Η χρηματοπιστωτική κρίση βρίσκεται αισίως στην τέταρτη ή πέμπτη βδομάδα (υπολογίζοντας μόνο την οξεία φάση της, και όχι βέβαια από τις απαρχές της που χρονολογούνται από την άνοιξη του 2007). Καθώς η κρίση εξελίσσεται κάποια νέα χαρακτηριστικά διαφαίνονται: Πρώτον, είναι πολύ πιθανόν (αν και όχι απολύτως βέβαιο) ότι Κράχ τύπου 1929-33 δεν θα ζήσουμε – οι κυβερνήσεις το εννοούν ότι θα παρέμβουν δραστικά, και αυτό έχει κάπως ηρεμήσει τα πνεύματα. Δεύτερον, και παρ’ όλ’ αυτά, οι χρηματιστηριακές αγορές παραμένουν νευρικές χωρίς ολική α΄νακαμψη. Τρίτο, και ως συνέπεια αλλά και αιτία, η κρίση αρχίζει τώρα να απειλεί ανοιχτά την πραγματική οικονομία, με παρατεταμένη ύφεση στον ορίζοντα. Τέταρτο, η κρίση παγκοσμιοποιείται, με την Κίνα και την Άπω Ανατολή ευρύτερα να «σταματούν να πάρουν ανάσα» (και τους ναυτιλιακούς ναύλους να πέφτουν κατακόρυφα, πράγμα που μας ενδιαφέρει και εμάς στην Ελλάδα).
Ένα άλλο σημείο που διαφαίνεται ακόμα πιο έντονα είναι ότι ο κόσμος δεν θα είναι πλέον ο ίδιος, ακόμα και όταν επέλθει πλήρως η ανάκαμψη. Το βασικό δόγμα του νεοφιλελευθερισμού ότι οι αγορές λειτουργούν καλύτερα χωρίς επιτήρηση και «ρύθμιση» από το κράτος και ότι μπορούν από μόνες τους, με τον ανταγωνισμό, να διορθώσουν πολλές από τις βασικές τους ατέλειες έχει υποστεί καίριο πλήγμα. Υπό την πίεση του εκλογικού σώματος που ποτέ δεν ενστερνίστηκε με θέρμη αυτό το δόγμα, πολλές κυβερνήσεις τώρα μιλάνε για σοβαρότερη «ρύθμιση» (ή καλύτερα στα ελληνικά, εποπτεία) από τις αρμόδιες κυβερνητικές και ανεξάρτητες ρυθμιστικές αρχές. Η πρωτοκαθεδρία του χρηματοπιστωτικού συστήματος αμφισβητείται (όταν αυτό προστρέχει σε βοήθεια αντί να στηρίζει την υπόλοιπη οικονομία), όπως επίσης και η κουλτούρα και το σύστημα κινήτρων που το διείπε, που επιβράβευε το ασύδοτο ρίσκο, την επιθετικότητα, και την επιδεικτική ανισοκατανομή πλούτου. Οι επικεφαλής των εποπτικών αρχών, προκειμένου να σώσουν τις καριέρες τους, εφ’ όσον δεν προέβλεψαν τίποτα, μιλούν για αλλαγή σε όλα τα επίπεδα (ρύθμιση και εποπτεία, απολαβές).
Γενικότερα μπορεί να επέλθει και μία μεταστροφή στις αντιλήψεις (δες π..χ. το άρθρο του Simon Jenkins στον Guardian της 17/10/07), με λιγότερη έμφαση στην εξοντωτική δουλειά (η συλλογικά υπέρμετρη δουλειά από κοινωνίες που δεν την έχουν ανάγκη είναι μάλλον δείγμα απληστίας) και περισσότερο στην απόλαυση του ελεύθερου χρόνου (και της οικογένειας).
Ίσως ακόμα γενικότερα, η μαζική παρέμβαση του κράτους στον ιδιωτικό τομέα μπορεί να επιφέρει το σπάσιμο της έννοιας-ταμπού ότι το ιδιωτικό είναι καλό και το δημόσιο κακό, που κυριαρχούσε μετά την Θάτσερ κυρίως στις Αγγλοσαξονικές χώρες. Έτσι, μπορούμε να δούμε έναν νέου τύπου κεϋνσιανισμό να επιστρέφει που θα διακηρύσσει την κρατική παρέμβαση για την ανόρθωση της οικονομίας στις υφέσεις, αλλά και θα επιβάλλει την δημόσια παροχή βασικών υπηρεσιών. Αλλά εδώ αρχίζουν και οι προκλήσεις καθώς θα πρέπει να προσδιοριστούν τα άριστα όρια μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας (κάτι που δεν είναι εύκολο και δεν έχει γίνει ικανοποιητικά μέχρι σήμερα, απλώς εθεωρείτο ότι όσο λιγότερο κράτος τόσο καλύτερα). Επίσης θα πρέπει να τεθούν κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας που θα είναι αρκετά ελαστικοί ώστε να επιτρέπουν έξυπνες και στοχευμένες παρεμβάσεις αλλά και αρκετά σφιχτοί ώστε να μην επιτρέπουν ανεξέλεγκτα ελλείμματα (τα οποία δεν είναι παρά δανεισμός από τις επόμενες γενιές). Πιθανόν τέλος να έρθουν σε κοντύτερο πλάνο οι (αυξανόμενες) εισοδηματικές και περιφερειακές ανισότητες.
Οι αναλυτές της Ευρωπαϊκής ενοποίησης έχουν επίσης πολλή δουλειά μπροστά τους. Η κρίση ανέδειξε αδυναμίες της ενοποίησης, πρωτίστως την έλλειξη συντονιμού και κεντρικής κατεύθυνσης, αλλά και τα προβλήματα που ανακύπτουν από μία κεντρική τράπεζα που δεν υπόκειται σε κεντρικό έλεγχο. Η κρίση, αλλά και η ακρίβεια, θα αναδείξει δίχως αμφιβολία σε βάθος χρόνου και δομικές ασυμμετρίες, με τις βόρειες και κεντροευρωπαϊκές να προηγούνται σε ανταγωνιστικότητα και με χρόνια εξωτερικά πλεονάσματα, ενώ οι νότιες κυρίως χώρες έχουν χρόνια ελλείμματα και υστερούν σε ανταγωνιστικότητα. Ο χρόνος θα δείξει εάν το ενιαίο νόμισμα είναι βιώσιμο χωρίς κλυδωνισμούς υπό τέτοιες συνθήκες, αλλά δεν είναι ίσως τυχαίο ότι η κρίση ξεκίνησε σε χώρες με χρόνια εξωτερικά ελλείμματα (ΗΠΑ και Βρετανία). Θα πρέπει επίσης να θυμόμαστε ότι οικονομίες όπως φαίνεται χτισμένες στην άμμο όπως η Ισλανδία (με υπερτροφικό χρηματοπιστωτικό τομέα, έλλειμμα ανταγωνιστικότητας, αλλά εκτός ΟΝΕ) κινδυνεύουν ως σύνολα σοβαρά από τέτοιες κρίσεις.
Στο στόχαστρο της κριτικής μπαίνει και το Σύμφωνο Σταθερότητας, καθώς τώρα οι κυβερνήσεις νιώθουν την ανάγκη να στηρίξουν τις οικονομίες τους με δημοσιονομική επέκταση. Όμως εδώ ισχύουν και τα όσα ειπώθηκαν πιο πάνω, ότι δηλαδή τα αλόγιστα ελλείμματα δεν ωφελούν κανένα, και ότι ο νέου τύπου κεϋνσιανισμός θα πρέπει να είναι πιο έξυπνος από τον παλιό. Όχι μόνο δεν ωφελούν τα γενικευμένα ελλείμματα, αλλά μπορεί να υποστηριχθεί κιόλας ότι αυτά είναι το υπόβαθρο της κρίσης. (Από σοβαρό οικονομικό δημοσιογράφο ειπώθηκε ότι στην Βρετανία το χρέος αθροιστικά του δημόσιου τομέα και των νοικοκυριών ανέρχεται στο 300% του ΑΕΠ – εάν βέβαια τέτοιοι αριθμοί ισχύουν , οι επιπτώσεις μπορεί να είναι μεγάλες.) Οι αναλυτές που θα κάνουν ανατομία της κρίσης εν καιρώ θα διερευνήσουν κατά πόσο αυτή συνδέεται με δομικές αδυναμίες των δυτικών κοινωνιών (ή έστω κάποιων), όπως η υπερχρέωση σε διάφορα επίπεδα, τα χρόνια εξωτερικά ελλείμματα, και τέλος η υστέρηση ανταγωνιστικότητας, ανάπτυξης και αποταμίευσης σε σχέση με την Κίνα και την Άπω Ανατολή.
Τέλος, δημιουργείται το βασικό ερώτημα κατά πόσο η αλλαγή της νοοτροπίας όλα αυτά τα θέματα και σε διάφορα επίπεδα (πολιτικής, ιδεολογίας, δημοσίου διαλόγου) θα είναι μόνιμη και όχι παροδική, βασισμένη σε κάποια βολική ρητορεία της στιγμής που θα ξεχαστεί στην πρώτη διαφορετική συγκυρία. Το πρώτο βασικό τεστ θα είναι τώρα με την επερχόμενη ύφεση: Θα την αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά με κεϋνσιανού τύπου μέτρα οι κυβερνήσεις, ή τώρα που πέρασε ο κίνδυνος θα ξαναρχίσει το τροπάρι του αφήστε τις αγορές ανεπηρέαστες; Το επιπρόσθετο δημόσιο χρέος που δημιουργείται από την παρέμβαση στον τραπεζικό τομέα θα επηρεάσει αρνητικά τις δημόσιες υπηρεσίες ως μη ώφειλε (ενώ αντίθετα η στήριξη κάποιων προβληματικών υπηρεσιών όπως παιδεία, υγεία και συγκοινωνίες απαιτεί ψίχουλα σε σχέση με τα κεφάλαια που διατέθηκαν στον τραπεζικό τομέα); Θα στηριχτεί μέχρι τέλους η νέα κουλτούρα της ρύθμισης και εποπτείας των αγορών, και δη των τραπεζικών;
Όλα αυτά είναι κρίσιμα ερωτήματα. Εδώ θα παίξει ίσως καταλυτικό ρόλο η κεντροαριστερά σε πολιτικό επίπεδο, αλλά και η συναφής διανόηση σε ιδεολογικό επίπεδο, που θα θέσει αυτά τα θέματα επί τάπητος, θα τα εξειδικεύσει, θα δώσει όσο το δυνατό ικανοποιητικότερες απαντήσεις, και εν τέλει δεν θα τα αφήσει να σβηστούν από την συλλογική μνήμη. Η παράλληλη κινητοποίηση κοινωνίας, πολιτικής και διανόησης είναι το ζητούμενο εδώ. Μπορεί δε να υποστηρίξει κανείς ότι ο συντονισμός (πολιτικός, ιδεολογικός) σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι απαραίτητος – τα προβλήματα είναι κοινά, κοινές πρέπει να είναι και οι λύσεις. Οι ιδεολογικές αναζητήσεις και οι λύσεις πρέπει να περιστραφού γύρω από έννοιες όπως:
- Νέο κοινωνικό συμβόλαιο (με κοινωνική αλληλεγγύη, περισσότερο δίκαιη κατανομή των διαφαινόμενων βαρών αλλά και των ωφελειών από την ανάπτυξη).
- «Νιού ντήλ» (νέα συμφωνία, όπως αυτή του Ρούσβελτ του 1933) για την συνεργασία του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, με ρύθμιση και εποπτεία, παρεμβατισμό εκεί όπου επιβάλλεται, αλλά και προσοχή στα ελλείμματα.
- Σήμερα αυτή πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνει υπ’ όψη το περιβάλλον και την πράσινη ανάπτυξη.
- Στενότερη ευρωπαϊκή συνεργασία και ενοποίηση (αν και με προσοχή – δες και αλλού).
- Ανταγωνιστικότητα και βιώσιμη οικονομία.
Ήδη αναλυτές όπως ο πασίγνωστος και νομπελίστας πλέον οικονομολόγος Paul Krugman, οι δημοσιογράφοι-αναλυτές Larry Elliott, Will Hutton και George Monbiot στην Βρετανία, και οι Thomas Friedman και Robert Reich στις ΗΠΑ, οι οποίοι σε ανύποπτο χρόνο είχαν επισημάνει πολλές από τις στρεβλώσεις του χρηματιστηριακού, καζινο-καπιταλισμού, έχουν διατυπώσει τις νέες προτεραιότητες (με αρκετές βεβαίως μεταξύ τους διαφωνίες). Πολιτικο-ιδεολογικά think-tanks όπως η Compass (Πύξίδα) στην Βρετανία αναλαμβάνουν να προωθήσουν τέτοιες αναζητήσεις στην σφαίρα του δημόσιου διαλόγου και ήδη κερδίζουν έδαφος σε αναγνώριση. Η Κεντροαριστερά σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο, εκπροσωπούμενη από το ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα, καλείται να ανταποκριθεί στις νέες προκλήσεις.
Friday, 17 October 2008
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment