KENT: «[...] κι ούτ’ είναι κούφιοι από καρδιά όσοι η λαλιά τους
η σιγανή δεν κουδουνίζει κούφια λόγια.»
Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, Ο Βασιλιάς Ληρ, μτφ. Βασίλη Ρώτα, εκδόσεις επικαιρότητα, 1997, σ. 24.
«... Πιστεύω στο λαό κι είμαι πάντα έτοιμος να παραδεχτώ το δίκιο του, όμως δεν έχω καθόλου σκοπό να τον παραχαϊδέψω. ...»
Φ. Ντοστογιέφσκη, Αδελφοί Καραμάζοφ, μτφ. Άρη αλεξάνδρου, Εκδόσεις Γκοβόστη 1991, τ. 3ος, σ.332.
«[...] Και θέλω να είμαι σε θέση να ακούω την αφτιασίδωτη αλήθεια.»
Ίνταρ Κρώυτσερ, διευθύνων σύμβουλος της Νορβηγικής ασφαλιστικής εταιρίας Storebrand.*
«Μην αφήσουμε αυτή την κρίση να πάει χαμένη.»
Ραμ Εμμάνιουελ, προσωπάρχης του Λευκού Οίκου
Α. Έχει ήδη ανοίξει το θέμα της Προεδρικής εκλογής του Μαρτίου 2010, με αφορμή την θέση του ΠΑΣΟΚ ότι θα καταψηφίσει τον νυν ΠτΔ για να προκαλέσει βουλευτικές εκλογές, και ότι θα τον προτείνει και θα τον ψηφίσει μέσως μετά (εάν φυσικά, όπως όλα δείχνουν, εκλεγεί) με την απλή πλειοψηφία της Βουλής. Το θέμα αναζωπυρώθηκε τελευταία με τις απόψεις των συνταγματολόγων καθηγητών Δ. Τσάτσου (κυρίως) και Γ. Κασιμάτη ότι αυτή η προοπτική αντιβαίνει, αν όχι στο γράμμα, σίγουρα στο πνεύμα του Συντάγματος. Οι θέσεις αυτές έχουν ξεσηκώσει αντιδράσεις στον χώρο του ΠΑΣΟΚ (όπως ίσως είναι αναμενόμενο). Συνταγματολόγος δεν είμαι, αλλά συμφωνώντας και με άλλους (π.χ. Γεράσιμος Μοσχονάς στα ΝΕΑ της 7/8/09 νομίζω), έχω την πεποίθηση πως το προτεινόμενο «σενάριο» για την εκλογή του ΠτΔ από το ΠΑΣΟΚ και βέβαια αντιβαίνει στο πνεύμα του Συντάγματος: Το άρθρο 32 του Συντάγματος (έκδοση της Βουλής 2006) ορίζει εκλογές πριν την προεδρική εκλογή (μόνον) σε περίπτωση που δεν εκλεγεί ΠτΔ με ευρεία πλειοψηφία από την Βουλή, έτσι ώστε ο νέος πρόεδρος να διαθέτει αυξημένο πολιτικό κύρος. Το πνεύμα της συνταγματικής διάταξης δηλαδή είναι ότι αυτές οι βουλευτικές εκλογές αφορούν μόνον την εκλογή Προέδρου και αποσυνδέονται από τον συνήθη πολιτικό/εκλογικό ανταγωνισμό. Με αυτή την βάση εκκίνησης, θεωρώ πως το όλο θέμα εγείρει μία σειρά ζητημάτων που καλό είναι να συζητηθούν σε ανοιχτό πνεύμα.
Το πρώτο θέμα είναι αυτό της ουσίας. Η βασική θέση του ΠΑΣΟΚ είναι νομίζω ότι το θέμα είναι κατ’ εξοχήν πολιτικό, όχι νομικό. Με άλλα λόγια, πάνω από το θέμα του θεσμού, δηλ. της διαδικασίας της προεδρικής εκλογής, πάνω στο οποίο έχουν άποψη οι συνταγματολόγοι (και οι συνταγματολογούντες), είναι η λαϊκή βούληση, ο λαός ο οποίος θα κρίνει τελικά αυτές τις επιλογές του ΠΑΣΟΚ (και των άλλων κομμάτων). Η άποψη ότι πάνω από τους θεσμούς υπάρχει τελικά ο λαός έχει κάποια ιστορία στο ΠΑΣΟΚ. Δεν χρειάζεται να πούμε ότι αυτή η λογική, διατυπωμένη στην ακραία της μορφή και λογική κατάληξη οδηγεί στην κανταφικής έμπνευσης τζαμαχιρία – δεν υπάρχουν θεσμοί, μόνο ο λαός. Δεν υποστηρίζεται βεβαίως αυτό τώρα, αλλά η άποψη ότι εν τέλει η γνώμη των ειδικών υπόκειται στην λαϊκή έγκριση μας πάει κοντά. (Άς αναλογιστούμε: Θα σκεφτόμασταν ποτέ να θέσουμε στην λαϊκή έγκριση την επιστημονική άποψη ενός γιατρού ή μηχανικού; Τότε γιατί να ισχύει το ανάλογο στην περίπτωση του Συντάγματος; Βέβαια, στο κοινωνικό πεδίο μπορεί να υποστηριχθεί ότι δεν υπάρχουν απόλυτες αλήθειες. Δεκτό, αλλά δεν γινόμαστε όλοι συνταγματολόγοι εάν μάθουμε ένα άρθρο του Συντάγματος, είτε οικονομολόγοι εάν μάθουμε την λέξη πληθωρισμός.) Βεβαίως, δεν είμαι «θεσμο-λάγνος», αλλά ακόμα και αυτό θα ήταν καλύτερο από την «λαο-λαγνεία» των παραπάνω απόψεων.
Το βασικό θέμα όμως είναι ότι το συλλογικό συμφέρον δεν είναι πάνω από τους θεσμούς – ΕΙΝΑΙ οι θεσμοί. Η δημοκρατία και οι θεσμοί της έχουν καθιερωθεί, μέσα από μεγάλους αγώνες, για την προστασία του λαϊκού συμφέροντος. Γιατί χωρίς τέτοιους θεσμούς δεν προστατεύονται τα ανθρώπινα δικαιώματα, ούτε και οι μεγάλες κοινωνικές κατακτήσεις. Χωρίς αυτούς τους θεσμούς οδηγούμαστε σε κοινωνία ζούγκλα, στην νέα βαρβαρότητα όπως λέγεται, όπου το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό χωρίς καμία κοινωνική προστασία (όπου π.χ., πρέπει να έχεις εφοπλιστικό όνομα για να εξιχνιαστεί η απαγωγή σου, αλλιώς...) Ο θεσμός του Προέδρου της Δημοκρατίας αποτελεί την κορωνίδα, συμβολίζει και συνοψίζει κατά κάποιο τρόπο όλο το δημοκρατικό και ευρύτερο θεσμικό πλαίσιο της χώρας, και η αποδυνάμωσή του δίνει αναπόφευκτα το σύνθημα για την αποδυνάμωση των θεσμών ευρύτερα.
Βεβαίως, η ΝΔ δεν είναι σε θέση να παραδίδει μαθήματα θεσμών, αλλά αυτό δεν αποτελεί επιχείρημα για το ΠΑΣΟΚ, καθώς ελπίζαμε και ελπίζουμε ότι το ΠΑΣΟΚ θέτει σε όλα πολύ ψηλότερα τον πήχυ. Και πάλι το θέμα έχει ευρύτερες διαστάσεις. Το ΠΑΣΟΚ θα κληθεί αύριο να πείσει την ελληνική κοινωνία να αλλάξει συμπεριφορές και νόρμες, όπως γράφω και αλλού, όπως την διαφθορά, και την γενική έλλειψη κανόνων και πειθαρχίας, όπως επίσης και να της εμπνεύσει την χρηστή διοίκηση και την συλλογική προσπάθεια. Πώς θα γίνουν όλα αυτά, όταν δημιουργείται η πεποίθηση πως η πειθαρχία είναι «για τους από κάτω», ενώ οι «από πάνω» είναι ελεύθεροι να κάνουν τους κανόνες και τις διαδικασίες λάστιχο; Ασπάζομαι πλήρως την άποψη ότι η παρούσα κυβέρνηση είναι η χειρότερη ....αποεξανέκαθεν!, και ότι καταστρέφει συστηματικά την χώρα εδώ και πεντέμισυ χρόνια. Αλλά και πάλι: εάν γίνουν εκλογές την άνοιξη του 10, οι εκλογές θα έχουν επισπευσθεί το πολύ κατά ενάμισυ χρόνο. Νομίζω ότι το κέρδος αυτό σαφώς υστερεί μπροστά στην μακροχρόνια και μόνιμη ζημιά από την υπονόμευση των θεσμών, για την οποία η προεδρική εκλογή, όπως σχεδιάζεται, δίνει το σύνθημα. Κυβερνήσεις κακές θα ξαναέρθουν, δυστυχώς, όμως οι θεσμοί και η ποιότητά τους παραμένουν.
Το δεύτερο, ίσως πιο «περιφερειακό» αλλά όχι λιγότερο σημαντικό μεγάλο θέμα, είναι ο ρόλος των διανοουμένων και των ανεξαρτήτων φωνών μέσα σε ένα κόμμα. Ο Δ. Τσάτσος δεν είναι μέλος καμιάς ελίτ ούτε και ανίερης συμμαχίας, η δε επιστημονική του σκέψη δεν συνιστά παρακμή, όπως οι καλοθελητές, ακόμα και σοβαροί άνθρωποι, ήδη μας το πρόφτασαν. Οι κκ. Τσάτσος και Κασιμάτης (αν δεν κάνω λάθος) είναι έγκριτοι επιστήμονες, που υπηρέτησαν και τίμησαν το ΠΑΣΟΚ και την Ελλάδα, ο πρώτος και ως ευρωβουλευτής και εισηγητής του ατυχήσαντος, αλλά πολύ σημαντικού, Ευρωσυντάγματος. Το χρέος τους είναι, πέρα και πάνω απ’ όλα, στις αρχές τους (τις αρχές της κεντροαριστεράς, δηλαδή), στην αλήθεια και στην Ελλάδα. Τέτοιοι διανοούμενοι είναι πολύ χρησιμότεροι και στην Ελλάδα αλλά και στο ΠΑΣΟΚ από αυτούς που ομνύουν (μόνο) στην κομματική νομιμοφροσύνη. Οι εποχές που το αντίθετο εθεωρείτο δόγμα παρήλθαν. Και κάτι ακόμα. Δεν μπορεί παρά να αξίζει επαίνου η εμφανής προσπάθεια του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ να προωθήσει την «ανοιχτή κοινωνία», θεσπίζοντας ακόμα και την ευνοϊκή μεταχείριση όσων καταγγέλουν τα κακώς κείμενα. (Κάτι που και ο γράφων, ας επιτραπεί η επισήμανση, έχει προτείνει σε αυτές τις σελίδες, υπό την μορφή του θεσμού της «σφυρίχτρας».) Υπ’ αυτήν την έννοια, είναι τουλάχιστον παράδοξο να τυχαίνει τέτοιας μεταχείρισης κάποιος ο οποίος διατύπωσε την άποψη ότι η ακολουθούμενη πολιτική είναι λανθασμένη – τι είδους ενθάρρυνση θα λάβουν άλλοι αργότερα που ενδεχομένως θα σκεφτούν να καταγγείλουν τα αναπόφευκτα κυβερνητικά στραβοπατήματα του ΠΑΣΟΚ;
Εν συνεχεία των παραπάνω είναι και η φθορά που υφίσταται ο πρώτος ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ κ. Γ. Παπακωνσταντίνου εκτιθέμενος στην καθημερινή πολιτική τριβή ως εκπρόσωπος Τύπου του Κινήματος. Οι συνταγματολόγοι δεν «τρώγονται» όπως μας είπε - μάλλον οι πολιτικοί τρώγονται -, οι έλληνες συνταγματολόγοι διατηρούν ένα ζωντανό και υψηλού επιπέδου διάλογο και νομικό πολιτισμό που βοηθάει στην εξύψωση των θεσμών στην χώρα μας. Αυτό πρέπει να έχει κατά νου ο πρώτος ευρωβουλευτής της χώρας, και αυτό πρέπει να μεταφέρει προς τα έξω. Προς το συμφέρον της χώρας, του Κινήματος αλλά και του ιδίου, ο κ. Παπακωνσταντίνου επιβάλλεται να επικεντρωθεί αποκλειστικά στα ευρωβουλευτικά του καθήκοντα.
Συναφή, και συνέχεια, είναι και τα σχετικά με την στάση του Ευ. Βενιζέλου, ο οποίος, με την άποψή του περί αυτονομίας του επιστημονικού λόγου, θεωρήθηκε ότι «κρατάει αποστάσεις» από την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ. Ο κ. Βενιζέλος έχει αυξημένο πολιτικό και ιδεολογικό κύρος μέσα στο ΠΑΣΟΚ και βεβαίως επιστημονική άποψη στο θέμα, ενώ έχει κρατήσει και υπεύθυνη εσωκομματική στάση από τον Νοέμβριο του 2007 και μετά. Έχει χρέος να πει την εμπεριστατωμένη γνώμη του, και η ηγεσία θα έχει κέρδος αν την λάβει υπ’ όψη. Η ηγεσία, το ΠΑΣΟΚ, και η Ελλάδα ωφελούνται, τουλάχιστον γενικά και μακροπρόθεσμα, όταν βρίσκονται όσο το δυνατόν κοντύτερα στην αλήθεια, όχι όταν ακούν μόνον αυτά που θέλουν να ακούσουν. Σήμερα, το δόγμα δεν μπορεί παρά να είναι: πίστη σε βασικές ιδεολογικές και προγραμματικές αρχές, η οποία οδηγεί στην συλλογικότητα, αλλά από εκεί και πέρα ανεξαρτησία γνώμης σε «περιφερειακά» ζητήματα, ειδικά όταν αυτή δεν βάζει σε κίνδυνο την ενότητα (και σε αυτήν την περίπτωση δεν την βάζει, νομίζω). Αυτό η είναι βάση πάνω στην οποία χτίζεται μία κεντροαριστερά πλατιά, πολυσυλλεκτική, συλλογική όπως λέγαμε και παραπάνω, «φαρδιά τέντα» που χωράει πολύ κόσμο, βάση ευρύτερων συναινέσεων, ζωντανή ως ιδεολογική αναζήτηση και διάλογος με την κοινωνία, και τελικά ηγεμονική δύναμη στην ελληνική κοινωνία σε βάθος χρόνου. Αν κανείς/μία θεωρεί ότι αυτά είναι θεωρητικά θέματα άνευ πρακτικής αξίας, ας περιμένει (όχι πολύ!) μέχρι η νέα κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ να βρεί μπροστά της τα δύσκολα, και η ηγεσία του να πρέπει να «πλαισιωθεί» στις δύσκολες αποφάσεις της από πολιτικούς και επιστήμονες ευρύτερου κύρους, και όχι μόνο από «τους δικούς του» - ποιός είπε ότι η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται;
Εν κατακλείδι, έχει ανοίξει πρόωρα ένα θέμα που κιδυνεύει να καταναλώσει την φαιά ουσία της χώρας για ένα μεγάλο διάστημα, και όλα αυτά γύρω από ένα θέμα που έπρεπε τελικά να ενώνει και όχι να χωρίζει (αυτός είναι νομίζω ο ουσιαστικός ρόλος του Προέδρου της Δημοκρατίας – να ενώνει πάνω από την πολιτική διαμάχη, ώστε να μην φτάσουμε πάλι σε διχασμούς και εμφυλίους, για να το θέσουμε ωμά), και γύρω από ένα πρόσωπο (τον νυν ΠτΔ) που είναι κατά γενική ομολογία επιτυχημένος και συμπαθής σε όλους (φανταστείτε και να μην ήταν)! Αλλά το πιό ουσιαστικό θέμα είναι ότι οι θεσμοί είναι συνώνυμοι με το συλλογικό συμφέρον σε βάθος χρόνου. Ότι αυτοί βρίσκονται υπό πίεση για μία σειρά λόγων (προϊούσα ανισοκατανομή εισοδήματος με ό,τι αυτό συνεπάγεται και για την ανισοκατανομή πολιτικής επιρροής, ρόλος των ΜΜΕ, κλπ.). Ότι αυτοί δεν θα αλλάξουν από την μία μέρα στην άλλη, αλλά απονεκρώνονται και διαφθείρονται βαθμιαία (ανεπαισθήτως, όπως λέει και ο ποιητής). Και ότι, τελικά, το σύνθημα που δίνεται «από πάνω» παίζει καθοριστικό ρόλο.
Β. Όλα αυτά μας οδηγούν να αναλογιστούμε το κυρίαρχο ζήτημα της χώρας, το βασικό «πρόβλημα», για να μιλήσουμε «στρογγυλά». Το βασικό πρόβλημα δεν είναι να απαλλαγούμε από μία κακή κυβέρνηση, ακόμα και τόσο κακή όσο της ΝΔ, και να εκλέξουμε μία καλή, όσο καλή κι αν είναι. Ακόμα κι αν ισχύει η απόλυτη διάκριση καλού-κακού, το ζήτημα βέβαια δεν είναι αυτό, διότι αν το πρόβλημα της Ελλάδας ήταν να βρούμε μία καλή κυβέρνηση, με τόσες αλλαγές που έχουν γίνει από εποχής Καποδίστρια και δώθε, θα την είχαμε ήδη βρει και δεν θα την αλλάζαμε. Το πρόβλημα της χώρας είναι αλλού. Είναι πρώτ΄απ’ όλα πρόβλημα κοινωνικής δικαιοσύνης. Σε αυτό το θέμα η διαφορά μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων είναι βασική και ουσιαστική, και συνηγορεί έντονα στην κυβερνητική αλλαγή. Αλλά εξ ίσου σημαντικό, και απείρως πιο μπερδεμένο, είναι ένα πλέγμα θεμάτων που μπορεί να ονομαστεί έλλειμα ανάπτυξης – ανάπτυξης όχι μόνον οικονομικής, αλλά και θεσμικής, πολιτικής και κοινωνικής. Άς δούμε πρώτα τους θεσμούς: Θεσμικό πλαίσιο υπάρχει στην χώρα, πληρέστατο (εξ όσων αντιλαμβάνομαι) και προοδευτικό. Το πρόβλημα είναι ότι δεν τηρείται, οι νόμοι και οι κανονισμοί συστηματικά παραβιάζονται. Για να κατανοήσουμε το γιατί είναι νομίζω χρήσιμο να δούμε πώς αλληλεξαρτώνται κοινωνία και πολιτική. Η πολιτική βεβαίως διαμορφώνει την κοινωνία μέσω των μέτρων πολιτικής που παίρνει. Αλλά και η κοινωνία επηρεάζει την πολιτική μέσω μίας λογικής που έχει αποκρυσταλλωθεί στο λεγόμενο «θεώρημα του μέσου ψηφοφόρου». Σύμφωνα με αυτό, ο ανταγωνισμός μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων οδηγεί στην σύγκλισή τους στις προτιμήσεις του μέσου ψηφοφόρου. Αν ένα από τα δύο κόμματα μετακινηθεί από αυτές, τότε χάνει ψήφους. Μπορεί βέβαια κανείς να υποστηρίξει ότι τα δύο μεγάλα κόμματα δεν συγκλίνουν απολύτως, έχουν μεγάλες διαφορές στην ιδεολογία και τα προγράμματά τους, άποψη που συμμερίζομαι πλήρως. Όμως θα έλεγα ότι τα μεγάλα κόμματα συγκλίνουν σε κάποιες όψεις του χαρακτήρα τους με τον χαρακτήρα του μέσου ψηφοφόρου. Εξ ού και η προσοχή στο «πολιτικό κόστος» και όχι στο ουσιαστικό συλλογικό συμφέρον, οι πελατειακές τάσεις, ο λαϊκισμός, ο πολιτικός πολιτισμός των τηλεπαραθύρων, ο πολιτικός ανταγωνισμός μεταξύ των κομμάτων τύπου κοκορομαχίας, το παρατεταμένα νοσηρό πολιτικό κλίμα, κλπ. Έχουμε δηλαδή εδώ όψεις της πολιτικής υπανάπτυξης. Από αυτήν την αλληλεπίδραση λοιπόν (αυτό που κάπου αλλού ονομάζω γαϊτανάκι κοινωνίας και πολιτικής) προκύπτει ότι κοινωνία και πολιτική βρίσκονται σε μία αμφίρροπη δυναμική που μας οδηγεί σε «ισορροπίες τύπου Νας» που διαιωνίζουν την υπανάπτυξη. (Δες άλλη καταχώρηση για την ισορροπία κατά Νας.) Αναπόσπαστο τμήμα αυτών των «υπανάπτυκτων» ισορροπιών κατά Νας είναι και η κοινωνική υπανάπτυξη, εμφανής σε κοινωνικές συμπεριφορές και νόρμες ανταγωνιστικές και όχι συνεργατικές, στην υπερβολική εξάρτηση της κοινωνίας από την πολιτική (πελατειακές σχέσεις, ανάγκη να ενταχθείς σε κομματικό «μαντρί» προκειμένου να προστατεύεσαι, κλπ.), στην άλωση της δημόσιας διοίκησης από την πολιτική, στον φόβο της κοινωνίας απέναντι σε κάθε τι καινούργιο ή που μπορεί να οδηγήσει σε εξορθολογισμό (πράγμα που επαληθεύεται από σφυγμομετρήσεις, όπως έγραψε ο Π.Κ. Ιωακειμίδης στα ΝΕΑ της 13/8/09), στην έλλειψη αξιοκρατίας, αλλά και στην περιφρόνηση του δημοσίου συμφέροντος, την διαφθορά, φθορά του περιβάλλοντος, κλπ.
Η αλλεπίδραση αυτή μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής σημαίνει ότι κανένας από τους δύο «εταίρους» του διδύμου δεν μπορεί να κινηθεί πολύ γρήγορα προς τα πάνω, τραβώντας και τον άλλο. Αντίθετα, για τους λόγους που περιγράψαμε, ο πιό υπανάπτυκτος εταίρος τραβάει προς τα κάτω και τον άλλο – ένας π.χ. φωτισμένος πολιτικός πνίγεται μέσα στην βοή της αγοράς, ενώ οι φωτισμένες κοινωνικές δυνάμεις οδηγούνται στην περιθωριοποίηση. Έτσι, φτάνουμε σε μία κοινωνία σαν την ελληνική όπου (ο γράφων ακράδαντα πιστεύει) το σύνολο είναι κατώτερο από το άθροισμα των μονάδων, οι μονάδες είναι ως επί το πλείστον αξιόλογες (ιδιαιτέρως σε μερικές περιπτώσεις) αλλά το σύνολο κατώτερο του προσδοκωμένου. Ή, για να το πούμε αλλιώς, το σύνολο δεν ωθεί τις μονάδες προς τα πάνω αλλά προς τα κάτω.
Με αυτόν τον τρόπο, αυτές οι πολυδιάστατες κοινωνικές ισορροπίες εξελίσσονται αργά, και η ανάπτυξη (στην πλήρη της έννοια) υστερεί. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν εξελίσσονται ή βελτιώνονται καθόλου. Υπάρχει κάποια δόση αυτονομίας είτε στην πολιτική είτε στην κοινωνία που επιτρέπει στον έναν εταίρο του διδύμου να εξελιχθεί, έστω λίγο, παρασύροντας και τον άλλο. Το ερώτημα που ανακύπτει λοιπόν είναι πώς μπορούμε να επιταχύνουμε και στρέψουμε την εξελικτική διαδικασία προς την σωστή κατεύθυνση. Προσωπικά πιστεύω ότι η πολιτική έχει περισσότερα περιθώρια αυτονομίας, και έτσι είναι πιθανότερο να κάνει το άλμα, το «μπιγκ μπανγκ» προς τα πάνω, την «υπέρβαση», κάτω από κάποιες προϋποθέσεις βέβαια. (Παρενθετικά, μελαγχολεί κανείς καμμιά φορά από την κατάχρηση και φθορά ουσιαστικών πολιτικών εννοιών, όπως νέα διακυβέρνηση, επανίδρυση του κράτους, υπέρβαση - μοιάζουν με ωραίο τοπίο που έχει καταντήσει σκουπιδότοπος...) Τις προϋποθέσεις αυτές τις έχω αναλύσει εκτενώς αλλού: Καθολική κινητοποίηση της κοινωνίας με τον κατάλληλο διαφωτισμό, συνολικό σχέδιο ανασυγκρότησης, ειλικρίνεια και προσωπικό παράδειγμα προσφοράς από μέρους των πολιτικών, πειθαρχία και δέσμευση από όλους σε κανόνες, και βέβαια κοινωνική δικαιοσύνη, είναι ίσως από τις πιό σημαντικές. Ως πρακτικό μέτρο, έχω προτείνει να εκπονήσει είτε ανεώσει το ΠΑΣΟΚ έναν αυστηρό κώδικα δεοντολογίας που θα καλύπτει τους πάντες, Πρόεδρο, μέλη της κυβέρνησης, βουλευτές, άλλα στελέχη, και κριτήρια επιλογών για όλες τις κυβερνητικές και κρατικές θέσεις, ώστε να πεισθεί έμπρακτα η κοινωνία ότι η διακυβέρνηση ΠΑΣΟΚ δεν θα είναι μία απλή αλλαγή φρουράς κολλητών και «παιδιών» από γαλάζια σε πράσινα.
Νομίζω ότι η συγκυρία προσφέρει και ευκαιρίες, μέσα βέβαια στο γενικότερο γκρίζο τοπίο που διαγράφεται από την οικονομική κρίση, τα χρόνια διαρθρωτικά προβλήματα της χώρας, και την άθλια κληρονομιά που θα μας αφήσει η ΝΔ. Η ευκαιρία παρουσιάζεται γιατί ο Γιώργος Παπανδρέου, έντιμος, άφθαρτος και νεωτερίζων πολιτικός, και το ΠΑΣΟΚ, μετά την ολέθρια «νέα διακυβέρνηση» της ΝΔ, προικοδοτούνται με σημαντικό πολιτικό κεφάλαιο. Αυτό τους δίδει (ιδιαίτερα στον πρώτο) έναν σημαντικό βαθμό αυτονομίας απέναντι στις διαθέσεις του μέσου ψηφοφόρου και της κοινωνίας, που επιτρέπει ρήξεις με κατεστημένες πρακτικές στην κατεύθυνση της άμβλυνσης της πολιτικής, κοινωνικής και θεσμικής υστέρησης που περιγράφηκε πιο πάνω. ΄Ομως, η αυτονομία αυτή δεν θα ισχύει επ’ άπειρον. Πολύ γρήγορα, οι δυσκολίες της πολιτικής, συνδυασμένες με αναπόφευκτα κυβερνητικά στραβοπατήματα του ΠΑΣΟΚ και την κυνική αντεπίθεση της ΝΔ, θα εξαντλήσουν τα περιθώρια αυτά, και το ΠΑΣΟΚ θα έχει λιγότερη διάθεση για καινοτομίες. Η αναληθής αλλά κοινότυπη ρήση του «όλοι ίδιοι είναι», δουλεμένη κατάλληλα από λογής παπαγάλους, θα ηχεί μονότονα. Είναι απολύτως απαραίτητο η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ να βρεθεί έτοιμη για την επόμενη μέρα, αλλά και να προετοιμάζεται από τώρα δίνοντας το παράδειγμα για μια πραγματικά νέου τύπου διακυβέρνηση του τόπου βασισμένη σε αρχές και κανόνες. Οι επισημάνσεις που έγιναν στο παρόν άρθρο, αν και σε κριτικό τόνο, έγιναν στο πνεύμα των παραπομπών που παρατίθενται ως υπότιτλοι, και ελπίζεται ότι θα συμβάλουν στην κατεύθυνση αυτή.
* Το πλήρες απόσπασμα, από το άρθρο «Διαφωτιστική σύνοψη» – Illuminating outline – πάνω στο «Σκανδιναυϊκό μοντέλο», των Richard Milne και Andrew Ward, Financial Times, Πέμπτη 30 Ιουλίου 2009, σ. 9, έχει ως εξής: ‘Ο κ. Κρώυτσερ εξηγεί ότι οι εργαζόμενοι στην εταιρία του «απλά έρχονται και χτυπάνε την πόρτα μου. [...] Αισθάνονται (συν)υπεύθυνοι για την τύχη της εταιρίας. Και θέλω να είμαι σε θέση να ακούω την αφτιασίδωτη αλήθεια.»’
Sunday, 30 August 2009
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment