων Καραμανλή). Όπως και νάχει το πράγμα, το φαινόμενο είναι δύσκολο να αντιμετωπιστεί και μάλιστα τώρα που απαιτούνται τέτοιες προσαρμογές ενώ το ταμείον είναι μείον.

Αντίθετα, για τους λόγους που περγράφηκαν πιο πάνω αλλά και άλλους, το θέμα των κοινωνικών ανισοτήτων και της κοινωνικής δικαιοσύνης είναι κεφαλαιώδους σημασίας. Από εδώ νομίζω θα κριθεί και τι βαθμού θα είναι οι κοινωνικοί τριγμοί. Η ελληνική κοινωνία αυτή την ώρα μοιάζει σε μεγάλο βαθμό να αντιλαμβάνεται την κρισιμότητα της κατάστασης και να αποδέχεται την ανάγκη για «σκληρό ροκ» προσαρμογής. Όμως ο βαθμός αποδοχής στην πράξη θα κριθεί στην πορεία, και με βασικό κριτήριο, πιστεύω τον βαθμό κοινωνικής δικαιοσύνης που θα χαρακτηρίζει την προσαρμογή στην πράξη, όχι στην εξαγγελία. Εδώ υπάρχει βασικό πρόβλημα, πιστεύω, το πρόβλημα που αποτέλεσε το κίνητρο για να γράψω αυτό το κομμάτι. Μέχρι στιγμής, από όλες τις εξαγγελίες, αυτό που έχει υλοποιηθεί είναι η αύξηση των εμμέσων φόρων στα καύσιμα, ποτά και τσιγάρα, ενώ επίκειται και αύξηση του ΦΠΑ που είναι ίσως το καλύτερο μέτρο άμεσης απόδοσης εσόδων. Όλοι γνωρίζουμε ότι οι έμμεσοι αυτοί φόροι πλήττουν αναλογικά περισσότερο τους ασθενέστερους, ενώ θα δώσουν ώθηση στην ακρίβεια που επίσης πλήττει τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα. Το περίφημο φορολογικό νομοσχέδιο που θα πατάξει την φοροδιαφυγή ...αναμένεται, ενώ η παράλυση που κατά τα φαινόμενα χαρκτηρίζει τις ΔΟΥ του Υπ. Οικονομικών δεν δημιουργεί και μεγάλη αισιοδοξία ότι η φοροδιαφυγή θα καταπολεμηθεί σε κανένα ουσιαστικό βαθμό. Έτσι, κινδυνεύουμε την κρίση να την πληρώσουν οι ...συνήθεις ύποπτοι, οι μισθωτοί που πάντα πληρώνουν και οι χαμηλόμισθοι. Εφιστάται η προσοχή στην κυβέρνηση, Πρωθυπουργό και Υπουργό Οικονομικών: Η τυχόν αντίληψη από σημαντική μερίδα της κοινωνίας (π.χ. από τις κατηγορίες που αναφέρθηκαν παραπάνω) ότι τα βάρη της κρίσης πέφτουν μονόπαντα θα πυροδοτήσει μη αναστρέψιμο συναίσθημα αγανάκτησης, θυμού, και άρνησης συμμετοχής.

Για τους λόγους αυτούς, επιπρόσθετα προς τα μέτρα περί παγώματος/περικοπών μισθών, επιδομάτων, κλπ., ειναι απαραίτητο να αναληφθούν άμεσα δράσεις στην κατεύθυνση εφαρμογής των εξαγγελιών αλλά και των παραπάνω. Προτείνονται οι εξής:

- Η περικοπή των προϋπολογισμών της Προεδρίας της Δημοκρατίας και της Βουλής κατά 10% για δύο χρόνια. Κορυφαία συμβολικές κινήσεις που θα επιτρέψουν στην Κυβέρνηση να απευθυνθεί στον ελληνικό λαό με περισσότερη αξιοπιστία και πειθώ. Αντίθετα, αν φανεί ότι ζητάμε από άλλους θυσίες αλλά εμείς ευλογούμε τα καλά και συμφέροντα, τότε... (Ειδικά εκείνοι οι 16 μισθοί του υπαλληλικού προσωπικού της Βουλής βγάζουν μάτι! Και γιατί 16 βρε παιδιά, παίζοντας την κολοκυθιά αποφασίσατε τον αριθμό;)

- Άμεση ενασχόληση ειδικευμένου υφυπουργού με τα διοικητικά των ΔΟΥ. Μπαίνει πλαφόν στις ΔΟΥ να αυξήσουν τον αριθμό ελεγχόμενω υποθέσεων κατά 20% σε σχέση με πέρυσι. Οι προϊστάμενοι που δεν πιάνουν τον στόχο αυτό ελέγχονται. Αναβάθμιση ΜΗΚΥΟ και (πρώην) ΣΔΟΕ.

- Ομάδα Διοίκησης Έργου για την αναδιοργάνωση του Δημόσιου Τομέα υπό την ηγεσία Υπουργού Επκρατείας που προηγείται στην ιεραρχία των άλλων Υπουργών (έτσι ώστε όλοι να υποχρεούνται να συνεργαστούν). Προτείνεται ο ρόλος να αναληφθεί από τον πρώην υπουργό Αλέκο Παπαδόπουλο, πρόσωπο εγνωσμένου κύρους και εμπειρίας, ικανό να αναλάβει αυτή την θέση. Πρώτη προτεραιότητα: Η άμεση απογραφή όλου του υπαλληλικού δυναμικού του ευρύτερου δημόσιου τομέα, ανά υπηρεσία. Όποιος δεν προσέλθει να απογραφεί δεν πληρώνεται. Σε δεύτερη φάση, διερυενάται κατά πόσον ομοειδείς υπηρεσίες μέσα σε κάθε υπουργείο απασχολούν όμοιο προσωπικό ή ανάλογο του έργου τους. Σε επόμενη φάση, η σύγκριση αυτή, με δείκτες έργου, κλπ, επεκτείνεται και μεταξύ υπουργείων. Παρεμπιπτόντως, νομίζω το έχω ξαναγράψει, καταρτίζεται ενδεικτικό χρονοδιάγραμμα (που αναρτάται σε κάθε υπηρεσία) που ενημερώνει σε τι χρονικό διάστημα ο πολίτης πρέπει να αναμένει εύλογα ότι θα διεκπεραιωθεί η υπόθεσή του. Αυτά τα χρονοδιαγράμματα μετά μπορεί να συγκριθούν ανάμεσα σε υπηρεσίες (γιατί στην μία κάνω μία εβομάδα και στην άλλη τρεις μήνες) και ο πολίτης μπορεί να διαμαρτυρηθεί εάν η εξυπηρέτησή του αποκλίνει σημαντικά από αυτό το χρονοδιάγραμμα.

- Τελικά, αναδιαρθρώνεται ο δημόσιος τομέας με μετακινήσεις υπαλλήλων μεταξύ υπουργείων και υπηρεσιών για να καλυφθούν οι ανάγκες με ανάλογους πόρους. Δεν είμαι υπέρ της άρσης της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων, και θεωρώ ότι προσλήψεις από εδώ και μπρος πρέπει να γίνονται μόνο στο προσωπικό πρώτης γραμμής (νοσηλευτικό προσωπικό, δασκάλους/καθηγητές, σώματα ασφαλείας, κλπ). Είμαι όμως, ή μάλλον γι αυτό, υπέρ της άρσης του αμετακίνητου μέσα στον δημόσιο τομέα.

- Τέλος, κάποιος να μπει επικεφαλής για να σταματήσει η σπατάλη στο δημόσιο! Να πούμε παραδείγματα για Χριστουγεννιάτικες γιορτές σε οργανισμούς με κόστος δεκάδων χιλιάδων ευρώ; Κρατικά αυτοκίνητα και προσωπικές φρουρές σε νυν και πρώην, αφειδώς συντάξεις σε βουλευτές της μιάς θητείας. Γιατί οι βουλευτές να παίρνουν «βουλευτικές» συντάξεις; Η Βουλή απλά έπρεπε να κολλάει ένσημα (ίσης αξίας ανά έτος υπηρεσίας για όλους) στο Ταμείο που είχε ο κάθε βουλευτής από πριν, είτε σε ιδιωτικό ασφαλιστικό οργανισμό – επιλογή του βουλευτή. Γενικότερα, πόσο μας κοστίζει το πολιτικό προσωπικό της χώρας, εν ενεργεία και συνταξιοδοτημένο; Έχει γίνει τίποτα γενικά για να ελεγχθεί η σπατάλη;

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μπαίνουμε σε νέα φάση στην μεταπολιτευτική ζωή της Ελλάδας, με πολλές προκλήσεις μπροστά μας. Αλλά ο γράφων δηλώνει ρομαντικός: Η Ελλάδα συλλογικά μπορεί να κάνει δύο βήματα πίσω για κάποιο, αρκετό έστω, χρονικό διάστημα, έτσι ώστε να θεραπεύσει τα σημερινά προβλήματα και να αναγεννηθεί σε μία πορεία μελλοντικής ισχυρότερης οικονομίας και κοινωνικής δικαιοσύνης, που θα στηρίζει την ανάπτυξη και πλατιά ευημερία σε βάθος χρόνου. Θα πω κάτι που ίσως ακουστεί λίγο μακιαβελλικό. Ίσως είναι καλύτερα έτσι. Χωρίς την παρούσα κρίση, κάτι θα κουτσο-διορθώναμε απ’ εδώ, κάτι επ’ εκεί, όμως τα πράγματα δεν θα άλλαζαν. Τώρα δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για πιο ριζικές τομές. Είναι στο χέρι της κυβέρνησης Παπανδρέου και του ίδιου το πρωθυπουργού προσωπικά να μετατρέψουν την κρίση σε ευκαιρία. Δεν έχουν άλλη επιλογή απέναντι στην χώρα και την ιστορία – και μπορεί κανείς να πει ούτε και στον εαυτό τους, διότι ασφαλώς παίζεται και των ίδιων η καριέρα. Αλλά για να προχωρήσουμε, χρειάζεται αποφασιστικότητα, οργάνωση, και υλοποίηση. Υλοποίηση με μέθοδο και εκ του σύνεγγυς παρακολούθηση – ο από πάνω στον από κάτω, από την κορυφή έως την βάση του οικοδομήματος. Οι παραπάνω σημειώσεις, που δεν διεκδικούν καμμιά πρωτοτυπία (αυτές τις μέρες γράφτηκαν διάφορα σχετικά), έγιναν μεν σε κριτικό τόνο αλλά έχουν σαν μόνο στόχο να βοηθήσουν να μπουν οι σκαλωσιές για να ξεκινήσει η ανασυγκρότηση.

Saturday 23 January 2010

Ομπάμα

Εν αρχή ην ο λόγος. Και ο Μπαράκ Ομπάμα ήταν η κατ’ εξοχήν ενσάρκωση του λόγου, όχι μόνον ως λόγου-ομιλίας, αλλά και, πρωτίστως, ως λόγου-λογικής. Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ είναι κορυφαίο παράδειγμα εμπνευσμένου αλλά και μετριοπαθούς, εσωτερικά φλογισμένου αλλά και και μειλίχιου, πολιτικού, με τον ανάλογο και προσήκοντα λόγο. Τι συμβαίνει λοιπόν και μόλις ένα χρόνο από την ανάληψη της Προεδρίας εκ μέρους του η ελπίδα που τον συνοδεύει λιγοστεύει τόσο δραματικά σχεδόν όσο και γεννήθηκε κατά την προεκλογική του εκστρατεία;

Αυτές τις μέρες διάβασα δύο (μεταξύ άλλων) ενδιαφέροντα άρθρα για τον Ομπάμα στον Βρετανικό Γκάρντιαν που έθεταν πάνω-κάτω τα ίδια ερωτήματα. Στο ένα, ο διευθυντής της Αμερικανικής έκδοσης του Γκάρντιαν Μάικλ Τομάσκυ (Tomasky) ανέλυε τα μειονεκτήματα του πολιτικού συστήματος στις ΗΠΑ, όπου ναι μεν παραδοσιακά οι γερουσιαστές και βουλευτές ψήφιζαν ανεξάρτητα, δηλαδή πολλές φορές έξω από κομματικές γραμμές, αυτό όμως από την άλλη σήμαινε ότι δεν ελέγχονταν κομματικά. Με τον Ομπάμα όμως εμφανίζεται το νέο φαινόμενο ότι ενώ σχεδόν κανένας από τους Ρεπουμπλικανούς δεν φαίνεται διατεθειμένος να στηρίξει τις νομοθετικές πρωτοβουλίες του Προέδρου, και οι Δημοκρατικοί εμφανίζονται απρόθυμοι χωρίς να γίνουν παραχωρήσεις. Με αποτέλεσμα, η Προεδρία δυσκολεύεται να βρει την απαιτούμενη πλειοψηφία, έτσι ώστε ο οριακός γερουσιαστής (δηλαδή, ο 60ς) ή βουλευτής να είναι σε θέση κυριολεκτικά να υπαγορεύει όρους για να ψηφίσει υπέρ. Έτσι, επέρχεται νομοθετική παράλυση. Σε αυτό πρέπει και να προστεθεί και τρόπος εκλογής των βουλευτών και γερουσιαστών, με την εξάρτηση από τα κέντρα χρηματοδότησης, τα λόμπυ και την έμφαση στις προτιμήσεις του μέσου ψηφοφόρου. Το πολιτικό – εκλογικό σύστημα δηλαδή βυθίζει την χώρα στο τέλμα και την στασιμότητα. Ένας δεύτερος βασικός λόγος κατά τον Τομάσκυ είναι ότι ο μέσος Αμερικανός ψηφοφόρος είναι κατά βάση συντηρητικός – ίσως όχι απαραίτητα Ρεπουμπλικανός, αλλά κοινωνικά συντηρητικός. Έτσι, οι αλλαγές που προτείνει ο Ομπάμα δεν είναι αποδεκτές και ο κόσμος στρέφεται εναντίον του.

Το δεύτερο αρθρο ήταν γραμμένο από τον Γκάρυ Γιάνγκ (Younge), ανταποκριτή του Γκάρντιαν στην «πίσω» Αμερική, δηλαδή όχι τόσο στους διαδρόμους της Ουάσιγκτον όσο στις μικρές πόλεις και επαρχίες. Ευφυής και οξυδερκής παρατηρητής, ο Γιάνγκ πιάνει τον παλμό των τοπικών κοινωνιών που στενάζουν από την αποβιομηχάνιση, την φτώχεια και την κοινωνική περιθωριοποίηση, και στις οποίες βράζει υπόκωφα ο θυμός. Συμφωνεί κατά βάση με την θέση ότι το πολιτικό σύστημα παράγει στασιμότητα και παράλυση, αλλά καταλήγει ότι ο κόσμος που τόσο πανηγυρικά ψήφισε τον Ομπάμα ήταν μεν αντι-Μπους αλλά όχι αριστερών ή προοδευτικών διαθέσεων (liberal – φιλελεύθερος). Ο ενθουσιασμός προκλήθηκε επειδή πολλοί ψηφοφόροι «διάβασαν» στην έξυπνη προεκλογική ρητορική του Ομπάμα περί αλλαγής ελπίδας οράματα και υποσχέσεις που ποτέ δεν έδωσε. (Ο Ομπάμα σύμφωνα με τον Γιάνγκ έχει ακολουθήσει με συνέπεια κεντρώα γραμμή, τόσο στην προεκλογική του εκστρατεία όσο και στην προεδρία.) Η ψήφος στον Ομπάμα, καταλήγει ο Γιανγκ, ήταν περισσότερο ψήφος ενάντια στο κατεστημένο και την νίκη του την χάρισαν οι ανεξάρτητοι. Το συμπέρασμα είναι ότι η απογοήτευση οφείλεται στην ιδεολογική πόλωση που διώχνει τους ψηφοφόρους από τον μεσαίο χώρο που αντιπροσωπεύει, φύσει και θέσει, από πεποίθηση αλλά και ιδιοσυγκρασία, ο Ομπάμα.

Άς επιτραπεί εδώ και μία προσωπική άποψη (που διάβασα άλωστε και αλλού), ότι δηλαδή αν λάβει κανείς υπ’ όψη το πολιτικό σύστημα που δημιουργεί παράλυση, όπως λέγαμε παραπάνω, ο Ομπάμα μέχρι στιγμής δεν τα έχει πάει καθόλου άσχημα. Κινήθηκε πολύ γρήγορα, εκμεταλλευόμενος το πολύ σοφό κενό μεταξύ εκλογής και ανάληψης της Προεδρίας. Απεσόβησε την δυνατότητα η οικονομική κρίση να μετατραπεί σε τσουνάμι τέτοιας έκτασης που να δημιουργήσει συνθήκες Μεσοπολέμου. Έχει προσπαθήσει να βάλει σε διαφορετικές βάσεις τις σχέσεις των ΗΠΑ με τον ισλαμικό κόσμο, την Ρωσία, το Ιράν, και το Ισραήλ/Παλαιστίνη, με αμφίβολα μέχρι στιγμής αποτελέσματα που δεν είναι όμως δικό του φταίξιμο. Κληρονόμησε δύο πολεμικά μέτωπα, από το ένα εκ των οποίων απαγκιστρώνεται, το δε άλλο συνεχίζει γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Στο θέμα του συστήματος υγείας προσπαθεί με νύχια και δόντια να περάσει ένα σύστημα που θα είναι η μεγαλύτερη καινοτομία στον κοινωνικό τομέα τα τελευταία σαράντα χρόνια, και με βάσιμες πιθανότητες μέχρι πριν εκλεγεί ο κούκλαρος Ρεπουμπλικάνος στην Μασαχουσέτη. Στο περιβάλλον προσπαθεί, σε μία χώρα με εξάρτηση από την «γκασολίνη» (όπως όλες άλλωστε) και σε έναν τομέα εξαιρετικά δύσκολο και εσωτερικά και στην διεθνή σκακιέρα. Μόλις προχτές έγιναν γνωστές και οι νέες του πρωτοβουλίες για την αναμόρφωση των τραπεζών. Δηλαδή, ένα μόνο μέρος αυτών των πρωτοβουλιών να ευοδωθεί, η ιστορία θα μιλήσει για μία προεδρία γενναίων και ρηξικέλευθων μεταρυθμίσεων.

Το κλίμα αμφισβήτησης, καλλιεργούμενο τεχνηέντως και από μερίδα των μίντια, θα πρέπει να αποδοθεί ίσως στην απογοήτευση (ή μήπως σύγχυση είναι η σωστότερη λέξη;) των μεσαίων και ανεξάρτητων, οφειλόμενη στην πολιτική και ιδεολογική πόλωση, όπως υποστηρίζει ο Γιανγκ. Οι κοινωνιολόγοι, πολιτικοί κλπ. αναλυτές θα μας πουν αν η πόλωση αυτή οφείλεται στην κυνική αντεπίθεση των λογής-λογής συντηρητικών (ενώ οργανωμένη ηγεσία δεν δείχνει να υπάρχει) και στο ότι ακριβώς ο Ομπάμα προτίθεται να μην είναι ένας διακοσμητικός Πρόεδρος, αλλά να αναλάβει πρωτοβουλίες. Ή εάν η οργή και αγανάκτηση έχουν φουντώσει στο εκλογικό σώμα (που εξακολουθεί να δοκιμάζεται από την ύφεση και την ανεργία, και μαζί την αποβιομηχάνιση και φτωχοποίηση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού, ενώ οι τράπεζες ξαναρχίζουν να διανέμουν προκλητικά μπόνους) – οργή που μέσα στην «βοή της αγοράς», στρέφεται εναντίον κάθε κυβερνητικής πρωτοβουλίας και εναντίον του σοσιαλισμού που υποτίθεται ότι προσπαθεί να εγκαθιδρύσει ο Ομπάμα. [Παρενθετικά, πολύ ενδιαφέρον (δυσάρεστο ενδιαφέρον) έχει να διαβάσει κανείς τις ανταποκρίσεις για το λεγόμενο «κίνημα του τσαγιού» (tea party movement) που φαίνεται να βρίσκεται σε άνοδο και που κατά την γνώμη μου αποτελεί ένα πρωτο-φασιστικό κίνημα.] Μία άλλη σκέψη είναι ότι όλη αυτή η απογοήτευση είναι προϊόν μιάς Αμερικής που βρίσκεται υπό πίεση – εσωτερικά με την οικονομία αλλά και στην διεθνή σκακιέρα και στις συνθήκες ασφάλειας. Μιά πιο σίγουρη ίσως σκέψη είναι ότι αυτές οι δραματικές μετατοπίσεις των διαθέσεων του εκλογικού σώματος μαρτυρούν σύγχυση και μία κοινωνία που «δεν ξέρει τι θέλει», που δυσκολεύεται να κυβερνηθεί. Έρχεται στο μυαλό η Γαλλική εμπειρία προ ετών όταν οι Σοσιαλιστές με τον Λιονέλ Ζοσπέν αναδείχθηκαν κυβέρνηση (το 1997 νομίζω) ενώ δύο μόλις χρόνια αργότερα ο ίδιος ο Ζοσπέν ήρθε τρίτος στις προεδρικές εκλογές πίσω από τον Λεπέν.

Θα συμφωνήσω δε απόλυτα με τον Ρ. Σωμερίτη που έγραψε στο ΒΗΜΑ την περασμένη Κυριακή ότι οι δυσκολίες του Ομπάμα προοιωνίζονται το τέλος της στρατηγικής των συναινέσεων, στρατηγικής που πολλοί (συμπεριλαμβανομένου του γράφοντος) είχαν υποστηρίξει ως πρέπουσας και για την Ελλάδα. Η συναίνεση απαιτεί καλή θέληση και διάθεση συνεργασίας, που τελικά σπανίζουν στην πολιτική αλλά ίσως και στην κοινωνία. Ο μεσαίος χώρος είναι ο πιό δύσκολος να κρατηθεί, αυτό ήταν γνωστό, όμως ξενίζει η τόσο έντονη δυναμική της πόλωσης που αναδεικνύεται στην Αμερική. Ίσως το πιο υπαρξιακά θεμελιακό ερώτημα να είναι να ορίσουμε τον εαυτό μας, που είναι όμως και το πιο δύσκολο. Ετσι καταφεύγουμε στην αντιπαλότητα για να αυτο-ορισθούμε μέσω της αντιδιαστολής με άλλους. Η δε αντιπαλότητα και αντιδιαστολή είναι πιο σαφής και ορισμένη όταν βρίσκομαι στο ένα άκρο του φάσματος (ασχέτως ποιό) παρά στην μέση.

Έχουν σημασία όλ’ αυτά για την Ελλάδα; Ασφαλώς και έχουν! Θα συμφωνήσω απόλυτα με τον Δ. Μητρόπουλο που έγραψε στα ΝΕΑ τις προάλλες ότι υπάρχουν αναλογίες με το ΠΑΣΟΚ και τον Γ. Παπανδρέου, που ενδεχομένως καταλαμβάνουν τον ίδιο πάνω-κάτω χώρο στο πολιτικό φάσμα και εξελέγησαν το ίδιο πανηγυρικά εν μέσω κρίσεων στην χώρα μας. Οι αναλογίες σταματούν όταν σκεφτούμε πόσο γρήγορα και οργανωμένα κινήθηκε ο Ομπάμα, ενώ η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ μαστίζεται από παρατεινόμενες αρρώστιες της παιδικής ηλικίας. Επίσης, η κατάσταση στην Ελλάδα είναι πιο κρίσιμη με το δημοσιονομικό πρόβλημα που όλο και εντείνεται. Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο Μπαράκ Ομπάμα, πέρα από τις πολιτικές και ψυχολογικές επιπτώσεις που θα έχουν σε όλους του όμορους πολιτικά χώρους στην Ευρώπη, δεν προαλείφονται τίποτα θετικό για την Ελλάδα. Είναι τουλάχιστον μία εμπειρία που προηγείται μερικών μηνών της ελληνικής, και από την οποία η νέα ελληνική κύβερνηση μπορεί να διδαχθεί. Κατά την γνώμη μου, τα διδάγματα είναι ότι απαιτείται (α) αποφασιστικότητα, συνδυασμένη με σύνεση, όμως πάνω και πέρ’ απ’ όλα αποφασιστικότητα, ο πολιτικός χρόνος ως γνωστόν έχει συντμηθεί στο έπακρον, (β) σαφές σχέδιο και σαφής έννοια προτεραιτήτων (Ο Ομπάμα μπορεί να κατηγορηθεί ότι άνοιξε όλα τα μέτωπα μαζί, ο Γ. Παπανδρέου επίσης - γιατί επείγε τόσο πολύ ο Καλλικράτης, καλός είναι σε γενικές γραμμές, δεν λέω, όμως δεν φτάνουνε όλα τ’ άλλα σ’ αυτή την φάση; Και γιατί τα τόσα ταξίδια στο εξωτερικό, εκεί είναι τώρα τα μέτωπα που καίνε;) Τέλος (γ) να αναζητηθούν τρόποι να περάσει το μήνυμα στην ελληνική κοινωνία ότι ήρθε η ώρα των θυσιών με καθολικότητα και κοινωνικά δίκαιο τρόπο.