Saturday, 23 January 2010

Ομπάμα

Εν αρχή ην ο λόγος. Και ο Μπαράκ Ομπάμα ήταν η κατ’ εξοχήν ενσάρκωση του λόγου, όχι μόνον ως λόγου-ομιλίας, αλλά και, πρωτίστως, ως λόγου-λογικής. Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ είναι κορυφαίο παράδειγμα εμπνευσμένου αλλά και μετριοπαθούς, εσωτερικά φλογισμένου αλλά και και μειλίχιου, πολιτικού, με τον ανάλογο και προσήκοντα λόγο. Τι συμβαίνει λοιπόν και μόλις ένα χρόνο από την ανάληψη της Προεδρίας εκ μέρους του η ελπίδα που τον συνοδεύει λιγοστεύει τόσο δραματικά σχεδόν όσο και γεννήθηκε κατά την προεκλογική του εκστρατεία;

Αυτές τις μέρες διάβασα δύο (μεταξύ άλλων) ενδιαφέροντα άρθρα για τον Ομπάμα στον Βρετανικό Γκάρντιαν που έθεταν πάνω-κάτω τα ίδια ερωτήματα. Στο ένα, ο διευθυντής της Αμερικανικής έκδοσης του Γκάρντιαν Μάικλ Τομάσκυ (Tomasky) ανέλυε τα μειονεκτήματα του πολιτικού συστήματος στις ΗΠΑ, όπου ναι μεν παραδοσιακά οι γερουσιαστές και βουλευτές ψήφιζαν ανεξάρτητα, δηλαδή πολλές φορές έξω από κομματικές γραμμές, αυτό όμως από την άλλη σήμαινε ότι δεν ελέγχονταν κομματικά. Με τον Ομπάμα όμως εμφανίζεται το νέο φαινόμενο ότι ενώ σχεδόν κανένας από τους Ρεπουμπλικανούς δεν φαίνεται διατεθειμένος να στηρίξει τις νομοθετικές πρωτοβουλίες του Προέδρου, και οι Δημοκρατικοί εμφανίζονται απρόθυμοι χωρίς να γίνουν παραχωρήσεις. Με αποτέλεσμα, η Προεδρία δυσκολεύεται να βρει την απαιτούμενη πλειοψηφία, έτσι ώστε ο οριακός γερουσιαστής (δηλαδή, ο 60ς) ή βουλευτής να είναι σε θέση κυριολεκτικά να υπαγορεύει όρους για να ψηφίσει υπέρ. Έτσι, επέρχεται νομοθετική παράλυση. Σε αυτό πρέπει και να προστεθεί και τρόπος εκλογής των βουλευτών και γερουσιαστών, με την εξάρτηση από τα κέντρα χρηματοδότησης, τα λόμπυ και την έμφαση στις προτιμήσεις του μέσου ψηφοφόρου. Το πολιτικό – εκλογικό σύστημα δηλαδή βυθίζει την χώρα στο τέλμα και την στασιμότητα. Ένας δεύτερος βασικός λόγος κατά τον Τομάσκυ είναι ότι ο μέσος Αμερικανός ψηφοφόρος είναι κατά βάση συντηρητικός – ίσως όχι απαραίτητα Ρεπουμπλικανός, αλλά κοινωνικά συντηρητικός. Έτσι, οι αλλαγές που προτείνει ο Ομπάμα δεν είναι αποδεκτές και ο κόσμος στρέφεται εναντίον του.

Το δεύτερο αρθρο ήταν γραμμένο από τον Γκάρυ Γιάνγκ (Younge), ανταποκριτή του Γκάρντιαν στην «πίσω» Αμερική, δηλαδή όχι τόσο στους διαδρόμους της Ουάσιγκτον όσο στις μικρές πόλεις και επαρχίες. Ευφυής και οξυδερκής παρατηρητής, ο Γιάνγκ πιάνει τον παλμό των τοπικών κοινωνιών που στενάζουν από την αποβιομηχάνιση, την φτώχεια και την κοινωνική περιθωριοποίηση, και στις οποίες βράζει υπόκωφα ο θυμός. Συμφωνεί κατά βάση με την θέση ότι το πολιτικό σύστημα παράγει στασιμότητα και παράλυση, αλλά καταλήγει ότι ο κόσμος που τόσο πανηγυρικά ψήφισε τον Ομπάμα ήταν μεν αντι-Μπους αλλά όχι αριστερών ή προοδευτικών διαθέσεων (liberal – φιλελεύθερος). Ο ενθουσιασμός προκλήθηκε επειδή πολλοί ψηφοφόροι «διάβασαν» στην έξυπνη προεκλογική ρητορική του Ομπάμα περί αλλαγής ελπίδας οράματα και υποσχέσεις που ποτέ δεν έδωσε. (Ο Ομπάμα σύμφωνα με τον Γιάνγκ έχει ακολουθήσει με συνέπεια κεντρώα γραμμή, τόσο στην προεκλογική του εκστρατεία όσο και στην προεδρία.) Η ψήφος στον Ομπάμα, καταλήγει ο Γιανγκ, ήταν περισσότερο ψήφος ενάντια στο κατεστημένο και την νίκη του την χάρισαν οι ανεξάρτητοι. Το συμπέρασμα είναι ότι η απογοήτευση οφείλεται στην ιδεολογική πόλωση που διώχνει τους ψηφοφόρους από τον μεσαίο χώρο που αντιπροσωπεύει, φύσει και θέσει, από πεποίθηση αλλά και ιδιοσυγκρασία, ο Ομπάμα.

Άς επιτραπεί εδώ και μία προσωπική άποψη (που διάβασα άλωστε και αλλού), ότι δηλαδή αν λάβει κανείς υπ’ όψη το πολιτικό σύστημα που δημιουργεί παράλυση, όπως λέγαμε παραπάνω, ο Ομπάμα μέχρι στιγμής δεν τα έχει πάει καθόλου άσχημα. Κινήθηκε πολύ γρήγορα, εκμεταλλευόμενος το πολύ σοφό κενό μεταξύ εκλογής και ανάληψης της Προεδρίας. Απεσόβησε την δυνατότητα η οικονομική κρίση να μετατραπεί σε τσουνάμι τέτοιας έκτασης που να δημιουργήσει συνθήκες Μεσοπολέμου. Έχει προσπαθήσει να βάλει σε διαφορετικές βάσεις τις σχέσεις των ΗΠΑ με τον ισλαμικό κόσμο, την Ρωσία, το Ιράν, και το Ισραήλ/Παλαιστίνη, με αμφίβολα μέχρι στιγμής αποτελέσματα που δεν είναι όμως δικό του φταίξιμο. Κληρονόμησε δύο πολεμικά μέτωπα, από το ένα εκ των οποίων απαγκιστρώνεται, το δε άλλο συνεχίζει γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Στο θέμα του συστήματος υγείας προσπαθεί με νύχια και δόντια να περάσει ένα σύστημα που θα είναι η μεγαλύτερη καινοτομία στον κοινωνικό τομέα τα τελευταία σαράντα χρόνια, και με βάσιμες πιθανότητες μέχρι πριν εκλεγεί ο κούκλαρος Ρεπουμπλικάνος στην Μασαχουσέτη. Στο περιβάλλον προσπαθεί, σε μία χώρα με εξάρτηση από την «γκασολίνη» (όπως όλες άλλωστε) και σε έναν τομέα εξαιρετικά δύσκολο και εσωτερικά και στην διεθνή σκακιέρα. Μόλις προχτές έγιναν γνωστές και οι νέες του πρωτοβουλίες για την αναμόρφωση των τραπεζών. Δηλαδή, ένα μόνο μέρος αυτών των πρωτοβουλιών να ευοδωθεί, η ιστορία θα μιλήσει για μία προεδρία γενναίων και ρηξικέλευθων μεταρυθμίσεων.

Το κλίμα αμφισβήτησης, καλλιεργούμενο τεχνηέντως και από μερίδα των μίντια, θα πρέπει να αποδοθεί ίσως στην απογοήτευση (ή μήπως σύγχυση είναι η σωστότερη λέξη;) των μεσαίων και ανεξάρτητων, οφειλόμενη στην πολιτική και ιδεολογική πόλωση, όπως υποστηρίζει ο Γιανγκ. Οι κοινωνιολόγοι, πολιτικοί κλπ. αναλυτές θα μας πουν αν η πόλωση αυτή οφείλεται στην κυνική αντεπίθεση των λογής-λογής συντηρητικών (ενώ οργανωμένη ηγεσία δεν δείχνει να υπάρχει) και στο ότι ακριβώς ο Ομπάμα προτίθεται να μην είναι ένας διακοσμητικός Πρόεδρος, αλλά να αναλάβει πρωτοβουλίες. Ή εάν η οργή και αγανάκτηση έχουν φουντώσει στο εκλογικό σώμα (που εξακολουθεί να δοκιμάζεται από την ύφεση και την ανεργία, και μαζί την αποβιομηχάνιση και φτωχοποίηση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού, ενώ οι τράπεζες ξαναρχίζουν να διανέμουν προκλητικά μπόνους) – οργή που μέσα στην «βοή της αγοράς», στρέφεται εναντίον κάθε κυβερνητικής πρωτοβουλίας και εναντίον του σοσιαλισμού που υποτίθεται ότι προσπαθεί να εγκαθιδρύσει ο Ομπάμα. [Παρενθετικά, πολύ ενδιαφέρον (δυσάρεστο ενδιαφέρον) έχει να διαβάσει κανείς τις ανταποκρίσεις για το λεγόμενο «κίνημα του τσαγιού» (tea party movement) που φαίνεται να βρίσκεται σε άνοδο και που κατά την γνώμη μου αποτελεί ένα πρωτο-φασιστικό κίνημα.] Μία άλλη σκέψη είναι ότι όλη αυτή η απογοήτευση είναι προϊόν μιάς Αμερικής που βρίσκεται υπό πίεση – εσωτερικά με την οικονομία αλλά και στην διεθνή σκακιέρα και στις συνθήκες ασφάλειας. Μιά πιο σίγουρη ίσως σκέψη είναι ότι αυτές οι δραματικές μετατοπίσεις των διαθέσεων του εκλογικού σώματος μαρτυρούν σύγχυση και μία κοινωνία που «δεν ξέρει τι θέλει», που δυσκολεύεται να κυβερνηθεί. Έρχεται στο μυαλό η Γαλλική εμπειρία προ ετών όταν οι Σοσιαλιστές με τον Λιονέλ Ζοσπέν αναδείχθηκαν κυβέρνηση (το 1997 νομίζω) ενώ δύο μόλις χρόνια αργότερα ο ίδιος ο Ζοσπέν ήρθε τρίτος στις προεδρικές εκλογές πίσω από τον Λεπέν.

Θα συμφωνήσω δε απόλυτα με τον Ρ. Σωμερίτη που έγραψε στο ΒΗΜΑ την περασμένη Κυριακή ότι οι δυσκολίες του Ομπάμα προοιωνίζονται το τέλος της στρατηγικής των συναινέσεων, στρατηγικής που πολλοί (συμπεριλαμβανομένου του γράφοντος) είχαν υποστηρίξει ως πρέπουσας και για την Ελλάδα. Η συναίνεση απαιτεί καλή θέληση και διάθεση συνεργασίας, που τελικά σπανίζουν στην πολιτική αλλά ίσως και στην κοινωνία. Ο μεσαίος χώρος είναι ο πιό δύσκολος να κρατηθεί, αυτό ήταν γνωστό, όμως ξενίζει η τόσο έντονη δυναμική της πόλωσης που αναδεικνύεται στην Αμερική. Ίσως το πιο υπαρξιακά θεμελιακό ερώτημα να είναι να ορίσουμε τον εαυτό μας, που είναι όμως και το πιο δύσκολο. Ετσι καταφεύγουμε στην αντιπαλότητα για να αυτο-ορισθούμε μέσω της αντιδιαστολής με άλλους. Η δε αντιπαλότητα και αντιδιαστολή είναι πιο σαφής και ορισμένη όταν βρίσκομαι στο ένα άκρο του φάσματος (ασχέτως ποιό) παρά στην μέση.

Έχουν σημασία όλ’ αυτά για την Ελλάδα; Ασφαλώς και έχουν! Θα συμφωνήσω απόλυτα με τον Δ. Μητρόπουλο που έγραψε στα ΝΕΑ τις προάλλες ότι υπάρχουν αναλογίες με το ΠΑΣΟΚ και τον Γ. Παπανδρέου, που ενδεχομένως καταλαμβάνουν τον ίδιο πάνω-κάτω χώρο στο πολιτικό φάσμα και εξελέγησαν το ίδιο πανηγυρικά εν μέσω κρίσεων στην χώρα μας. Οι αναλογίες σταματούν όταν σκεφτούμε πόσο γρήγορα και οργανωμένα κινήθηκε ο Ομπάμα, ενώ η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ μαστίζεται από παρατεινόμενες αρρώστιες της παιδικής ηλικίας. Επίσης, η κατάσταση στην Ελλάδα είναι πιο κρίσιμη με το δημοσιονομικό πρόβλημα που όλο και εντείνεται. Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο Μπαράκ Ομπάμα, πέρα από τις πολιτικές και ψυχολογικές επιπτώσεις που θα έχουν σε όλους του όμορους πολιτικά χώρους στην Ευρώπη, δεν προαλείφονται τίποτα θετικό για την Ελλάδα. Είναι τουλάχιστον μία εμπειρία που προηγείται μερικών μηνών της ελληνικής, και από την οποία η νέα ελληνική κύβερνηση μπορεί να διδαχθεί. Κατά την γνώμη μου, τα διδάγματα είναι ότι απαιτείται (α) αποφασιστικότητα, συνδυασμένη με σύνεση, όμως πάνω και πέρ’ απ’ όλα αποφασιστικότητα, ο πολιτικός χρόνος ως γνωστόν έχει συντμηθεί στο έπακρον, (β) σαφές σχέδιο και σαφής έννοια προτεραιτήτων (Ο Ομπάμα μπορεί να κατηγορηθεί ότι άνοιξε όλα τα μέτωπα μαζί, ο Γ. Παπανδρέου επίσης - γιατί επείγε τόσο πολύ ο Καλλικράτης, καλός είναι σε γενικές γραμμές, δεν λέω, όμως δεν φτάνουνε όλα τ’ άλλα σ’ αυτή την φάση; Και γιατί τα τόσα ταξίδια στο εξωτερικό, εκεί είναι τώρα τα μέτωπα που καίνε;) Τέλος (γ) να αναζητηθούν τρόποι να περάσει το μήνυμα στην ελληνική κοινωνία ότι ήρθε η ώρα των θυσιών με καθολικότητα και κοινωνικά δίκαιο τρόπο.

No comments: