Wednesday 30 May 2012

Οδοφράγματα – μία απάντηση στον Σλαβόι Ζίζεκ


«Οι Ελληνες [...] βρίσκονται σε πόλεμο με το οικονομικό κατεστημένο και αυτό που χρειάζονται είναι αλληλεγγύη στον αγώνα τους διότι είναι και δικός μας αγώνας». ... «Η Ελλάδα [...ε]ίναι ένα από τα κυριότερα πεδία δοκιμής ενός νέου κοινωνικοοικονομικού μοντέλου που έχει δυνητικά απεριόριστη εφαρμογή: μια απο-πολιτικοποιημένη τεχνοκρατία στην οποία τραπεζίτες και άλλοι ειδικοί αφήνονται να γκρεμίσουν την δημοκρατία». ... «Σώζοντας την Ελλάδα από τους αποκαλούμενους σωτήρες της, σώζουμε την ίδια την Ευρώπη».



Αυτά γράφει μεταξύ άλλων ο φιλόσοφος Σλαβόι Ζίζεκ στο τελευταίο τεύχος του London Review of Books (όπως μετέδωσε το ΒΗΜΑ της 29/5/2012).  Είναι μία εύστοχη, αλλά και συγκινητική θα έλεγε κανείς, διατύπωση της πάγιας θέσης της αριστεράς (βλ. επίσης Seumas Milne στον Guardian, τον πολιτικό φιλόσοφο Alex Callinicos, κά.) που βλέπει την αντίδραση στην Ελλάδα εναντίον της λιτότητας σαν έκφραση της πάλης εναντίον του καπιταλισμού (και που την συνδέει με άλλα (παρόμοια) κινήματα «αγανακτισμένων» και «καταληψιών»). Με βάση την πρόσφατη ιστορική εμπειρία της Ελλάδας, όμως, δικαιολογείται να είναι κανείς σκεπτικός πάνω σ’ αυτά τα ζητήματα. Το παρόν σημείωμα είναι μία απάντηση σ’ αυτό το πνεύμα. Γι αυτόν τον σκοπό, θα χρειαστεί μία πολύ σύντομη (και ελλιπής και υποκειμενική, και ό,τι άλλο πείτε!) ιστορική αναδρομή.



Η μεταπολεμική Ελλάδα έχει αποτελέσει ξανά το πεδίο αντιπαράθεσης μεταξύ του καπιταλισμού και των δυνάμεων που τον αμφισβητούν. Πράγματι, κατά την διάρκεια ενός ιδιαίτερα καταστρεπτικού β’ Παγκοσμίου Πολέμου (ίσως του πιό καταστρεπτικού σε επίπεδο χώρας τόσο από πλευράς θυμάτων όσο και υλικών ζημιών – ο αναγνώστης μπορεί να βρει πολύ χρήσιμα στοιχεία για όλ’ αυτά στο βιβλίο του Μαρκ Ματσάουερ Μέσα στην Ελλάδα του Χίτλερ), άνοιξε μεγάλο πεδίο αντιπαράθεσης μεταξύ αριστεράς και κατεστημένου στο πλαίσιο και παράλληλα με τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα (βλ. Ντομινίκ Αίντ Οι Καπετάνιοι, ενώ υπάρχει και μεγάλη ελληνική βιβλιογραφία). Ο μόνος παραλληλισμός που μπορεί να γίνει είναι με το παρτιζάνικο κίνημα της Γιουγκοσλαυΐας, τόσο ως προς την μαζικότητα της εθνικοαπελευθερωτικής εξέγερσης, όσο και ως προς την ένταση του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και της υποβόσκουσας εμφύλια διαμάχης. Η διαφορά με την Γιουγκοσλαυΐα έγκειται στο ότι η Ελλάδα πέρασε στην «δυτική ζώνη επιρροής» (συμφωνία Γιάλτας), πράγμα που προδίκαζε και το αποτέλεσμα . Καθώς η αντιπαράθεση αυτή επικάθησε, τρόπον τινά, πάνω σε βαθιές ρηγματώσεις (πόλης-χωριού, καπιταλιστικής-αγροτικής οικονομίας) που οφείλονταν στην καθυστερημένη και ελλιπή καπιταλιστική ολοκλήρωση της Ελλάδας,  η αντιπαράθεση αυτή έλαβε συχνά οξεία μορφή κατά την διάρκεια της Κατοχής, ενώ κορυφώθηκε στον επακολουθήσαντα εμφύλιο πόλεμο (1946-49). Ο εμφύλιος πόλεμος αυτός υπήρξε η μόνη θερμή εκδήλωση του Ψυχρού Πολέμου επί ευρωπαϊκού εδάφους (και κερδήθηκε με την ενεργή επέμβαση Βρετανίας και Αμερικής, και αποχή της Σοβιετικής Ένωσης). Η μικρή Ελλάδα αφέθηκε να γίνει το πιόνι πάνω στην σκακέρα υπέρτερων δυνάμεων. Σαν αποτέλεσμα, μία χώρα με ουσιαστική και αιματηρή συνεισφορά στον β’ ΠΠ (ποιός θυμάται την νίκη εναντίον της Ιταλίας την άνοιξη του 1941, ποιός θυμάται ότι τον Απρίλιο του 1942οι Γερμανικές μεραρχίες τεθωρακισμένων δεν μπόρεσαν να σπάσουν την Γραμμή Μεταξά των οχυρών στα ελληνο-βουλγαρικά σύνορα και αναγκάστηκαν να ελιχθούν μέσω Γιουγκοσλαυΐας, μετά από πόσο καιρό καταγράφτηκαν άλλες τέτοιες Συμμαχικές νίκες;) έγινε ο παρίας της διεθνούς (δυτικής) κοινότητας. Η νίκη στον εμφύλιο έγινε δυνατή μόνο με επιστράτευση ό,τι πιο αντιδραστικής, κοινωνικά και πολιτικά, δύναμης διέθετε η χώρα. Έτσι, τον καιρό που οι άλλοι λαοί επιδίδονταν στην οικονομική και πολιτική ανασυγκρότηση, η Ελλάδα περνούσε μακρά περίοδο μετεμφυλιακού ημικοινοβουλευτικού αυταρχισμού που έληξε μόνο μετά την δικτατορία των συνταγματαρχών (1967-74) και τα τραύματα που αυτή άφησε πίσω της. Τα εγκλήματα πολέμου που διαπράχθηκαν κατά την διάρκεια της Κατοχής έμειναν εν πολλοίς ατιμώρητα (μόνον ένας Ναζί διώχθηκε και εκτελέστηκε για την εξόντωση της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης), καθώς οι νικήτρια παράταξη ήταν απασχολημένη με την δίωξη (που περιλάμβανε και αθρόες εκτελέσεις) των αντιφρονούντων (κομμουνιστών, «συνοδοιπόρων» και άλλων «μιασμάτων»). Πολεμικές αποζημιώσεις ποτέ δεν διεκδικήθηκαν με αξιώσεις, ούτε για υλικές καταστροφές αλλά ούτε κάν για τον χρυσό της Τράπεζας της Ελλάδος που εξαφανίστηκε μέσω «δανείων».



Μεγάλο μέρος των δυνάμεων που αμφισβήτησαν την καθεστηκυΐα τάξη, και που καταπιέστηκαν την μετεφυλιακή περίοδο, βρήκαν ελπιδοφόρα έκφραση στο ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου μετά το 1974. Ακολουθώντας μη-κομμουνιστικά ριζοσπαστικά ρεύματα, ο ΑΠ και το ΠΑΣΟΚ διακήρυξαν έναν «τρίτο δρόμο προς τον σοσιαλισμό» βασισμένο στον κρατικό έλεγχο της οικονομίας (μεταξύ άλλων). (Διαβάζοντας προ καιρού το βιβλίου του David Marquand Η Βρετανία από το 1918 και εντεύθεν διαπίστωσα ότι πολλές από τις ιδέες αλλά και η συνθηματολογία του Παπανδρέου ιδιαίτερα την δεκατετία του 1970 ήταν δανεισμένες από τους ριζοσπαστικούς κύκλους της εποχής π.χ. Samuel Hollander). Με σύνθημα το «η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες» (και όχι βέβαια στους Αμερικανούς και άλλους που ουσιαστικά διοικούσαν την χώρα την περίοδο 1949-74), σύνθημα που πάει πίσω τουλάχιστον στον Σουν-Γιατ Σεν του 1909, ίσως και παλιότερα, και που βρήκε ευρεία απήχηση, ο Παπανδρέου επεδίωξε να αλλάξει τον πάγιο διεθνή προσαναταλισμό της χώρας (ΝΑΤΟ, κλπ.), και να την στρέψει προς το «κίνημα των αδεσμεύτων», ενώ αντιστάθηκε στην λογική της κάθετης αντιπαράθεσης με το «ανατολικό μπλοκ» (π.χ. άλλαξε το αμυντικό δόγμα της χώρας, αρνήθηκε να καταδικάσει την κατάρριψη του Νοτιοκορεατικού τζάμπο το 1982, κλπ). Αρνήθηκε επίσης επίμονα να εντάξει το ΠΑΣΟΚ στην (σοσιαλδημοκρατική) «σοσιαλιστική διεθνή», θεωρώντας ότι το «Κίνημα» εκφράζει πιο ριζοσπαστικές θέσεις.  Έτσι, για μια φορά ακόμα, η Ελλάδα βρέθηκε στην πρωτοπορία αμφισβήτησης του καπιταλισμού, αν και με  πιο ήπιο τρόπο τώρα. Πολλές απ’ αυτές τις διακηρύξεις έμειναν στα χαρτιά όταν το ΠΑΣΟΚ ήρθε στην εξουσία (1981) για πραγματιστικούς λόγους, και σιγά-σιγά εμπεδώθηκε και η ιδέα της Ευρώπης (βοηθούντων και των κοινοτικών πόρων), κάτι που αποτελούσε ανάθεμα λίγα χρόνια πριν. Το ΠΑΣΟΚ επιδόθηκε ενεργά στον θεσμικό εκσυχρονισμό της χώρας (που είχε μείνει σε ένα πεπαλαιωμένο αυταρχικό μετεμφυλιακό στάδιο), βοήθησε πολύ στο να ξεπεραστούν τα παλιά κοινωνικά ρήγματα-κατάλοιπα του μετεμφυλιακού κράτους (εάν ήσουν αριστερά του κέντρου ήσουν β’ κατηγορίας πολίτης, αποκλεισμένος από δημόσια απασχόληση, ή και ενδεχομένως σε κίνδυνο), ενώ επιχείρησε και τομές ριζοσπαστικής δημοκρατίας στην δημόσια διοίκηση, την Ανώτατη Παιδεία, κλπ.  Μέσα σε αυτήν την «αντζέντα του 1974» (όπως την αποκαλώ), ουσιαστικά δηλαδή μία αντζέντα καθυστερημένης «εθνικής ολοκλήρωσης» με κάπως ριζοσπαστική χροιά, ο οικονομικός ορθολογισμός δεν βρισκόταν σε περίοπτη θέση. Η αξιοκρατία υποχώρησε προς όφελος του πελατειακού κράτους, η φοροδιαφυγή θέριεψε, οι υπό κρατικό έλεγχο επιχειρήσεις, που ήταν αρκετές και μεγάλες, έγιναν εστία μόνιμων και τεράστιων ελλειμμάτων. Έτσι, ο κρατικός τομέας, που ποτέ δεν υπήρξε υπερμεγέθης αλλά διαρκώς μεγάλωνε, παράλληλα υποβαθμιζόταν ποιοτικά. Η μόνιμα επισφαλής δημοσιονομική θέση από το 1990 και μετά ήταν το ολικό αποτέλεσμα των πρακτικών αυτών. Με την αποχή από την σοσιαλδημοκρατική ομάδα κομμάτων για πολλά χρόνια, το ΠΑΣΟΚ έχασε την ευκαιρία να εκσυγχρονιστεί πολιτικά και να μεταδώσει αυτό το μήνυμα προς την ελληνική κοινωνία. Ας σημειωθεί όμως ότι και η κεντροδεξιάς υφής Νέα Δημοκρατία δεν άλλαξε τίποτα απ’ όλ’ αυτά όταν βρέθηκε στην εξουσία, ενώ σε πολλά το ιστορικό της είναι χειρότερο από του ΠΑΣΟΚ.



Μέσα στην παρούσα κρίση με την κυρίαρχη αφήγηση περί διεφθαρμένων και τεμπέληδων ελλήνων (που μας θυμίζει πολύ εύστοχα ο Ζίζεκ) τα παραπάνω μειονεκτήματα (της Ελλάδας γενικά αλλά και του ΠΑΣΟΚ που μας ενδιαφέρει εδώ πιο πολύ) περνούν σε πρώτη μοίρα, ενώ κάποιες βιαστικές τρέχουσες αναλύσεις τείνουν να ξεχνούν τόσο το ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο διαμορφώθηκε η ιδεολογική του φυσιογνωμία όσο και την συνεισφορά του στο κοινωνικό και πολιτικό πεδίο. Πιστεύω πως ο νηφάλιος ιστορικός του μέλλοντος θα είναι πιο ισορροπημένος. Αλλά δεν παύει να ισχύει το συμπέρασμα ότι, προσπαθώντας να αμφισβητήσει, το ΠΑΣΟΚ παραμέλησε ουσιαστικές πτυχές της (ναι, καπιταλιστικής) εθνικής ολοκλήρωσης της Ελλάδας όπως τον θεσμικό και οικονομικό, αλλά και συνειδησιακό/ιδεολογικό, εξορθολογισμό. Τριάντα χρόνια αργότερα, με τον παγιωμένο πλέον παγκοσμιοποιημένο ανταγωνισμένο και την ημιτελή και μετέωρη ευρωπαϊκή ενοποίηση, το τίμημα αυτής της ατελούς εθνικής ολοκλήρωσης αποδεικνύεται πολύ βαρύ. Ακόμα βαρύτερο ήταν το τίμημα που πλήρωσε η Ελλάδα όταν, παράλληλα με την εκδίωξη του κατακτητή, έλπισε και πάλεψε για μία (νεφελώδη) διαφορετική πολιτική προοπτική.



Οι μαρξιστές θεωρητικοί συζητούν εκτενώς για το αν το βασικό ρήγμα του καπιταλισμού, ή αντίθεση ή αντίφαση αν προτιμάτε, βρίσκεται μεταξύ καπιταλιστικών και αντι-καπιταλιστικών δυνάμεων διεθνώς, ή εάν βρίσκεται μεταξύ κρατών. Χωρίς να θέλω να μπω στην ουσία της διαμάχης αυτής, θα ήθελα να προσθέσω μία ψήφο στην άποψη πως και η αντίθεση μεταξύ κρατών είναι πολύ σημαντική. Η παρούσα κρίση, που περιθωριοποιεί τις νοτιο-ευρωπαϊκές χώρες, με προεξάρχουσα βέβαια την Ελλάδα, σε οικονομικό, πολιτικό, κοινωνικό αλλά και ιδεολογικό επίπεδο, νομίζω πως παρέχει μία απτή απόδειξη. Εάν αυτό ισχύει, τότε η βασική στρατηγική που διαθέτει ο ελληνικός λαός για να ευημερήσει είναι όχι να περιμένει την νίκη των αντι-καπιταλιστικών δυνάμεων  διεθνώς, ούτε να επιδιώξει να εγκαθιδρύσει κάποιου είδους σοσιαλισμό στην Ελλάδα μόνο, αλλά να βελτιώσει την θέση του μέσα στο σύστημα. Η πρώτη στρατηγική αργεί, η δεύτερη μας οδηγεί είτε στην Βενεζουέλα του (συκοφαντημένου) Τσάβες, αλλά χωρίς τα πετρέλαια (ούτε το El Sistema), είτε στην χειρότερη περίπτωση στην Αλβανία του Χότζα, καθώς η μικρή Ελλάδα δεν μπορεί να επιδιώξει αυτάρκεια – τις παρενέργειες από τέτοιες απόπειρες θα μπορούσε να μας τις εξηγήσει ο (πρώην Γιουγκοσλαύος) κ. Ζίζεκ καλύτερα από κάθε άλλον. Μένει μόνο η στρατηγική του να κινητοποιηθούν όσο γίνεται περισσότερες δυνάμεις, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, για να «γυρίσουν τον ήλιο» (κατά την έκφραση του Οδυσσέα Ελύτη), αλλά αποδεχόμενοι την λογική και τις νόρμες της Ευρωπαϊκής Ένωσης της εκ του σύνεγγγυς διαπραγμάτευσης και όχι των μονομερών ενεργειών. Εάν δε (ένα μεγάλο εάν) συμφωνήσουμε σε αυτή την βάση, η συντριπτική πλειοψηφία των (συναδέλφων) οικονομολόγων προειδοποιεί πως οι επιπτώσεις από την έξοδο από το ευρώ θα είναι τραυματικές. Ένα πράγμα όμως που θα πρέπει να χαραχτεί βαθιά στο πολιτικό DNA της χώρας για την από ‘δώ και πέρα πορεία της είναι το αίτημα για κοινωνική δικαιοσύνη. Η Ελλάδα, χώρα όχι μεγάλων ανισοτήτων κατά την άποψή μου (παρά τις στατιστικές), ανθίσταται σθεναρά στην αδικία που προέρχεται από τις στρεβλώσεις του συστήματος (η φοροδιαφυγή είναι πάνω απ’ όλα άδικη) αλλά και στην εντεινόμενη ανισότητα λόγω της κρίσης.



Ευχαριστούμε τον κ. Ζίζεκ που με τόσο εύληπτο τρόπο ξεθεμέλιωσε τις κυρίαρχες «ιστορίες» (ή αφηγήσεις) για τους Έλληνες – διεφθαρμένοι, είτε ανυπεράσπιστα θύματα.  Μαζί με την προτεινόμενη τρίτη «εθνική» αφήγηση (Έλληνες εναντίον της νεοφιλελεύθερης γραφειοκρατίας των Βρυξελλών), υπάρχει και μια τέταρτη – οι Έλληνες ως σκληρά εργαζόμενοι και καλοί Ευρωπαίοι, που ωφελήθηκαν από την Ευρώπη αλλά και που στηρίζουν την αγορά της «αγοράζοντας ευρωπαϊκά», με αδυναμίες φυσικά, όπως όλοι οι λαοί άλλωστε, αλλά και δυνατότητες για υπέρβαση της κρίσης. Ως σοσιαλδημοκρατικής υφής αμφισβητίας του «συστήματος», είμαι υποχρεωμένος να πω πως η ολική, ακατέργαστη αντίθεση προς το «Μνημόνιο» που εκφράζει ο Σύριζα (και πολύ περισσότερο οι ακροδεξιές «αντι-Μνημονιακές» δυνάμεις) με βρίσκει από την άλλη πλευρά των χαρακωμάτων. Η μικρή Ελλάδα δεν μπορεί από μόνη της να συγκρουστεί με το «σύστημα» - όποτε το τόλμησε, το κόστος ήταν δυσανάλογα μεγάλο. Θα δουλέψει όσο καλύτερα μπορεί μέσα στην Ευρώπη, όποια κι αν είναι η κυρίαρχη τάση, όχι εναντίον της. Με την πικρή της εμπειρία, η Ελλάδα εκτιμάει τα μέγιστα την αξία του κοινού ευρωπαϊκού σπιτιού. Η χώρα μου θα δουλέψει για να διορθώσει τις ατέλειες που περιγράφτηκαν πιο πάνω, για να μπορέσει να ανατάξει την οικονομία της και να την κάνει αντάξια του παγκοσμιοποιημένου ανταγωνισμού με διατήρηση ενός επιπέδου ευημερίας που να λέγεται ευρωπαϊκό. Εάν υπάρξουν απόψεις και προσπάθειες για την βελτίωση του συστήματος, θα ενώσει την φωνή της μαζί τους (για να προωθηθεί η ανάπτυξη, για να μην έχει ακραιφνώς νεοφιλελεύθερο χαρακτήρα, για να επιβληθεί (μικρός) φόρος στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές – τι γίνεται αλήθεια σ’ αυτόν τον μικρό αλλά ουσιαστικό τομέα;). Το αίτημα όμως για ουσιαστικές πλην επιμέρους αλλαγές, όπως και για κοινωνική δικαιοσύνη, δεν θα πρέπει να εκληφθεί ως η ελληνική απαρχή μιάς ολικής ρήξης με το σύστημα.


No comments: